Ἡ Κυρία Θεοτόκος προστατεύει τὸν πιστὸ ἀγωνιστή. Τὸ Ὀρθόδοξο Βάπτισμα εἶναι τέλειο ἀλλὰ δὲν τελειοποιεῖ αὐτὸν ποὺ δὲν τηρεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ Ἐλευθερία ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μᾶς δωρήθηκε μὲ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ζοῦμε σ΄αὐτὴν τὴν Ἐλευθερία, ὅταν ἐργαζόμεθα τὶς θεῖες ἐντολές. Οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχομε μετὰ τὸ Βάπτισμα φανερώνουν ὅτι ὑπῆρξε ἢ ὑπάρχει ἐσωτερικὴ σχέσι μας μ΄αὐτούς. Ἡ πηγὴ τῶν πονηρῶν λογισμῶν εἶναι ἡ ἐπιθυμία μας γιὰ ἄνεσι τοῦ σώματος (δηλ. ἡδυπάθεια) καὶ γιὰ τὸν  ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων. Ὅποιος ἐννόησε ὅτι ἀπ΄τὸ Βάπτισμα ἔχει τὸν Χριστὸ κρυμμένο μέσα του, αὐτὸς περιφρονεῖ τὰ μάταια καὶ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στὴν καρδιὰ ποὺ εἶναι φορέας (φυσικὸ κέντρο) ζωῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς προξενεῖται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος. Ἡ πνευματικὴ καρδιὰ εἶναι ἡ συνισταμένη τῶν δυνάμεων ψυχῆς (=λογιστικοῦ, ἐπιθυμητικοῦ, θυμικοῦ καὶ συνειδήσεως) καὶ ἔχει τὸ πνευματικὸ αὐτὸ κέντρο της εἰς τὴν σαρκικὴ καρδιά. «Νοῦς λέγεται καὶ ἡ τοῦ νοῦ ἐνέργεια ἐν λογισμοῖς συνισταμένη καὶ νοήμασι. Νοῦς λέγεται καὶ ἡ ἐνεργοῦσα ταῦτα δύναμις, ἡ ὁποία καρδία λέγεται εἰς τὴν Γραφή» (Ἅγ. Γρηγ. Παλαμᾶ). Ὁ νοῦς ἔχει οὐσία καὶ ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ εὐρίσκεται εἰς τὴν πνευματικὴ καρδιά, ἡ ἐνέργειες τοῦ νοῦ εὐρίσκονται εἰς τοὺς λογισμοὺς καὶ ἔτσι ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ σῶμα διὰ τῶν αἰσθήσεων καὶ συλλαμβάνει τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων. Οἱ ἅγιοι δικάσκουν τὴν ἀνάγκη ἐπιστροφῆς τοῦ νοῦ εἰς τὴν καρδιά. Βεβαίωσι τῆς ἐπιστροφῆς αὐτῆς εἶναι τὰ δάκρυα καὶ ἡ γλυκεῖα αἴσθησις τῆς ΑΓΑΠΗΣ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ νοῦ, εἶναι ἡ θεραπεία του, καὶ γίνεται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ μέσα στὴν ὀρθόδοξη ἀτμόσφαιρα τῆς μετανοίας (δηλ. ὀρθὴ πίστη καὶ μυστηριακὴ ζωή). Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ἀνακεφαλαίωση τοῦ κόσμου. Ἔχει δύο ἀντίθετες δυνάμεις, τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησι. Αὐτὲς οἱ δύο ἑνώνονται μὲ τὶς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν διάνοια, δόξα καὶ φαντασία. Ἡ αἴσθηση εἶναι ἄλογη δύναμι καὶ αἰσθάνεται τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὅταν εἶναι παρόντα. Ἡ φαντασία κάμνει τὴν ἐνεργειά της ὅταν ἀπουσιάζουν τὰ αἰσθητὰ, τὰ βλέπει ὅμως χωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι ἑνοειδῶς. Ἡ δόξα ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν διάνοια τὴν ὀνομάζουμε λογική. Ἡ διάνοια εἶναι πάντα λογικὴ μεταβαίνουσα ἀπὸ  νόημα σὲ νόημα. Μετὰ τὴν πτῶσι, ὁ νοῦς σκοτίστηκε, ὁ λόγος μὴ ἔχοντας νὰ ἐκφράσει τὶς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ (διότι ἔχασε τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεόν) ταυτίστηκε μὲ τὴν διάνοια (ὑποδουλώθηκε ὁ νοῦς στὴ διάνοια). Τὸ λογικὸ ὑψώθηκε πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ κυριαρχεῖ στὸν ἐμπαθῆ ἄνθρωπο. Αὐτὴ ἡ ὕψωση (δηλ. ἡ Ὑπερηφάνεια) εἶναι ἀσθένεια τοῦ λογικοῦ, (Φόβος, ἄγχος καὶ πεῖσμα καὶ λοιπὰ κακὰ ποὺ ζοῦμε σήμερα). Ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν κακῶν (ποὺ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος) εἶναι ἡ διὰ τοῦ Θεοῦ συνεχὴς μνήμη τοῦ Θεοῦ.

       Τὸ μόνο ἐπιχείρημα γιὰ τὴν ὕπαρξη Θεοῦ εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ καθαροῦ νοῦ. Ὁ Θεὸς ἄρχισε τὴ θεραπεία μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τοῦ δίδει ἐντολὲς γιὰ νὰ φυλάξει ἔτσι τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ δωρήθηκε. Ἡ Μετάνοια εἶναι τὸ ἔργον! Ἡ νοερὰ ἐργασία λειτουργεῖ ὡς συνεχὴς εὐχὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος εἰς τὴν καρδιά. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη Ἀνάστασις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐργάτης τῆς ἀδιαλείπτου εὐχῆς προσεύχεται μαζὶ καὶ μὲ ἄλλους ἀδελφούς (ἀκολουθίες κλπ.) γιὰ τὴν ψυχικὴ οἰκοδομὴ τους, «εὔχεται καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ» μετὰ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτὴ εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ἱερᾶς παραδόσεως μας, ἡ ψυχὴ τοῦ μοναχισμοῦ! «Εἰ δὲ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν αὐτοῦ»(Ρωμ.8,9)

-Εἰ οὔτε τῷ ἀδικοῦντι ἐστι περίσσεια, οὔτε τῷ ἀδικουμένῳ ὑστέρημα, ἐν εἰκόνι μὲν διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται.

-Ὁ σωματικαῖς ἡδοναῖς πέρα τοῦ δέοντος ἐναπολαύσας, ἑκατονταπλασίοις πόνοις ἀποτίσει τὴν περίσσειαν.(τοῦ Ἀββὰ Μάρκου)

       Ὁ καθαρισμὸς ποὺ χαρίζει τὸ Βάπτισμα γίνεται μυστικῶς, τὸν εὑρίσκουμε ὅμως ἐνεργὸ μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν. Ἐλευθερωθήκαμε μὲ τὸ Βάπτισμα ἀλλὰ δὲν βλέπομε τὴν Ἐλευθερία διότι μᾶς σκοτίζουν οἱ ἡδονὲς ποὺ ἐπιθυμοῦμε καὶ ἡ ἀμέλεια-ραθυμία μας νὰ πράξωμε τὶς ἐντολές. Ἐργασία-τήρησιςς θείων ἐντολῶν σημαίνει τὴν Ἀγάπη μας πρὸς τὸν Λυτρωτή, τὴν Ἐσταυρωμένη ΑΓΑΠΗ! Ἕνας λογισμὸς ἡδονῆς ἢ θυμοῦ ποὺ χρονίζει δὲν σημαίνει ὅτι ἀπέμεινε μετὰ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ δηλώνει τὴν ἐμπάθειά μας. Ὅταν λέγει ὁ Παῦλος γιὰ «νόμον ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός» (Ρωμ. 7,23) δὲν ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ σὰν Ἱουδαῖος διότι θέλει νὰ εἰπεῖ πῶς χωρὶς τὴν χάρι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀδύνατο νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁδὸς ἐντολῶν εἶναι ἡ ΥΠΟΜΟΝΗ σ΄ὅσα θλιβερὰ μᾶς συμβαίνουν. Μόλις καὶ μετὰ βίας μερικοὶ προχωροῦν εὐθεῖα ὁδὸ φρουρούμενοι μὲ τὴν εὐχή, κτυπιοῦνται ἀπὸ τοὺς πειρασμοὺς γιὰ νὰ φθάσουν στὴν πόλι (=διάκρισι) καὶ νὰ προσφέρουν στὸν ναὸ (=καθαρὴ καρδιά) τὴν θυσία (=ἄμωμοι λογισμοὶ μονολόγιστη ΕΛΠΙΔΑ…). Ὁ Θεὸς δέχεται τοὺς πρωτοτόκους λογισμοὺς τοῦ νοῦ ποὺ τοὺς κατατρώγει ἡ θεϊκὴ φωτιά. Πρωτότοκος λογισμὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπὸ τὴν πρώτη προσβολὴ προσφέρεται στὸ Χριστό. Ὅσοι λογισμοὶ προσφέρονται μετὰ ἀπὸ πολὺ σκέψι (χωλὰ καὶ τυφλὰ τὰ ὠνόμασε ἡ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ).

       Μὴ λέγεις ὅτι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ ἔχουν αἰτία τὴν ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ, βαπτίστηκες καὶ μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτὸς καταστρέφεις κάθε κακὸ λογισμό. Ἄν δὲν τοὺς θανατώνεις μὲ τὴν πρώτη ἐμφάνισί τους, δείχνεις τὴν ἀπιστία σου καὶ τὴν φιληδονία σου καὶ ὅτι ἐπιθυμεῖς τὴν παρουσία τους. Δύο εἴδη κακοπάθειας ὑπάρχουν. Πρῶτον ἡ σωστὴ κακοπάθεια ποὺ ἔχει αἰτία τὸν πόθον τοῦ ἀγαθοῦ καὶ δεύτερον ἡ λάθος κακοπάθεια ποὺ ἔχει αἰτία τὸν φόβον τῶν πειρασμῶν. Τὴν κακὴ πράξι θεωροῦμε ἁμαρτία, τὸν λογισμὸ ποὺ προηγεῖται τὸν θεωροῦμε ὅτι εἶναι ξένη ἐνέργεια καὶ ὄχι δικὴ μας. Ὁ πονηρὸς λογισμὸς, ποὺ μὲ τὴν κακὴ πράξι παραμένει, τότε μόνο φεύγει ὅταν προσφέρουμε στὸν Θεὸ ἰσάξιους πόνους, ὤ Χριστιανέ, σὺ εἶσαι ὁ αἴτιος τῶν πονηρῶν λογισμῶν, γιατὶ εἶχες ἐξουσία νὰ τοὺς ἀποκόψεις κατὰ τὴν προσβολὴ τους καὶ δὲν τὸ ἔκανες ἀλλὰ συνανεστράφης μέχρι πράξεως. Πραγματικοὶ ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ πονηροὶ λογισμοί, διότι ἐμποδίζουν νὰ γίνει τὸ θέλημά Του.

       Ὁ ἄπιστος γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας, ὁ ἐνάρετος ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ θησαυρὸ τῆς καρδιᾶς του προσφέρει τὸ ἀγαθὸ. Θησαυρὸν λέγει ὁ Κύριος τὸ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ. Δὲν πρέπει νὰ νομίζουμε ὅτι μὲ ἀγῶνες ἀποκόπτεται ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδὰμ ἢ οἱ προσωπικὲς μας ἁμαρτίες μετὰ τὸ Βάπτισμα. Μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ γίνεται αὐτό. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ «ἐνεργῶν ἐν ὑμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ.2,13). Ὁ πιστὸς δέχεται τοὺς θεϊκοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὸν ἐνοικοῦντα Χριστὸν καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐνάρετος πολιτεία. Δηλαδὴ οἱ λόγοι τῶν ἀρετῶν (ἀγαθοὶ λογισμοὶ) προηγοῦνται καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἐνάρετος πολιτεία (=τρόποι τῶν ἀρετῶν). Ἄν δὲν ἐργασθοῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἡ χάρις ποὺ μᾶς ἔχει δοθεῖ δὲν ἀποκαλύπτεται. Δεχόμενοι τὸ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ μαζὶ δεχόμεθα καὶ τὸν ΠΑΤΕΡΑ καὶ τὸν ΥΙΟ.

       Ὅσοι μὲ ἀκλόνητη πίστη καθημερινὰ ἀποθνήσκουν, ὡς ὁ Παῦλος, ὑπερβαίνουν κάθε ἔννοια ζωῆς καὶ ἐπιθυμοῦν νὰ φθάσουν εἰς τὸν ποθούμενον, καὶ τοῦτο εἶναι δεῖγμα τελείας ἀγάπης. Ὁ Παῦλος δὲν ἀνεχόταν νὰ ἐννοήσει τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τὴν παραμονὴ του εἰς τὴν ΘΕΙΑ ΑΓΑΠΗ. Ὁ Ἀδὰμ παρέβη τὴν ἐντολὴ ὄχι ἀπὸ ἀνάγκη φύσεως ἀλλὰ ἀπὸ ἱκανοποίησι θελήματος.

       Τὰ καθαρὰ ταμεῖα τῆς ψυχῆς μόνο γυμνὸ νοῦ δέχονται χωρὶς νὰ εἶναι φορτωμένος μὲ τίποτε μάταιο, γήινο περιττό, ἁμαρτωλό, μήτε εὕλογο, μήτε ἄλογο ἐκτὸς ἀπὸ ΠΙΣΤΙ, ΕΛΠΙΔΑ,ΑΓΑΠΗ. Πόνος καρδιάς, ἱδρῶτες μετανοίας, δὸς αἷμα ἵνα λάβῃς ΠΝΕΥΜΑ… Καθημερινὸς Σταυρὸς καὶ Ἀνάστασις, ἑορτὴ χαρμολύπης καὶ πανήγυρις Θεοτοκοδρομίας. Ἡ ἐμφάνισι-προσβολὴ τοῦ κακοῦ λογισμοῦ, οὔτε ἁμαρτία οὔτε ἀρετὴ εἶναι, παραχωρήθηκε νὰ ἔρχωνται οἱ προσβολὲς αὐτὲς γιὰ νὰ φανοῦν οἱ νικητές, ποιὸς δηλ. ἐλευθέρως ρέπει πρὸς τὴν ἡδονὴ καὶ ποιὸς ὄχι.

       Ὁ Κύριος ἀργοπορεῖ νὰ διώξει τὶς κακὲς σκέψεις ἄν καὶ τὸν ἱκετεύουμε διὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ΥΠΟΜΟΝΗ. Ὅσο κανεὶς ὑπομένει τὸν πόλεμο τόσο θὰ δοξαστεῖ. Ὁ Θεὸς μισεῖ καὶ τὴν καρδιὰ ποὺ ἡδονίζεται μὲ τὶς πονηρὲς σκέψεις. Γι΄αὐτὸ ὅσοι τοὺς ἔχουμε (τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς) πρέπει νὰ πενθοῦμε ὡς φιλαμαρτήμονες καὶ νὰ μὴν ὑπερηφανευόμεθα ὅτι δῆθεν ἀγωνιζόμεθα ἐναντίον ξένης κακίας. Ὅποιος συγκατατίθεται στὸν πονηρὸ λογισμὸ, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος νὰ κυριευθεῖ καὶ στὴν πράξι ἀπ΄αὐτοὺς καὶ νὰ διδαχθεῖ πόσο κακὸ εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ἐὰν νομίζεις ἀκόμη ὅτι κυριαρχεῖ ὁ θάνατος ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Ἀδάμ, ἐκτὸς μόνο ἀπὸ δικὴ μας κακοπιστία τότε ἀθετεῖς τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ θεωρεῖς τὸ Βάπτισμα ἐλλειπές, διότι οἱ χριστιανοὶ χωρὶς νὰ φταῖνε κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὸν προπατορικὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἀπέθανε-ἀνέστη μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπ΄τὸν θάνατο , μᾶς τοποθετεῖ στὸν παράδεισο τῆς ἐκκλησίας ὅπου γεύεται κάθε καρπὸ τῶν δένδρων δηλ. ν΄ἀγαπᾶ, νὰ ὑπομένει κλπ. τὸν συνάνθρωπο. Οὔτε νὰ μισεῖ ὅσους θεωρεῖ κακούς. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ξύλο «τοῦ γινώσκειν καλὸ καὶ πονηρόν»(Γένεσις 2,17) ποὺ γεύτηκε ὁ νοῦς καὶ περιέπεσε ἀμέσως σὲ πειρασμοὺς τέτοιους, ἀνακάλυψε δέ τὴν γύμνωσί του μ΄αὐτὴ τὴν πονηρὴ ἐφεύρεσι κατὰ τοῦ πλησίον, τὴν ὁποία πρῶτα δὲν ἐγνώριζε διότι τὸν σκέπαζε ἡ Θεία Χάρις. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἐντολή: «Μὴ κρίνετε, διὰ νὰ μὴν κριθῆτε, ἄφετε καὶ ἀφεθήσεται… ὅσα θέλετε νὰ σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι κ΄ ἐσεῖς  τὰ ἴδια νὰ κάνετε.Ἐμεῖς ἀδικοῦμε; Ἀκὸμη λοιπὸν κατηγοροῦμε τὸν Ἀδὰμ;

Προηγούμενο άρθροΠίστις καὶ ὑγεία
Επόμενο άρθροΘεραπευτηριον ψυχών και σωματων