ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΙ @ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

 «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα μου, ἐμίαναν τὴν μερίδα μου» (Ἱερμ. 12,10).

Εἰσαγωγὴ.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὶς πιὸ ἀντιφατικὲς διαθέσεις. Ἀπαισιοδοξία καὶ ἐλπίδα, ἀπελπισία καὶ προσδοκία συγκρούονται μέσα του σὲ μιὰ ἀγωνιώδη καὶ ἀγχώδη ἀναζήτησι τῆς πορείας του. Ζώντας στὴν ἐποχὴ τῆς συγχύσεως καὶ τῶν πειραματισμῶν, ἀπομακρυσμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ, καὶ ἀπὸ τὶς διαχρονικὲς ἁξίες καὶ ἀρχὲς τῆς ζωῆς, ἀγωνίζεται, τώρα νὰ διώξει ἀπὸ τὴν ζωή του καὶ τὸν Θεάνθρωπο Xριστὸ καὶ νὰ ἀντικαταστήσει τὸν ἄνθρωπο – Χριστιανὸ μὲ ἕναν κομοπολίτη, χωρὶς ρίζες, χωρὶς πίστι, χωρὶς παράδοσι, καὶ χωρὶς θεμέλια. Νὰ ἀντικαταστήσει τὴν πίστι στὸ Χριστὸ μὲ τὴν πίστι στὸν ὑπερ-ἄνθρωπο, τὸν ἄνθρωπο τῆς τεχνολογίας καὶ τῆς κοσμικῆς γνώσεως. Ἔτσι ὁ λεγόμενος ἀθεϊσμὸς, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὸν 16ον αἰ. καὶ μετὰ, ἔλαβε σήμερα μιὰ πιὸ συγκεκριμένη μορφὴ: Ἡ ἄθεη Δύσι τοῦ Καρλομάγνου, πέταξε τὸ προσωπεῖο της, τὴν μάσκα, ποὺ φοροῦσε καὶ μᾶς δείχνει τὸ ἀληθινό της πρόσωπο, ποὺ εἶναι ὁ ἀντι-χριστιανισμός.

Ἡ ἀνθρωπότητα, σήμερα ἀντιμετωπίζει μία ἀπὸ τὶς σοβαρότερες καὶ πιὸ περίπλοκες κρίσεις στὴν ἱστορία της. Μὲ ἀφορμὴ τὴν μετάδοση τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀντιχριστιανικὴ ἄβυσσο τῆς ἀνθρωπότητος, ἕνα διαμονικὸ πνεῦμα αὐτοκαταστροφῆς. Δημιουργοῦνται μία ἁλυσσίδα προβλημάτων πρωτόγνωρων γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ κορονοϊὸς δὲν εἶναι ἕνα πρόβλημα μόνο ὑγειονομικὸ, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἕνα πρόβλημα ποὺ λαμβάνει πολλὲς διαστάσεις, κοινωνικές, οἰκονομικές ἀνθρωπιστικές, γεωπολιτικές, ψυχολογικές καὶ κρύβονται πολλὲς σκοπημότητες. Ἐνῶ ξεκίνησε, ὡς πρόβλημα ὑγείας θὰ ἐξελιχθεῖ καὶ ἐξελίσεται σὲ πρόβλημα πίστεωςκαὶ ὁμολογίας. Κανένας ἐπίσημος φορέας, μέχρι σήμερα, δὲν μπορεῖ νὰ διατυπώσει κάτι ἀξιόπιστο καὶ σοβαρὸ, ἀντικειμανικὸ καὶ ἀληθινό, περὶ τοῦ τὶ ἀκριβῶς κρύβεται πίσω ἀπό τὴν κουρτίνα… ποὺ λέγεται κορονοϊὸς καὶ τὶ ἐπιδιώκεται κάτω ἀπὸ τὴν ὑπόθεσι αὐτὴ. Ἕνα εἶναι γεγονὸς, ὅτι ἀνεξάρτητα μέ τὴν στάσι, τοῦ τὶ πιστεύει ἤ τί νομίζει ὁ καθένας, αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὸν πλανήτη γῆ, εἶναι κάτι πρωτόγνωρο καὶ ἀπὸ δῶ καὶ στὸ ἑξῆς θὰ βιώνουμε συνεχῶς νέες τέτοιες κρίσεις ‘’κορονοϊοῦ´‘, μὲ ποικιλόμορφες ἀπειλὲς, καὶ σὲ πολλὰ ἐπίπεδα.

Μὲ ἀφορμὴ, λοιπὸν τὸν κορωνοϊὸ, ἦρθαν ἐπίσης στὴν ἐπιφάνεια πολλὲς χρονίζουσες πληγὲς ποὺ ὑπῆρχαν σὲ πολλὰ θεσμικὰ ἐπίπεδα τῆς κοινωνίας, ὅπως π.χ στὴν πολιτικὴ, στὴν δικαιοσύνη, στὴν παιδεία, στὴν ἐπιστήμη, στὴν ἰατρικὴ, στόν ἐπιστημονικὸ καὶ ἀκαδημαϊκὸ χόρο, στὸν καλλιτεχνικὸ κόσμο, στὴν οἰκογένεια κλπ, καθὼς καὶ στὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Παρατηρήθηκε, ὅτι καθ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα μέχρι καὶ σήμερα, πολλοὶ λίγοι φορεῖς στάθηκαν δίπλα στὸν ἁπλὸ ἄνθρωπο, στὸν λαὸ, καὶ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὴν ὅλη ψυχοσωματικὴ του διαβίωσι.

Ἰδιαιτέρως ἀπασχόλησε πολὺ τὴν ἐπικαιρότητα, τό θέμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ μυστήριά της. Θὰ μᾶς ἀπασχολήσει ἐδῶ κυρίως τὸ θέμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι οἱ πιστοὶ ἄνθρωποι διεπίστωσαν ἕνα τελείως διαφορετικὸ πρόσωπο, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πίστευαν μέσα τους, ὡς τώρα γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

Ὑπάρχουν πολλὰ  ἐρωτήματα, τὰ ὁποῖα ἐδῶ καί πολλὲς δεκαετίες μᾶς προβληματίζουν ὅλους μας, πολὺ σοβαρὰ. Προβλήματα, τὰ ὁποῖα χρονίζουν, καὶ χρήζουν ἀπαντήσεως, ἐκ μέρους τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας. Τὸ γενικὸ ἐρώτημα εἶναι, ποῖα εἶναι ἡ φύσις, καὶ ἡ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, τί ἔχει νά προσφέρει, σήμερα μέσα σ’ ἕναν κόσμο ποὺ ζεῖ σὲ μιὰ ἐντελῶς νέα ἐποχὴ, νέα πραγματικότητα καὶ μὲ τόσες προκλήσεις;

1) Τὶ σημαίνει Ἐκκλησία;

2) Ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ ὁ μολυσμός ἐκ  τῆς αἱρέσεως.

3) Τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν.

4)  Οἰκουμενισμός καὶ Παγκοσμιοποίησι.                           

5) Ὁ κορονοϊὸς μολύνει τὰ θεία Μυστήρια!

6) Ἡ Ὀρθόδοξη Πατερικὴ διδασκαλία περὶ τῆς Θείας Κοινωνίας.

7) «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα μου»                   

8) Ποῖοι εἶναι ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας.                                            

9) Ὅταν ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὄργανο τῆς πολιτικῆς.

 

Φυσικὰ δὲν εἶναι δυνατὸν κανεὶς μέσα σὲ λίγες σελίδες νὰ ἀναπτύξει τόσα πολλὰ καὶ κρίσιμα θέματα, τὰ ὁποῖα, καὶ ἀπὸ μόνα τους θὰ χρειάζονται ὁλόκληρα βιβλία γιὰ νὰ ἀναπτυχθοῦν. Ἐδῶ  θὰ γίνει μόνο μία μικρὴ προσπάθεια, μιά νύξι, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ προσεγγίσουμε λίγο, καὶ νὰ παρουσιάσουμε, τὰ θέματα αὐτὰ, μὲ ἀφορμὴ τὴν κρίσι τοῦ κορονοϊοῦ σὲ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν θὰ ποῦμε τίποτε ἰδικὸ μας ἀλλὰ ὅ,τι μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

 1) Τὶ σημαίνει Ἐκκλησία 

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, ὁ ὁποῖος ἔζησε τὸν 4ον αἰ. καὶ εἶναι μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἀξιόλογες πατερικὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Μοναχισμοῦ, μᾶς δίνει μία καλὴ εἰκόνα περὶ Ἐκκλησίας:

«Τί ἐστιν Ἐκκλησία; Ὅτι γὰρ τὸ ἄθροισμα τῶν ἁγίων τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον Ἐκκλησία ἐστὶ. Ὅτι ἄλλο ἐστίν Ἐκκλησία καὶ ἄλλο ἐκκλησιαστήριον (ναὸς), ἡ μὲν γάρ ἐξ ἀμώμων ψυχῶν συνέστηκε, τὸ δ’ ἀπὸ λίθων καὶ ξύλων οἰκοδομεῖται…Οὐ γάρ τοίχων ἕνεκεν, ἀλλὰ ψυχῶν δὲ ἐπεφοίτησεν ὁ τῶν οὐρανῶν Βασιλεὺς…Ὅτι ἐπὶ μὲν τῶν ἀποστόλων ὅτε ἡ Ἐκκλησία ἐκόμα (στολίζονταν) μὲν χαρίσμασι πνευματικοῖς, ἔβρυε δὲ πολιτείᾳ λαμπρᾷ ἐκκλησιαστήρια οὐκ ἦν. Ἐπὶ δὲ ἡμῶν τὰ ἐκκλησιαστήρια πλέον τοῦ δέοντος κεκόσμηται, ἡ δ’ Ἐκκλησία, ἀλλ’ οὐδὲν βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν, κωμῳδεῖται».(ἐπιστολὴ. 246).

Ἐκκλησία, μᾶς λέγει  εἶναι, τὸ ἄρθροισμα, τὸ σύνολο, ἡ σύναξις τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἔχουν ὀρθόδοξη πίστι καί ἄριστη πολιτεία. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο συνδέει κυρίως τοὺς Χριστιανοὺς μεταξύ τους δὲν εἶναι οὔτε ἡ συγγένεια, οὔτε ἡ φιλία, οὔτε ὁ τόπος κλπ, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστις. Διακρίνει, ὅτι ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία καὶ ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τὸ «ἐκκλησιαστήριον», δηλαδὴ τὸ κτήριο, ὁ ναός. Σήμερα οἱ περισσότεροι Χριστιανοὶ ταυτίζουν τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ κτήριο, τοὺς λίθους καὶ τὰ ξῦλα. Ἡ Ἐκκλησία, ὅμως, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος, συνέστηκε καὶ συγκροτεῖται, ὄχι ἀπό ξῦλα καὶ πέτρες καὶ ἄλλα ὑλικὰ στολίδια, ἀλλὰ κυρίως, ἀπὸ τὶς ἄμωμες ψυχὲς τῶν Χριστιανῶν, οἱ ὁποῖες διακρίνονται γιὰ τὴν ὀρθόδοξη πίστι τους καὶ τὴν ἄριστη πολιτεία τοῦ βίου τους. Γιὰ αὐτὲς τὶς ψυχὲς ἐνανθρώπησε ὁ Βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ ὄχι γιὰ τοὺς τοίχους τῶν ναῶν. Οἱ Ἀπόστολοι στὴν ἐποχή τους, ὅπου ἡ Ἐκκλησία διώκονταν, δὲν εἴχανε ναοὺς ὑλικοὺς, καὶ περίλαμπρους, ἀλλὰ εἴχαν καταστήσει τὸν ἑαυτὸ τους καὶ τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς, μὲ τὴ λαμπρὴ ζωή τους ποὺ ξεχύλιζε, στολισμένη μὲ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ναούς τοῦ Ζῶντος Θεοῦ. Σήμερα, ὅμως δὲν στολίζουμε τοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὰ σώματά μας καὶ τὶς ψυχές μας, μὲ τὶς χριστιανικὲς ἀρετὲς, ἀλλὰ στολίζουμε μόνο τὰ “ἐκκλησιαστήρια´´, τοὺς τοίχους τῶν ναῶν, καὶ μάλιστα περισσότερο ἀπ’ ὅτι πρέπει. Γι’ αὐτὸ, ἄν καὶ μοῦ εἶναι δύσκολο καὶ νὰ τὸ πῶ, (λέγει ὁ ἄγιος Ἰσίδωρος) ἡ Ἐκκλησία περιγελᾶται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὅπως εἴπαμε, πρέπει νὰ  διακρίνεται γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστι της, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ὁ Χριστὸς, « ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια, καὶ ἡ ζωή» (Ἰω.ΙΔ’, 6). Στὴν Ἐκκλησία, ὑπάρχει καὶ «τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ, οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ» (Ἰω. ΙΔ’, 17).

Τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τὸ ὁποῖο ὑπάρχει στὴν Ἐκκλησία, δὲν μπορεῖ ὁ κόσμος νὰ τὸ κατανοήσει, οὔτε νὰ τὸ ἀποκτήσει, διότι ζεῖ μέσα στὴν ἐκκοσμίκευσι, μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ στὶς ἡδονὲς. Σὺμφωνα καὶ τὸν ἅγιο Ἀναστάσιο τὸν Σιναΐτη, «Ὀρθοδοξία ἐστὶν ἡ ἀψευδὴς περὶ Θεοῦ καὶ κτίσεως ὑπόληψις, ἤ ἔννοια περὶ πάντων ἀληθὴς, ἤ δόξα τῶν ὄντων καθάπερ ἐστὶν». Ἡ ὀρθὴ δόξα περὶ τοῦ Θεοῦ, συνιστᾶ τὴν Ὀρθοδοξία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ ἀψευδὴς γνῶσις περὶ τοῦ Θεοῦ. Στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει, καὶ ἡ ἀληθινὴ ἔννοια γιὰ τὸν ἄνθρωπο γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ τὰ ὄντα, γιὰ τὴν κτίσι, γιὰ ὅλα τὰ πράγματα.

 

Ἐκκλησία καὶ ἱερὰ παράδοσις.

Μετὰ τὴν Ἐνανθρώπησι τοῦ Θεοῦ Λόγου, τὸ ἑκούσιον Πάθος, τὴν Σταύρωσι τὴν Ἀνάστασι καὶ τήν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψι τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου, τὸ ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, τὸ συνεχίζει ἡ Ἐκκλησία. Μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τῶν θείων μυστηρίων ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωτίζεται καὶ ἁγιάζεται. Μὲ τὴν Ὀρθοδόξη πίστι στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὸ ὀρθόδοξο βαπτίσμα, ἐνσωματώνεται ὁ πιστὸς στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, «στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α’ Τιμ. Γ’, 15).

Ἐκκλησία εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ Ἱερὰ παράδοσις. Ἡ Ἱερὰ Παράδοσις, εἶναι, ὅλα ὅσα μᾶς παρέδωσαν οἱ Ἀποστόλοι περὶ τῶν «πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθώς παρέδωσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται γενόμενοι τοῦ Λὸγου».( Λουκ. Α’, 3). Οἱ Ἀπόστολοι σὰν δοῦλοι καὶ ὑπηρέτες τοῦ Χριστοῦ, καὶ λειτουργοὶ τῶν θείων μυστηρίων, μᾶς παρέδωσαν αὐτὰ πού ἄκουσαν, ποὺ εἶδαν, ποὺ ψηλάφησαν μὲ τὰ χέρια τους περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς, « Ὅ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, ὅ ἀκηκόαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ Λόγου τῆς ζωῆς…

Γιατὶ, μᾶς παρέδωσαν ὅλα αὐτὰ; «ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν, καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». (Α’ Ἰω. , 1-5).

Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν κοινωνία μὲ τὸν Χριστὸ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς πρῶτα  πρέπει νὰ ἀποκτήσουμε κοινωνία μὲ τοὺς Ἀποστόλους « κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν», καὶ ἀφοῦ ἀποκτήσουμε αὐτὴ τὴν κοινωνία, τὸτε θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Υἱὸν καὶ τὸν Πατέρα, τὸν Θεὸν. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἱερὰ παράδοσις. Βλέπουμε ὅτι ἡ παράδοσις συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία, ποὺ εἶναι κοινωνία πίστεως καὶ κοινωνία μυστηρίων. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ νόημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, τὸ ὁποῖο ἐκφράζει καὶ τὴν ἑνότητα τῆς κοινῆς πίστεως. Αὐτὸ, σήμερα παραμένει ἀκατανόητο… Αὐτὸ σημαίνει καὶ Ἐκκλησία. Ἐκκλησία σημαίνει κοινωνία καὶ ἕνωσις μὲ τὸν Θεὸ διὰ μέσῳ τῆς πίστεως στὸν Χριστὸ καὶ τῶν θείων μυστηρίων. Ἐκκλησία εἶναι «τὸ μυστήριο τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις». ( βλ. Κολσ. Β’ ,26). Ἐκκλησία καὶ Χριστιανικὴ πίστις, λοιπὸν δὲν εἶναι κάποια ἀφηρημένη προσωπικὴ ἀντίληψις περὶ θείων πραγμάτων, δὲν εἶναι μιὰ ἰδιωτικὴ ὑπόθεσις καὶ κάτι τὸ ὑποκειμενικὸ, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ πιστεύει ὅ,τι θέλει καὶ ὅ,τι νομίζει, ἀλλὰ εἶναι ἡ ἀντικειμενικὴ καὶ συγκεκριμένη πίστις στὸν Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Χωρίς αὐτὴ τὴν πίστι στὸν Χριστό, τὸν σαρκωμένο Θεό, δὲν ὑπάρχει ἀνθρώπινη τελείωσι, δὲν ὑπάρχει ἁγιότητα, δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωὴ.

 

2)  Ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ ὁ μολυσμὸς τῆς αἱρέσεως.

Ἡ Ἐκκλησία ἐθεώρησε πάντοτε σὰν ὑψίστη εὐθύνη της ἀπέναντι στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος εὐρίσκεται «ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου», τὸ νά διατηρήσει ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ὅλη αὐτὴ τὴν ἀποστολική παράδοσι τῆς πίστεως ἀνόθευτη καὶ ἀπαχαράρακτη. Ἡ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν διαφύλαξι τῆς ἀληθινῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῶν Πατέρων δὲν εἶναι μία ἀφηρημένη ἔννοια, οὔτε εὔκολη ὑπόθεσι. Προϋποθέτει ἀγῶνες καὶ μάλιστα αἱματηρούς, μαρτυρικὸ φρόνημα καὶ ἁγία πνευματικὴ ἐν Χριστῷ ζωή. Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ’ ὄψιν μας, εὔκολα μπορεῖ νὰ κατανοήσει κανεὶς γιατὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόσο αὐστηρή, καὶ ἀποβάλλει κάθε φορὰ, ἀπό τοὺς κόλπους της, ὡς αἱρετικοὺς ὅλους αὐτοὺς ποὺ θέλησαν νὰ παραχαράξουν τὴν ἀλήθεια τοῦ δόγματος καὶ τὴν παράδοσί της. Ἡ Ἐκκλησία σέ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα γιὰ νὰ διαφυλάξει τὴν ἀλήθεια ἀνόθευτη ἀπό τὶς αἰρετικὲς διδασκαλίες, ἐπιστράτευε ὅλες τὶς δυνάμεις της, τοὺς ἐπισκόπους, τὸν κλήρο καὶ τὸν λαὸ, καὶ ὅλοι ἀγωνίζονταν στὴν καταπολέμησι τῆς αἰρέσεως. Ὀρθοτομοῦσε τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὄρθωνε τὰ ὀρθόδοξα δόγματα καὶ τὰ ὑπεράσπιζε μέχρι θανάτου, διότι ἡ αἵρεσις εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀπειλεῖ περισσότερο ἁπ’ ὅλα τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τό κύριο ἔργο καὶ ἰδιαιτέρως τῶν ἐπισκόπων εἶναι, ἀκριβῶς νὰ διαφυλάξουν τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως, παρασαλεύεται ἀπὸ τὶς αἱρέσεις. Αὐτὸς, ὁ ὁποῖος ἑτέρως φρονεῖ, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ παρέλαβε, διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ ἀποκόπτεται ἀπό τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἡ ἔκπτωσις ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστι, φυγαδεύοντας τήν χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἰσάγει μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως. Τότε ἡ Ἐκκλησία Συνοδικῶς ἐνεργεῖ ἀμέσως, καὶ καθαρίζει τὸ σῶμα της, γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν καὶ τὰ ὑγειῆ μέλη της. Ἀλλὰ ἡ σημερινὴ Διοικητικὴ Ἐκκλησία, γιὰ ἕναν περίπου αἰῶνα δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν μολυσμὸ ἐκ τῆς αἱρέσεως, καί μάλιστα ἐκ τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀλλὰ φοβᾶται μόνο ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ἐκ τοῦ κορονοϊοῦ, ὅπως θὰ ἀποδείξουν τὰ πράγματα πιὸ κάτω.

Ἡ Ἐκκλησία, στὴν ἱστορία της, δὲν φοβήθηκε ποτὲ τίποτε, οὔτε διωγμοὺς, οὔτε ἐξορίες, οὕτε τὸ μαρτύριο, ὅσο τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς αἱρετικούς, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι ἦταν ἐπίσκοποι.

Ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διδασκόμαστε πολλά. Ἔτσι καὶ ὁ μεγάλος πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὁ Μ. Βασίλειος, καὶ αὐτὸς στὴν ἐποχή του θρηνοῦσε γιὰ τὴν οἰκτρὴ ἐκκλησιαστικὴ κατάστασι, καθότι τότε εἶχε ἐπικρατήσει ὁ ἀρειανισμὸς, καὶ οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι, μὲ τὴν βοήθεια, πάντα τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, κατελάμβαναν τὶς ὀρθόδοξες ἐπισκοπὲς, τὴν μία μετὰ τὴν ἄλλη. Σὲ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα ἐπιδόθηκε καὶ ἀγωνίσθηκε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του, ὁ Μ.Βασίλειος γιὰ νὰ καθαρίσει ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως τὴν Ἐκκλησία. Ἔγραφε, λοιπὸν σὲ μία του ἐπιστολὴ:

«Καταπεφρόνηνται τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἀποστολικαὶ παραδόσεις ἐξουθένηνται, νεωτέρων (νεωτεριστῶν) ἀνθρώπων ἐφευρέματα ταῖς Ἐκκλησίαις ἐμπολιτεύεται· τεχνολογοῦσιν λοιπὸν, οὐ θεολογοῦσιν οἱ ἄνθρωποι· ἡ τοῦ κόσμου σοφία τὰ πρωτεῖα φέρεται παρωσαμένη τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Ποιμένες ἀπελαύνονται, ἀντεισάγονται δὲ λύκοι βαρεῖς, διασπῶντες τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. Οἴκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων, αἱ ἐρημίαι πλήρεις τῶν ὀδυρομένων. Οἱ πρεσβύτεροι ὀδύρονται, τὰ παλαιὰ συγκρίνοντες τοῖς παροῦσιν· οἱ νέοι ἐλεεινότεροι, μὴ εἰδότες οἵων ἐστέρηνται.» ( Μ. Βασιλείου, ἐπιστ. 90, .Ε Π Ε, σ.20, τομ. 2).

Ὁ Μ. Βασίλειος εἶναι σὰν νὰ περιγράφει τὴν σημερινὴ κατάστασι. Οἱ ἐπίσκοποι, σήμερα, ἔπαψαν νὰ ἐπισκοποῦν (ἐπὶ-τὸν σκοπὸν) καὶ ἔχουν μετατραπεῖ σὲ δεσπότες ποὺ διαφεντεύουν. Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ὅπως καὶ σήμερα ἐμπολιτεύονται καὶ ἐπικρατοῦν ἄνθρωποι, νεωτεριστὲς καὶ κενόδοξοι, οἱ ὁποῖοι καταφρονοῦν τὰ τῶν Πατέρων δόγματα, ἐξευτελίζουν τὶς παραδόσεις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἐφευρίσκουν δικὲς τους παραδόσεις. Ἀσχολοῦνται πολὺ μὲ τὰ ὑλικὰ, τὰ οἰκονομικὰ καὶ τὶς γήϊνες μέριμνες, «τεχνολογοῦσιν οὐ θεολογοῦσιν», ἀλλὰ οὔτε καὶ θέλουν νὰ μαθητεύσουν στὴν θεολογία τῶν Πατέρων. Προτιμοῦνται καὶ τοποθετοῦνται σὲ θέσεις ἐπισκοπικὲς αὐτοὶ ποὺ ἔχουν κοσμική ´’μόρφωσι´´ καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ ζοῦν σταυρικὸ βίο, διότι περιφρονεῖται τὸ καύχημα τοῦ σταυροῦ. Οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες ἀπελαύνονται, καταδιώκονται καὶ τοποθετοῦνται στὴν θέσι τους «λύκοι βαρεῖς», οἱ ὁποῖοι διασκορπίζουν καὶ διασποῦν τὸ μικρὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ. «διασπῶντες τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ».

Διασπᾶται τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἐπικρατοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία αἱρετικοὶ ἐπίσκοποι, τότε οἱ ἀληθινοὶ Χριστιανοὶ, ἀφήνουν τοὺς ναοὺς τὰ ‘’ ἐκκλησιαστήρια’’, καὶ προτιμοῦν τὶς ἐρημιές. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὅλη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία.

Καὶ σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του συνεχίζει, «ἐπιλελοίπασιν οἱ ποιμένοντες μετ’ ἐπιστήμης ποίμνιον Κυρίου».( Μ.Βασιλεὶου, ἐπιστ. 92, .Ε Π Ε, τομ. 2). Ἔχουν ἐκλείψει οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι ποὺ ποιμένουν μὲ ἐπιστήμη τὸ ποίμνιό τους. Ἡ ποιμαντικὴ δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεσι, ἀγαπητοὶ μου, δὲν εἶναι φθηνὰ ἀγαπόλογα, εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἐπιστήμη, ἡ ἀνώτερη ἰατρικὴ, ἡ ὁποία ἰατρεύει ψυχές καὶ σώματα. Δὲν εἶναι κάτι εὔκολο, οὔτε μποροῦν καὶ ὅλοι νὰ ἀσκοῦν τὴν ποιμαντική, ἄν πρῶτα οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες δὲν καθαριστοῦν καὶ δὲν ἀποκτήσουν τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

 

3) Τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν καὶ ἡ ἀποτείχισις ἐκ τῆς αἱρέσεως.

« Οἴκοι εὐκτήριοι ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων»

Οἱ ναοὶ εἶχαν ἐρημώσει καὶ τότε στὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Βασιλείου, ἐπειδὴ εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι. Ἀλλὰ μὲ μία τεράστια διαφορὰ. Τότε οἱ ὀρθόδοξοι ἀπομακρύνονταν, δηλαδὴ ἀποτειχίζονταν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τῶν αἱρετικῶν ἀρειανῶν ἐπισκόπων, λόγῳ τοῦ μολυσμοῦ τῆς αἱρέσεως, καὶ τοὺς θεωροῦσαν ψευδεπισκόπους, διότι δὲν κήρυτταν τὴν ὑγειῆ, καὶ  ὀρθόδοξη πίστι. Αὐτὸ στὴ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἐκκλησίας λέγεται ἀπο-τείχισις.

Ἡ ἀποτείχισις, λοιπὸν εἶναι διδασκαλία τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας.  Ὁ ΙΕ’ Κανόνας τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου, ἐπί Μ. Φωτίου, κωδικοποιεῖ ὅλη τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἰρετικῶν ἐπισκόπων. Ἀναφέρεται στὸ δικαίωμα καὶ στὴν ὑποχρέωσι τῆς ἀποτειχίσεως. Ὅποιος, λοιπὸν πολεμάει τὴν ἀποτείχισι, πολεμάει τὴν ἴδια Ἐκκλησία ἡ ὁποία ἐκφράζεται διὰ τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ ὅχι αὐτοὺς, ποὺ ἀποτειχίζονται. Ἀποτείχισις δέν σημαίνει βγαίνω ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ φεύγω μακρυὰ ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, ποὺ ἔχουν κοινωνία μὲ τὴν αἵρεσι. «Ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα τούτων καὶ τὴν κοινωνίαν προσήκει φεύγειν». (  Μ. Ἀθανασίου, P.G. 26, 1188BC).

Τὸ «προσήκει φεύγειν», σημαίνει πρέπει νὰ φεύγεις, δὲν σημαίνει ἄν θέλεις κόβεις τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ ἄν θέλεις δὲν κόβεις, ὅπως δολίως παρερμηνεύουν  πολλοὶ  Οἰκουμενιστὲς φημισμένοι ‘’κανονολόγοι’’… Γι’ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ, ἔφευγαν ἀπὸ τοὺς ναούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μετατραπεῖ σὲ ‘’ἐκκλησιαστήρια’’ καὶ προτιμοῦσαν νὰ στερηθοῦν ἀκόμη  καὶ τὰ μυστήρια, καταφεύγοντας μὲ τοὺς λίγους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους καὶ ἱερεῖς, στὶς κατακόμβες, στὰ δάση καὶ στὶς ἐρημιές, μέσα στό κρύο, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, καὶ ἔτσι οἱ ναοὶ ἔμειναν ἔρημοι τῶν ἐκκλησιαζόντων.

Τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν, ὅμως σήμερα δὲν ἔγινε ἀπὸ τὸν λαὸ γιὰ λόγους ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ὁμολογίας. Δὲν ἔκλεισαν οἱ ναοὶ ἐπειδὴ ὁ λαὸς καὶ οἱ ἐπίσκοποι ἔχουν ὀρθόδοξο φρόνημα καὶ δὲν θέλουν νὰ μολυνθοῦν ἀπὸ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, ἀλλὰ ἔκλεισαν γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν ἀπὸ μιὰ σωματικὴ ἀσθένεια, τὸν κορονοϊό!

Ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα, ἀγαπητοί μου, ἐπικρατεῖ ἡ παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία εἶναι μία πνευματικὴ ἴωσις, λοιμικὴ νόσος, ψυχοσωματικὴ, ποὺ θανατώνει τὶς ἀθάνατες ψυχὲς μας, ἀλλὰ δὲν φοβήθηκε κανένας ἀπὸ αὐτὸν τὸν μολυσμὸ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, οὔτε ἀποτειχίστηκε κανένας ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἐπισκόπους, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς, πλήν ἐλαχιστοτάτων. Γιατὶ ἄραγε; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία, τὸν ὁποῖον λένε καὶ νομίζουν, ὅτι ἀγαποῦν καὶ πιστεύουν;

Αὐτὸ τὸ φαινόμενο ἀποδεικνύει, ὅτι ἐπικρατεῖ μία κατάστασι πνευματικοῦ σκοτισμοῦ, ἡ χάρις ἔχει ἀπομακρυνθεῖ, ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐγκαταλείπει, καί βλέπουμε χειροπιαστὰ τὰ ἀποτελέσματα. Ἀπὸ τοὺς ὀγδόντα ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἑπτὰ χιλιάδες ἱερεῖς, περίπου, ἁπλᾶ κάποιοι διαμαρτυρήθηκαν καὶ λειτουργοῦσαν κρυφά καὶ τώρα λειτουργοῦν μὲ μάσκες!

Ὁ Θεὸς, ἐξ αἰτίας, κυρίως τοῦ μολυσμοῦ ἐκ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἀποσύρει τὴν χάρι του καὶ τὴν εὐλογία του, καὶ  δέν ἔχουν τὴν δύναμι νὰ ποῦν τὸ ΟΧΙ μπροστὰ στὴ κοσμικὴ ἐξουσία, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Μ. Βασίλειος, μπροστὰ στὸν ἀρειανὸ ἔπαρχο Μόδεστο, ὁ ὁποῖος μὲ ἔκπληξι, ὅταν τὸν ἀνέκρινε καὶ εἶδε τὸν ἅγιο νὰ μὴ ὑποτάσσεται στὶς φοβέρες τοῦ αὐτοκράτορα, γιὰ ἐξορία, δήμευσι περιουσίας καὶ θάνατο, καὶ εἶδε ὅτι ὁ ἅγιος εἶναι βράχος ἀκλόνητος στὴν πίστι, τοῦ εἶπε « πρώτη φορὰ μοῦ μιλάει ἔτσι ἐπίσκοπος», καὶ τοῦ ἀπάντησε ὁ Μ. Βασίλειος « ἀσφαλῶς πρώτη φορὰ θὰ μιλᾶς μὲ Ἐπίσκοπο».  Ἐνῶ οἱ σημερινοὶ ἐπίσκοποι, χωρίς καμία ἀντίστασι, ἀμέσως ὑπάκουσαν στὶς ἀντιχριστιανικὲς καὶ ἀντιεκκλησιαστικὲς διατάξεις μιᾶς γελοίας ἀντίχριστης κοσμικῆς ἐξουσίας.

Ἐπειδὴ, λοιπὸν ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός, δὲν ἔπραξε τὸ κατ’ εὐδοκία θέλημα τοῦ Θεοῦ, παραχώρησε, ὁ πανάγαθος Θεὸς ὥστε οἱ ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας μὲ πρόφασι τὴν μόλυνσι ἐκ τοῦ κορωνοϊοῦ, νὰ βεβηλώνουν τὰ ἅγια θυσιαστήρια, νὰ κλείνουν τοὺς ναοὺς, νὰ σταματοῦν τὶς θεῖες λειτουργίες καὶ τὴν τέλεσι τῶν μυστηρίων ἤ νὰ ἐπιτρέπουν νὰ λειτουργοῦν μέν, ἀλλὰ μὲ μᾶσκες τώρα καὶ σὲ λίγο μὲ ἀτομικὰ κουταλάκια! Καὶ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἀρχὴ θὰ τοὺς κλείνουν πολὺ εὔκολα, ὅποτε θέλουν αὐτοί.

Ἄς μὴ ξεχνᾶμε, ἀγαπητοί μου καί τὴν ἱστορία τοῦ παλαιοῦ Ἰσραὴλ ἀπό τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὁ ὁποῖος σὰν ἄπιστος καὶ σκληροτράχηλος, ὅπως ἦταν, ὅταν ἀποστατοῦσε ἀπό τὴν πίστι του καὶ ἀναμειγνύονταν μὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, παραχωροῦσε ὁ Κύριος καὶ βεβυλώνονταν τὰ θυσιαστήρια του, καὶ μετὰ ἔρχονταν ἡ σφαγὴ καὶ ὁ ὄλεθρος καὶ ὄχι ἀναλαμπὲς, ὅπως κάποιοι ὁραματίζονται…«ἐὰν ἐγκαταλίπωσιν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τὸν νόμον μου καὶ τοῖς κρίμασί μου μὴ πορευθῶσιν, ἐὰν τὰ δικαιώματά μου βεβηλώσωσι καὶ τὰς ἐντολὰς μου μὴ φυλάξωσιν, ἐπισκέψομαι ἐν ράβδῳ τὰς ἀνομίας αὐτῶν καὶ ἐν μάστιξι τὰς ἀδικίας αὐτῶν».(ψλ.88).

Ἐμεῖς, ὅμως εὐχόμεθα  αὐτὴ ἡ παιδαγωγικὴ δοκιμασία νὰ γίνει αἰτία νὰ συνέλθει, νὰ μετανοήσει νὰ ἀποκηρύξει τὴν αἵρεσι, καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴ ὁρθόδοξη πίστι του καὶ παράδοσι, τόσο ὁ κλῆρος, ὅσο καὶ ὁ λαὸς, γιὰ νὰ μὴ μετατραπεῖ ἡ παιδαγωγικὴ αὐτὴ δοκιμασία τοῦ Θεοῦ σὲ τιμωρητικὴ πανολεθρία.

 

4) Οἰκουμενισμὸς καὶ Παγκοσιοποίησις . (ἐν συντομίᾳ)

Ἡ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὁ πρωτότοκος υἱὸς τῆς Παγκοσμιοποίησης. Ὁ πολὺς κόσμος, δυστυχῶς δὲν ἔχει καταλάβει ἀκόμη τὶ σημαίνει Οἰκουμενισμὸς, θεωρεῖ τὸν Οἰκομενισμὸ σὰν μιὰ ἐκκλησιαστικὴ πολιτικὴ. Ὁ Οἰκουμενισμός, ὅμως δὲν εἶναι πολιτικὴ, εἶναι μία πραγματικὴ θανατηφόρα πληγή μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποία κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοήσει. Ἔχει ἄμεση καὶ ὀργανικὴ σχέσι μὲ τὴν λεγομένη Παγκοσμιοποίησι καὶ μὲ τὴν Νέα Τάξη Πραγμάτων. Αὐτὰ συνήθως τὰ ἀποδεσμεύουμε, ἐνῶ τὸ ἕνα γεννᾶ τὸ ἄλλο.

Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία παγκόσμια διαχριστιανικὴ καὶ διαθρησκειακὴ κίνησι, ἡ ὁποία διδάσκει τὴν ἕνωσι μεταξὺ, ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν. Ἀναμειγνύει, δηλαδὴ τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ ψέμα, τὸ καθαρὸ μὲ τὸ ἀκάθαρτο, τὸ ὅσιο μὲ τὸ βέβηλο. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀνάμειξι προέρχεται καὶ ὁ μολυσμὸς τῆς πίστεως. Αὐτὴν τὴν ὕβρι ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν τὴν συγχωρεῖ καὶ πάντα ἀκολουθεῖ ἡ καταστροφή.

Εἶναι μία ἀντίχριστη διδασκαλία ποὺ κηρύττει πολλοὺς δρόμους σωτηρίας χωρὶς, ἀπαραίτητα ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἶναι γιὰ αὐτοὺς ὁ μοναδικὸς δρόμος σωτηρίας ἤ ἡ μόνη Ἐκκλησία, ποὺ σώζει. Ἔχει μέσα του τὰ σπέρματα ὅλων τῶν αἱρέσεων ποὺ κατὰ περιόδους πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία, καὶ εἶναι ἡ μεγαλύτερη αἵρεσις ἀπὸ ὅλες τὶς αἱρέσεις, ποὺ πέρασαν, γι’αὐτὸ, ὅπως πολὺ εὔστοχα τὴν χαρακτήρισε καὶ ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι μία ἁπλῆ αἵρεσις ἀλλὰ παναίρεσις. Καὶ ὄχι μόνον, ἀλλὰ μία καθαρὴ ἄρνησις τῆς Θεότητος τοῦ Χριστοῦ.

Σὲ θεωρητικὸ ἐπίπεδο δραστηριοποιεῖται μὲ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (αἱρέσεων) (Π.Σ.Ε), τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ ἀπὸ τὸ 1948, καὶ εἶναι ἕνα ἐφεύρημα Προντεσταντικῆς ἐμπνεύσεως, στὸ ὁποῖο ἀπὸ τότε συμμετέχει καὶ ἡ ‘’Ὀρθόδοξη’’ Ἐκκλησία, ὡς ἕνα ἁπλὸ ἰσότιμο μέλος μὲ μιὰ προτεσταντικὴ ὁμαδούλα. Δραστηροποιεῖται μὲ τοὺς λεγομένους θεολογικοὺς διαλόγους, μὲ τὶς εἰδικὲς ‘’θεολογικὲς ’’ἐπιτροπὲς, μὲ τὰ θεολογικὰ συνέδρεια κ.α, καὶ σὲ πρακτικὸ-λειτουργικὸ ἐπίπεδο προωθεῖται διὰ μέσῳ τῶν συμπροσευχῶν, τῶν μεικτῶν Μοναστηριῶν τύπου Ἔσσεξ καὶ Μποζέ, κ.α μὲ τὴν συμμετοχὴ σὲ λειτουργικὲς πράξεις, τὴν ἀνταλλαγὴ λειψάνων, καὶ δώρων, τὶς ἀμοιβαῖες θεολογικὲς σπουδὲς. Πῶς μπορεῖ, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, κάποιος νὰ λέγει, δὲν συμβαίνει τίποτε; Πῶς μπορεῖ μιὰ ὀρθόδοξη ψυχὴ νὰ μένει ἀδιάφορη, καὶ νὰ λέγουν μὴν ἀσχολεῖσθε;  Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄσχετα μὲ τὴν σωτηρία μας; Ἐσεῖς τὶ λέτε;

 

5) Ὁ κορονοϊὸς μολύνει τὰ Μυστὴρια τῆς Ἐκκλησίας;

Μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ναῶν, ἐπλήγη πρωτάρχικὰ καὶ ἡ ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνάξεως ( ἐκ-καλῶ, ἐκκλησιάζω), καθὼς καὶ ἡ ἔννοια τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν μὲ τὸν Χριστὸ (Χριστοκοινωνία), καὶ ἡ κοινωνία μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν, (ὡς σύσσωμοι). Ὅταν σταματήσει ἡ θεία λειτουργία, καὶ ὅταν σταματήσουν καὶ οἱ Χριστιανοὶ νὰ κοινωνοῦν, οὐσιαστικὰ διασπᾶται ἡ κοινωνία μὲ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ ἀθετεῖται τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Μία τέτοια, ἀπόφασι, παρακαλῶ, δὲν ἔλαβε ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία, πρίν λίγους μῆνες, καὶ ἔκλεισε τοὺς ναοὺς, καὶ πεθαίναν ἄνθρωποι, ἀνεξομολόγητοι, ἀκοινώνητοι καὶ σχεδὸν ἀκήδευτοι; Αὐτὴ εἶναι ἡ ‘’μητέρα Ἐκκλησία’’ τῶν Οἰκουμενιστῶν.

Αὐτὴ τὴν ἀπόφασί τους τὴν ἐπικρίνει, ἀκόμα καὶ ὀ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, καίτοι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεωρητικοὺς τῆς ‘’εὐχαριστιακῆς θεολογίας’’, τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ, καὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶχε πεῖ:

« Ἡ Ἐκκλησία ἄνευ τῆς θείας Εὐχαριστίας, δὲν εἶναι Ἐκκλησία…Εἶμαι περιορισμένος κατ’ οἶκον καὶ δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ συμμετάσχω στὴ Λειτουργία. Ὡστόσο, δὲν θὰ ἀνοίξω τὴν τηλεόραση γιὰ νὰ παρακολουθήσω τὴν Λειτουργία. Τὸ θεωρῶ αὐτὸ ἔκφραση ἀσεβείας. Εἶναι ἀσεβὲς τὸ νὰ κάθεται κανεὶς ἔτσι καὶ νὰ παρακολουθεῖ τὴν Λειτουργία». (βλ. Romfea, 28-3-2020).

Θεωρεῖ, λοιπὸν ἀσέβεια ἀκόμη καὶ τὴν ἀπόφασι, νὰ μεταδίδεται διὰ τηλεοράσεως καὶ ραδιοφώνου ἡ θεία λειτουργία, μὲ κάτι, δηλαδὴ ποὺ νομίζανε οἱ οἰκουμενιστὲς ἐπίσκοποι, ὅτι θὰ παρηγορούσανε καὶ θὰ ξεγελούσανε τὸ λαὸ. Εἶναι σὰν ὁ πεινασμένος νὰ ζητάει ψωμὶ καὶ ἀντὶ νὰ τοῦ δώσουν ψωμὶ, νὰ τὸν χορτάσουν, τοῦ δείχνουν στὴν τηλεόρασι μιὰ εἰκονικὴ πλούσια τράπεζα γιὰ νὰ χορτάσει τὴν πεῖνα του!

Ἐπίσης καὶ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Ἐδέσσης σὲ ἀνακοίνωσι, ποὺ εἶχε ἐκδόσει κατέκρινε  καὶ αὐτὴ τὴν ἀπόφασι τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας:

«Ὅταν φοβόμαστε νὰ προσκυνήσουμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες, νὰ ἀσπασθοῦμε τὸ χέρι τοῦ ἱερέως, νὰ βρεθοῦμε μέσα στὸ ἱερὸ ναὸ, ἀρνούμαστε στὴν πράξη τὴν σωστικὴ καὶ ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Ἀγίου Πνεύματος. Θεωροῦμε ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μεταδώσει κάτι «κοινὸν ἤ ἀκάθαρτον» καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ μεγάλη βλασφημία». Προσπαθώντας, βέβαια στὴ συνέχεια νὰ δικαιολογήσει τὰ ἀδικαιολόγητα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὴ, τελικὰ συμμορφώθηκε μὲ τὶς ὑπουργικὲς ἐντολὲς, συμπληρώνει καὶ λέγει « Δὲν ἀποδεχόμαστε ὅμως τὴν αἰτιολογία τῆς πολιτείας ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος μεταδόσεως τῆς ἀσθενείας μέσῳ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἐν αὐτῇ ἱερουργουμένων μυστηρίων».( βλ. Romfea, 27-3-2020).

 

Ἡ θεία κοινωνία, ἡ μάσκα καὶ τὸ κουταλάκι.

Σύμφωνα, λοιπὸν μὲ τὸ πόρισμα τῆς Ἐθνικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Δημόσιας ὑγείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, « ὁ ἰὸς μεταδίδεται μὲ τὸ σάλιο καὶ τὸ κουταλάκι». ( 9 Μαρτίου 2019). Τὸ πόρισμα αὐτὸ ἀναφέρεται στὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, μεταλαμβάνουν διὰ τῆς ἱερᾶς λαβίδος καὶ ὄχι μὲ τὸ κουταλάκι. Σύμφωνα μὲ τὸ πόρισμα τῆς ἀνωτέρω Ἐπιτροπῆς, ἐννοεῖται, ὅτι μέσα ἀπό τό Σῶμα καὶ τὸ Αἶμα τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μεταδίδονται μικρόβια!

Ὦ! τῆς ἀσεβείας, τῆς ἀπιστία καὶ τῆς βλασφημίας κατὰ τοῦ Μυστηρίου.

Ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία ὑποτάχθηκε ἀκόμη καὶ σὲ αὐτό. Ἀπόδειξη; Ἀποδέχθηκε τὴν ὑποχρεωτικὴ χρήση τῆς μάσκαςπροσωπείου καὶ μέσα στοὺς ἱεροὺς ναοὺς, ἐξισώνοντας τὴν ἱερότητα τῶν ἱερῶν ναῶν, μὲ τοὺς κοινοὺς χώρους, καὶ ὄχι μόνον, ἐξέπεσε καὶ πιὸ χαμηλὰ ἀκόμη, διότι στὶς καφεταίριες καὶ στὶς ταβέρνες ἐπιτρέπεται ἡ εἴσοδος  καὶ τὸ φαγητὸ χωρὶς μάσκα, ἐνῶ στὴ θεία κοινωνία πηγαίνουν μὲ μάσκα!

Γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς, ἡ μάσκα παραπέμπει, ἀργότερα καὶ στὴν χρήση τοῦ ἀτομικοῦ ‘’κουταλακίου’’, κατὰ τὴν μετάδοση τῆς θείας κοινωνίας, γιὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου!  Φρῖξον ἥλιε καὶ στέναξον γῆ.  Ἤδη  τὸ ‘’κουταλάκι’’ ἔχει μπεῖ σὲ λειτουργικὴ πράξι στὸ ἐξωτερικὸ, ὅπως στὴν Ἀμερική, στὴν Αὐστραλία, στὸν Καναδά, ἐνῶ στὴν Γερμανία δὲν κοινωνοῦν καθόλου, ἀπαγορεύθηκε ἠ θεία κοινωνία στοὺς λαϊκοὺς κ.α. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐφαρμόζουν, αὐτὰ τὰ μέτρα προστασίας μὲ τὴν ‘’εὐλογία’’ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὸ ὁποῖο καὶ ἀνήκουν ἐκκλησιαστικά.

 

 6) Ἡ Ὀρθόδοξη Πατερικὴ καὶ διδασκαλία περὶ τῆς θείας κοινωνίας.

Ὅπως εἶναι γνωστὸ, ἡ καρδιά, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στὸ παμμυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας.

Ὁ  ἴδιος ὁ Χριστὸς μᾶς παρέδωσε τὸ μυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας, ἄνευ τοῦ ὁποίου δὲν σώζεται κανεὶς « Λάβετε φάγετε τοῦτό μου ἐστί τό Σῶμα μου, πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό μου ἐστί τὸ Αἷμα μου», καὶ  «Ἐγὼ εἰμὶ ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς…ἐὰν τις φάγει ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὅν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν» (Ἰω. 6,48-52). καὶ  «ἀμὴν ἀμήν λέγω ἡμῖν ἐὰν μή φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ Αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». (Ἰω.6,52-54).

 

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὴν θεία λειτουργία.

  Ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν διὰ τῆς μεταδόσεως τῶν θείων μυστηρίων . Ἡ θεία λειτουργία γίνεται γιὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ναοὺς καὶ τοὺς τοίχους. Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἐπιτελεῖται ἡ θεία λειτουργία καὶ τὰ μυστήρια ἐν ἀπουσίᾳ καί ἄνευ τῆς συμμετοχῆς τοῦ λαοῦ, ἤ ´’κεκλεισμένων τῶν θυρῶν’’!                 Ἡ συμμετοχὴ τοὺ λαοῦ εἶναι ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ. Ὁ λαϊκὸς συμβάλλει καὶ αὐτὸς στὴ τέλεσι τοῦ μυστηρίου, ὡς μέλος Χριστοῦ, δυνάμει τοῦ βαπτίσματός του. Διὰ τῆς προσφορᾶς του, προσφέροντας τὰ δῶρα του, τὸν ἄρτον καὶ τὸν οἶνον στὸν ἱερέα, τὰ ὁποῖα παραλαμβάνει ὁ ἱερέας καὶ τὰ προσφέρει-προσκομίζει στὸ ἅγιον θυσιαστήριο. Στὴν συνέχεια ἀφοῦ τὰ λειτουργήσει, τὰ εὐλογήσει καὶ ἐπικαλεσθεῖ τὴν ἄκτιστον καὶ τελεσιουργικὴ χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγοντας «μεταβαλῶν τῷ Πνευματί σου τῷ Ἁγίῳ», ἐπιτελεῖται τότε ἡ μεταβολὴ τῶν προσφερομένων δώρων, σέ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ. Κατόπιν ὁ ἱερέας τὰ ἐπιστρέφει, δηλαδὴ τὰ  ἀντιπροσφέρει στὸν λαὸ, καὶ ἀπὸ ἄρτο καὶ οἶνον ποὺ τὰ περέλαβε, τὰ μεταδίδει ὡς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, «…μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου Σώματός σου καὶ τοῦ τιμίου Αἵματός σου καὶ δι’ ἡμῶν παντὶ τῷ λαῷ».  Διὰ τῆς μεταλήψεως, λοιπὸν καὶ τῆς θείας κοινωνίας, ἐπιτελεῖται τὸ ἀνώτατο καὶ τελειότατο ἔργο, ποὺ τελεσιουργεῖται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τὸ ὁποῖο δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἕνωσι τοῦ ἀνθρώπου μὲ τόν Θεό. Αὐτὸ τὸ μυστήριο εἶναι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο συντελεῖ εἰς τὴν «ὑπὲρ τοῦ κόσμου ζωὴν καὶ σωτηρίαν». Χάριν αὐτοῦ ζεῖ ὁ κόσμος, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ κατ’ ἐξοχὴν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία θέτει, ὅμως καὶ κάποιες πρϋποθέσεις, προκειμένου κάποιος νὰ μεταλάβει. Πρώτη προϋπόθεσις γιὰ νὰ μεταλάβει ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἡ ἀκράδαντη πίστις του, ὅτι κοινωνεῖ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ καὶ ὄχι ψωμί καὶ κρασί. Ὅποιος προσέρχεται μὲ ἀπιστία ἤ ἀμφιβολία, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν ἀπόφασι τῆς  κυβερνήσεως ὅτι « ὁ ἰὸς μεταδίδεται μὲ τὸ σάλιο καὶ τὸ κουταλάκι», αὐτὸς ἁμαρτάνει θανάσιμα καὶ τιμωρεῖται ὡς θεοκτόνος- Κυριοκτόνος καὶ ἄπιστος, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς.

«Γίνεται τοίνυν τοῖς πίστει ἀξίως μεταλαμβάνουσιν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωήν αἰώνιον καὶ εἰς φυλακτήριον ψυχῆς τε καὶ σώματος, τοῖς δὲ ἐν ἀπιστίᾳ ἀναξίως μετέχουσιν εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν, καθάπερ καὶ ὁ τοῦ Κυρίου θάνατος τοῖς μέν πιστεύουσι γέγονε ζωὴ καὶ ἀφθαρσία εἰς ἀπόλαυσιν τῆς αἰωνίου μακαριότητος, τοῖς δὲ ἀπειθοῦσι καὶ Κυριοκτόνοις εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν αἰώνιον» (βλ.Ἰω. Δαμασκηνοῦ Ἔκδοσις ἀκριβοῦς Ὀρθοδόξου πίστεως. ΕΠΕ, σ.468)

Οἱ Χριστιανοὶ πιστεύουμε, ὅτι ὅσοι μεταλαμβάνουν ἐξίως, προετοιμασμένοι, μεταλαμβάνουν εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ φυλακτὴριον ψυχῆς καὶ σώματος. Τὶ πιστεύουν αὐτοί ποὺ φοροῦν μᾶσκες;

«…διὰ τῆς μεταλήψεως μεταλαμβάνουμε καὶ διὰ τῆς κοινωνίας κοινωνοῦμε ἀληθινὰ τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ, δι’ αὐτῆς μετέχουμε τῆς σαρκὸς καὶ τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ. Τοιουτοτρόπως, ἀφοῦ πρῶτα ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Χριστὸ, κοινωνοῦμε καὶ ἐπιτυγχάνουμε καὶ τὴν ἕνωσι μεταξὺ μας. Ἐπειδὴ κοινωνοῦμε ὅλοι ἀπὸ τὸν ἴδιο ἄρτο καὶ οἴνο ( καὶ σήμερα μὲ τὴν ἴδια ἁγία λαβίδα) ἑνωνόμαστε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξὺ μας, ἔτσι γινόμαστε ἕνα σῶμα καὶ ἕνα αἷμα μεταξὺ μας, καὶ ὁ  ἕνας γίνεται μέλος τοῦ ἄλλου «σύσσωμοι καὶ ἀλλήλων μέλη».(βλ. ὅ.π σ. 474).

Ὅταν, λοιπὸν ὁ Χριστιανὸς προσέλθει «μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης», μὲ μετάνοια, ἐξομολόγηση, ἄσκηση, προσευχὴ καὶ ἀξίως μεταλαμβάνει, τότε ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸ, καθαρίζεται, φωτίζεται, ἁγιάζεται καὶ σώζεται. Ἀπεναντίας, ὅποιος προσέρχεται ἀναξίως καὶ μὲ ἀπιστία ἤ ἀμφιβολία, καὶ δείχνει ἀπείθια, αὐτὸς μετέχει εἰς κόλαση καὶ τιμωρία αἰώνια καὶ ἁμαρτάνει θανάσιμα,  ὡς Θεοκτόνος- Κυριοκτόνος καὶ ἄπιστος» (βλ. ὅ.π, σ. 468-470). Τότε τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, γίνεται γιὰ αὐτὸν ποὺ μὲ ἀμφιβολία καὶ ἀπιστία μεταλαμβάνει, ποτήριον θανάτου. Πιστεύεουμε, λοιπὸν ἀληθινὰ ὅτι εἶναι: «Σῶμα ἐστὶ καὶ Αἷμα Χριστοῦ εἰς σύστασιν τῆς ἡμετέρας ψυχῆς…Καθαίρει γάρ νόσους καὶ παντοίας ἐπιφορὰς». (βλ. ὅ.π, σ.472). Μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τίς ἀσθένειες (κορονοϊό) καὶ κάθε συμφορά. Μέσα στὴν Ἐκκλησία τελικὰ, ὅλα εἶναι θέμα πίστεως.

«Ἐκτὸς γὰρ πίστεως ἀδύνατον σωθῆναι· πίστει γὰρ πάντα, τά τε ἀνθρώπινα τά τε πνευματικὰ, συνίστανται» (ὅ.π. σ. 450)

 

ΣΥΝΕΠΩΣ. Οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ δέχονται νὰ ἐκκλησιάζονται φορώντας μᾶσκες καὶ ἀργότερα θὰ ‘’κοινωνοῦν’’ μὲ  ἀτομικὰ κουταλάκια, ἐπειδὴ φοβοῦνται μή μολυνθοῦν, ἀπὸ τὴν θεία κοινωνία, ἀποδεικνύουν ἐν τῇ πράξει ὅτι δὲν πιστεύουν στὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἐπιτέλεσι τοῦ μυστηρίου, δηλαδὴ ὅτι διὰ τῆς ἐπικλήσεως καὶ ἐπιφοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μεταποιεῖται ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος στὸ Σῶμα καὶ στὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου  καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ, πιστεύουν ὅτι κοινωνοῦν ψωμί καί κρασὶ γιὰ αὐτὸ καὶ φοβοῦνται! Ἐπειδὴ, λοιπὸν τοὺς λείπει ἡ πίστις, ἁμαρτάνουν θανάσιμα καὶ ἀρνοῦνται τὸν Χριστό. Τότε γιὰ αὐτοὺς θὰ ἰσχύει καὶ τὸ τοῦ Ἀποστόλου : «…δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων ( μὴ πιστεύων ὅτι αὐτὸ εἶναι) τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Διὰ τοῦτο ἐν ὑμῖν πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι καὶ κοιμῶνται (πεθαίνουν) ἱκανοὶ». Ὅσοι, λοιπὸν πηγαίνουν καὶ φοβοῦνται μὴ κολλήσουν κορονοϊὸ, αὐτοὶ θὰ παραχωρήσει ὁ Κύριος καὶ νὰ κολλήσουν καὶ νὰ πεθάνουν, διότι βλασφημοῦν τὸ θεῖο μυστήριον. Καλύτερα εἶναι νὰ μὴ κοινωνοῦν, μέχρι νὰ ἐπανεύρουν τὴν χαμένη πίστι τους.

Ἡ χρήση τῆς μάσκας, ἔχει καὶ ἄλλες συνέπειες, διότι  εἰσάγει  στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πάλι τὴν αἵρεση τῆς ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ. Διότι καταργεῖ σταδιακὰ τὴν προσκύνησι τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῶν ἱερῶν λειψάνων, καὶ τῶν ἄλλων ἁγιαστικῶν μέσων τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ αἰτίας τῆς φοβίας τους μὴ μολυνθοῦν!

Συνεπῶς ἡ κυβερνητικὴ ἀπόφασι γιὰ ὑποχρεωτικὴ χρήσι τῆς μάσκας, ἐντός τῶν ἱερῶν ναῶν προσβάλλει, τόσο τὸ Δόγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἀποστολικῆς καὶ Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καὶ τὴν λειτουργικὴ τάξι καὶ παράδοσί της ἡ ὁποία ἰσχύει ἐπί αἰῶνες. Βλασφημεῖ τὸ παμμυστήριον τῆς Θείας Κοινωνίας, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ καρδιὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀναιρεῖ τὸν Μυστηριακό χαρακτῆρα της. Καταργεῖ τὴν πνευματικὴ ἀποστολή της μέσα στὸν κόσμο. Ἐμπαίζει τὰ θεῖα Μυστήρια καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη ὅλων ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων.

 

7) Οἱ ψευδοποιμένες μολύνουν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ

«Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου». (Ἱερ.12, 10).

Καὶ ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς λέγει: «Ποιμένες πολλοί.Τίνος ἕνεκεν ποιμένας τοιούτους ἐπέστησας; «Ποιμένες πολλοὶ», ἀλλ’ εἶπον μή προσέχειν αὐτοῖς ἀλλὰ τῷ νόμῳ μου. Τίνος γὰρ ἕνεκεν οὐ θαυμαστοὺς διδασκάλους ἐπέστησας καὶ τὸ ποίμνιον οὐκ ἐφθάρει; Ἵνα μάθωσιν, καὶ πονηρῶν ὄντων ἀνθρώπων, μὴ προσέχειν αὐτοῖς. Ποία γάρ αὐτοῖς χάρις; Μὴ γὰρ οὐκ ἦν νόμος; Μὴ γάρ οὐκ ἦσαν προφῆται; Μὴ γὰρ ἐγκατέλειπεν ἐρήμους; Οὐκ ἠβουλήθην ἀνάγκῃ καλοὺς εἶναι». Καὶ συνεχίζει «ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου», πανταχοῦ τοὺς ποιμένας αἰτιᾶται καὶ τοὺς ἄρχοντας, καὶ οὐχὶ τοὺς λοιποὺς ἀπαλλάττει. Πῶς γὰρ; Μὴ γὰρ ἄλογα πρόβατά εἰσι; ».(P.G.64, s. 880, 881).

Δηλαδὴ. Πολλοὶ ποιμένες, γιὰ πιὸ λόγο, Κύριε, ἐπέτρεψες τοιούτους ποιμένες; Ἀλλὰ σᾶς ἔχω πεῖ, ἐσεῖς μὴ προσέχετε σὲ αὐτοὺς, ἀλλὰ στὸν νόμο μου. Γιὰ ποιὸ λόγο δὲν ἔφερες θαυμαστοὺς διδασκάλους γιὰ νὰ μὴ διαφθαρεῖ τὸ ποίμνιο; Ποιὰ δικαολογία ὑπάρχει; Μήπως δὲν ὑπῆρχε νόμος; Μήπως δὲν ἦσαν προφῆτες; Μὴπως σᾶς ἐγκατέλειψε ὁ Θεὸς ἔρημους; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν θέλει νὰ εἴμαστε ἀπὸ ἀνάγκη καλοὶ…Παντοῦ ἡ Γραφὴ, πρῶτα ἀπὸ ὅλους, θεωρεῖ ὡς αἰτία ὅλων τῶν κακῶν, τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς ἄρχοντες, ἀλλὰ καὶ τὸν λαὸ, ἐπίσης δὲν τὸν  ἀπαλλάσσει  ἀπὸ τὴν εὐθύνη του.

Ἐδῶ μέ λίγα λόγια ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἐπιβεβαιώνει ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχουμε ἐκθέσει παραπάνω. Ὅταν, δηλαδὴ, ἐνῶ ἔχουμε Νόμο, Προφῆτες, Ἀποστόλους, καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐμεῖς σὰν λαὸς ἀκολουθοῦμε καὶ προσέχουμε τοὺς ψευδοποιμένες, τότε ποιὰ δικαιολογία θὰ ἔχουμε ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ κριτηρίου τοῦ Κυρίου; Καμμία.

Καὶ σήμερα οἱ ψευδοποιμένες, λατινόφρονες, ἑνωτικοὶ, οἰκουμενιστές, λένε σὲ αὐτοὺς ποὺ διαμαρτύρονται, τὰ τελείως ἀντίθετα, καὶ βλάσφημα, ὅτι πρέπει, δηλαδὴ νὰ φορᾶμε μάσκες καὶ νὰ κοινωνοῦμε μὲ κουταλάκια, νὰ μὴ προσκυνοῦμε τὶς εἰκόνες κ.α. Τὸ θέμα, λένε ‘’δὲν εἶναι δογματικὸ, ἐσεῖς δὲν ἔχετε εὐθύνη, ἀφοῦ οἱ ἐπίσκοποι τὸ ἀποφάσισαν αὐτοὶ ἔχουν εὐθύνη, μὴ δημιουργοῦμε ἄλλα προβλήματα στὴν Ἐκκλησία, νὰ κάνετε ὑπακοὴ καὶ θὰ σωθεῖτε’’ (ἐπίσκοπος Λεμεσοῦ!). Ὅλος ὁ Προντεσταντισμὸς στὸ ἄθλιο μεγαλεῖο του. Ὁ καθένας πιστεύει ὅ,τι θέλει, λέει ὅ,τι θέλει, καὶ ὅλα αὐτὰ μὲ τὴν διαιολογία, ὅτι κάνουμε ‘’ὑπακοὴ’’ στὴν Ἐκκλησία! Ποιὰ Ἐκκλησία;

«Οὐ γὰρ ἔχει τις ἄδειαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ποεῖν, ὅπερ ἄν αὐτῷ δόξοι» (Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1716/25 κατὰ τῶν Ἀγγλικανῶν).

Αὐτοὶ εἶναι οἱ σημερινοὶ ψευδοποιμένες ποὺ μολύνουν τὴν μερίδα τοῦ Κυρίου, αὐτὸς εἶναι ὁ μολυσμὸς τῆς πίστεως, αὐτοὶ διαφθείρουν τὸν ἀμπελῶνα, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅπως μᾶς λέγει ὁ προφήτης Ἱερεμίας, «Ποιμένες πολλοὶ διέφθειραν τὸν ἀμπελῶνα μου, ἐμόλυναν τὴν μερίδα μου». (Ἱερ.12, 10).

 

8) Ποῖοι εἶναι ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἐκκλησίας;

Ὅλα τὰ κακὰ στὴν Ἐκκλησίας προέρχονται οὐσιαστικὰ ἀπό τὴν ἐγκληματικὴ ἄγνοια, ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς Πατερικῆς θεολογίας καὶ τῆς Ἁγιοπνευματικῆς Ἐκκλησιολογίας. Μία τέτοια μεγάλη βλάσφημη ἐκκλησιολογικὴ  πλάνη τῶν οἰκουμενιστῶν, ποὺ ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων, κληρικῶν, καὶ ἀκόμη καὶ ἁγιορειτῶν μοναχῶν, καὶ λαϊκῶν καὶ τὴν ὁποία ὀρθώνουν ἀπειλητικὰ ἐναντίον ὅλων αὐτῶν ποὺ προβληματίζονται καὶ σκανδαλίζονται ἀπό τὴν προδοσία τῆς πίστεως, καὶ θέλουν νὰ ἀποτειχισθοῦν εἶναι τὸ ’’περίφημο’’, «Κρεῖσσον, μετὰ Ἐκκλησίας πλανᾶσθαι, ἤ ἔξω αὐτῆς ὀρθοφρονεῖν». (βλ. περιοδικὸ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Μοναχοῦ Θεοδωρήτου, Αὔγουστος1978).

Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ  ἀφάνταστα ἀθεολόγητο καὶ αἱρετικὸ. Αὐτὸ εἶναι μιὰ πραγματικὴ πνευματικὴ λοιμικὴ νόσος, ποὺ λοιμένεται τὴν Ἐκκλησία ἐδῶ καὶ ἕναν αἰῶνα. Μὲ αὐτὴ τὴν ἐκκλησιολογικὴ πλάνη κρατοῦν τὸν κόσμο ἐγκλοβισμένο μέσα στὴν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὸ τὸ ἄρρητο ‘’ρητὸ’’, τὸ εἶπε, παρακαλῶ, ἀγαπητοί μου, καὶ τὸ ἔγραψε ἕνας παλαιὸς Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος ἐθεωρεῖτο ὡς ὁ ‘’μέγας ὁ ἡγούμενος τῶν ἡγουμένων’’, στὴν ἐποχή του.  Αὐτὸς ἀπευθυνόμενος σέ ἐπιστολή του πρὸς τὴν Ἱ. Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στίς 11-8-1978, μὲ σκοπὸ νὰ ἐπικρίνει τὸν νέο τότε ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου, Γέροντα π. Γεώργιον Καψάνη, διότι εἶχε διαμαρτυρηθεῖ γιὰ τὰ οἰκουμενιστικὰ ἀνοίγματα τοῦ τότε Οἰκ. Πατριάρχου Δημητρίου, καὶ ἐπειδὴ, ὁ π. Γεώργιος Καψάνης ἔκανε λόγο τότε, (σήμερα δὲν τολμοῦν οὔτε νὰ τὸ σκεφθοῦν), καὶ γιὰ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ Πατριάρχη!                 Τότε ὁ ἐν λόγῳ Ἡγούμενος, ἐμπνεύστηκε αὐτὸ τὸ ρητὸ,τὸ ὁποῖο εἶναι καθαρὰ οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ κανεὶς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει πεῖ ποτὲ τέτοια βλάσφημα λόγια ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας.          Αὐτὸ ἔγινε τὸ ἐφαλτήριο, ἡ βάσις στὴν ὁποία πατᾶνε πολλοὶ καὶ  τὸ χρησιμοποιοῦνκαὶ σήμερα, ἐπίσκοποι, ἡγούμενοι, πνευματικοὶ καὶ φημισέμνοι γέροντες κ. α, καὶ ἔχει εἰσχωρήσει πολὺ βαθειὰ στὸ ὑποσυνείδητο τοῦ λαοῦ, λέγοντας: Ὅτι καὶ ἐμεῖς συμφωνοῦμε ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι αἵρεσις, ἀλλὰ « Ἐμεῖς δὲν θὰ βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ θὰ κάνουμε ἀγῶνα μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ».

Ὅλοι αὐτοὶ, οἱ δυστυχισμένοι, ποὺ εἶναι ἄξιοι πολλῶν δακρύων, καὶ πᾶνε χαμένοι καὶ ὅλοι οἱ κόποι τους, νομίζουν ὅτι εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἐνῶ  βλασφημοῦν τὴν Ἐκκλησία!

Διότι ταυτίζουν, τήν Ἐκκλησία μέ τὴν πλάνη λέγοντας «κρεῖσσον μετὰ Ἐκκλησίας πλανᾶσθαι» ! Ὦ τῆς βλασφημίας! Καὶ μὴ « ἔξω αὐτῆς (τῆς Ἐκκλησίας) ὀρθοφρονεῖν»! Ὦ τῆς ἀσεβείας!

Ἐξοβελίζουν τὴν Ὀρθοδοξία ἐκτὸς Ἐκκλησίας! Δηλαδὴ εἶναι προτιμότερο, λένε νὰ εἶμαι μέσα στὴν πλάνη καὶ στὴν αἵρεσι, ἀλλὰ ἐντὸς τῆς  ‘’ἐκκλησίας’’ τῶν λατινοφρόνων, οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων, χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ πίστις τῶν ἐπισκόπων, ἐὰν οἱ ἐπίσκοποι εἶναι αἱρετικοὶ ἤ ὀρθόδοξοι, παρὰ νὰ εἶμαι ἔξω ἀπό τὴν ἐκκλησία τῶν λατινοφρόνων, οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων καὶ νὰ ὀρθοφρονῶ, δηλαδὴ νὰ εἶμαι Ὀρθόδοξος!

Εἶναι, ποτὲ δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία νὰ πλανᾶται; Εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ εἶναι κάποιος Ὀρθόδοξος καὶ νὰ θεωρεῖται, ὅτι βρίσκεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐπειδὴ θέλει νὰ παραμείνει Ὀρθόδοξος ;

Ἔ, λοιπὸν, σήμερα γιὰ τοὺς λατινόφρονες, οἰκουμενιστὲς εἶναι, ὅλα δυνατὰ! Ὁποία σύγχυσις καί πλάνη! Ἐκκλησία καὶ Ὀρθοδοξία γιὰ αὐτοὺς εἶναι σὲ διάστασι καὶ ἀντίθεσι! Ἄλλο Ἐκκλησία, ἄλλο Ὀρθοδοξία. Ἡ Ἐκκλησία γιὰ αὐτοὺς εἶναι, τελικά, μιὰ καθαρὰ θρησκευτικὴ ἐξουσία, μιὰ ὁμάδα ἐπισκόπων, ὅπως ἦταν καὶ οἱ Ἀρχιερεῖς, οἱ Φαρισαῖοι, καὶ οἱ Σαδδουκαῖοι, οἱ ὁποῖοι σταύρωσαν τὸν Κύριον τῆς Δόξης! Αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος παπικὸς ἐπισκοποκεντισμὸς. Ὁ πάπας, λέγει, ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἐδῶ ὁ κάθε ἐπίσκοπος καὶ ἱερέας, πιστεύει ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καὶ σὲ ὅ,τι λένε αὐτοὶ, πρέπει τὰ πνευματικοπαίδια τους νὰ κάνουν ὑπακοὴ!

Ἄς δοῦμε καὶ τὶ λέγει, καὶ ἕνας σύγχρονος θεολόγος ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, τὸν ὁποῖο οἱ Οἰκουμενιστὲς τῆς Ἑλλάδος πολὺ ἐγκωμιάζουν.

« …Ἐδείχθη σαφῶς τὸ ἀντιδογματικὸν τῆς ἀποσχολούσης φράσεως «ὅπου ὁ ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία», ὅταν αὐτὴ ἑρμηνεύεται ἀπολελυμένως καὶ ἐρήμην τῶν προϋποθέσεων τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας, μία τῶν ὁποίων τυγχάνει καὶ τὸ ἠλεγμένον ὀρθόδοξον πιστεύω τοῦ ἐπισκόπου…Συνεπῶς ἄνευ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀποδεδειγμένου, οὐχὶ εἷς ἐπίσκοπος, ἀλλὰ Σύνοδοι ὁλόκληροι ἐπισκόπων καθίστανται «συναγωγαὶ πονηρευομένων«, «ληστρικαὶ» καὶ «ἀθετούντων»…Πολὺ συχνὰ τὸ μέτρον τῆς ἀληθείας εἶναι ἡ μαρτυρία τῆς μειοψηφίας, καὶ εἶναι δυνατὸν  νὰ εἶναι ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία τὸ μικρόν ποίμνιον» (βλ. Δημ. Τσάμη, Ἁγία Γραφὴ, Ἐκκλησία, Παράδοσις, 1976, σ.71,75) καὶ Θεοδωρήτου Μοναχοῦ, Μοναχισμὸς καὶ Αἵρεσις, 1977,σ. 74,75,76).

 

Τὶ διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκκλησία καὶ ἀλήθεια ταυτίζονται

Ἄς δοῦμε, ὅμως καὶ τὶ μᾶς λέγουν οἱ Ἅγιοι καὶ θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὁ καθένας ἄς ἐπιλέξει ποίους Πατέρες καὶ Ἁγίους θὰ ἀκολουθήσει. Ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ ἀκτίστου φωτὸς καὶ τοῦ ἡσυχασμοῦ ὁ καὶ Ἁγιορείτης, Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ταυτίζει κατ’ ἀπόλυτον τρόπον τὴν ἀλήθεια μέ τὴν Ἐκκλησία : «Καὶ γὰρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσὶ· καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσὶν...μηδὲ γὰρ προσώποις τὸν Χριστιανισμὸν, ἀλλ’ ἀληθείᾳ καὶ ἀκριβείᾳ πίστεως χαρακτηρίζεσθαι μεμυήμεθα». ( ΕΠΕ, τμ. 3, σ. 606).

Ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ,  χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως.Ὅσοι εἶναι μὲ τὴν Ἐκκλησία εἶναι καὶ μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ ὅσοι δὲν εἶναι μὲ τὴν ἀλήθεια δὲν εἶναι μὲ τὴν Ἐκκλησία, οὔτε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν λαμβάνει πρόσωπα ἀνθρώπων, ὅσο σπουδαῖοι καὶ ἄν φαίνονται, ἀλλά, χαρακτηρίζει κάποιον ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του καὶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, αὐτὸ μᾶς ἐμύησαν νὰ φρονοῦμε οἱ Ἅγιοι Πατέρες.

Δὲν εἶναι δυνατὸν κάποιος νὰ εἶναι ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ μὴ ὀρθοφρονεῖ. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ συνεχίζονται νὰ γράφονται, ἀκόμη καὶ σήμερα, τέτοια ἀθεολόγητα πράγματα καὶ νὰ ἐκδίδονται ‘’ψυχωφέλιμα’’ βιβλία γεροντάδων καὶ νὰ γράφουν:

Ἀπὸ τὴν μία λέγουν, « νὰ διατηρήσετε τὴν ὀρθὴ πίστη, διότι ἔρχονται δύσκολα χρόνια» (σ.31), καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ τελείως ἀντίθετο « Εἶχε ἄκρα ὑποταγὴ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ δὲν ἔκανε τίποτε χωρίς τὴν ἔγκρισί της. Ἔλεγε (ὁ Γέροντας), ὅτι εἶναι προτιμότερο νὰ εἶναι κανεὶς  σέ σφάλμα μέσα στὴν Ἐκκλησία, παρὰ νὰ ἐνεργεῖ ἔξω ἀπὸ αὐτὴν, ἔστω καὶ ὀρθὰ»!!!(σ.30)  ἤ « Ἐγὼ τὸ Πηδάλιο τό ‘κλεισα, καὶ εὐτυχῶς ποὺ τό ‘κλεισα»!!!(σ.148).              Αὐτὰ δὲν λέγονται ποτὲ, οὔτε γιὰ ἀστεῖο, καὶ μὲ καμμία δικαιολογία καὶ μὲ κανένα καλὸ λογισμὸ δὲν δικαιολογοῦνται, διότι ποτὲ μέσα στὰ 2.000 χρόνια ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας κανεὶς Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν τόλμησε νὰ ἐκστομίσει τέτοιες βλασφημίες! Νὰ ταυτίσει τὴν αἵρεσι μὲ τὴν Ἐκκλησία!

Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει, ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ὅπου δὲν ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, δέν ὑπάρχει καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ἀλήθεια εἶναι μόνο ὁ Χριστὸς. Ὁ Χριστὸς ταυτίζεται μὲ τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴν Ἐκκλησία.«Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ». (Ἰω. ΙΔ’,6) Καὶ ἀληθινὸς Χριστὸς εἶναι μόνο ὁ Χριστὸς τῆς Ὀρθοδοξίας.Ὅσοι δὲν τὸ πιστεύουν αὐτὸ, δὲν ὀρθοφρονοῦν, δὲν εἶναι Ὀρθόδοξοι, πλανῶνται καὶ εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας. Ὅποιος καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς, καὶ θαύματα νὰ κάνει καὶ νεκροὺς νὰ ἀνασταίνει.

«Πᾶς ὁ λέγων (ἤ πράσσων) παρὰ τὰ διατεταγμένα κἄν ἀξιόπιστος ᾖ, κἄν νηστεύῃ, κἄν παρθενεύῃ, κἄν σημεῖα ποιῇ, κἄν προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω ἐν προβάτου δορᾷ προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος». (Ἁγίου Ἰγνατίου Θεοφόρου, Πρὸς Ἥρωνα, P.G. 5, 912).

Αὐτὴ εἶναι ἡ αἵρεσις τῶν αἱρέσεων, τῶν παπικῶν-λατινοφρόνων οὐνιτῶν καὶ σημερινῶν οἰκουμενιστῶν, ἀπὸ αὐτὴν τὴν παναίρεσι λοιμαίνεται σήμερα ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ εἶναι ὁ πραγματικὸς θανατηφόρος κορονοϊὸς, ποὺ θανατώνει ὄχι σώματα ἀλλὰ αἰώνιες ψυχές.

Μὲ μεγάλη φωνή φωνάζει καὶ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς, ὁ ὁποῖος μόνος του κράτησε τὴν Ὀρθοδοξία στὴν προδοτικὴ καὶ ἑνωτικὴ Σύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας λέγοντας: « Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας Διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ Θεῖαι Γραφαὶ, ΦΕΥΓΕΙΝ παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (              PG 160, 150c).

Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὅλοι οἱ Οἰκουμενικοὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐθέσπισαν τὰ δόγματα, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅλες οἱ Σύνοδοι, ὅλες οἱ Θεῖες Γραφές, μᾶς συμβουλεύουν νὰ φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς, καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μέ αὐτοὺς. Στό ψαλτήρι, μὲ τὸ ὁποῖο κάθε ἡμέρα προσευχόμεθα, λὲγει: «Ἐμίσησα ἐκκλησίαν πονηρευομένων καὶ μετὰ ἀσεβῶν οὐ μὴ καθίσω». (ψλ.25).

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς φωνάζει νὰ ὁμολογοῦμε τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, ἀναθεματίζοντας, ὡς αἱρετικοὺς, ὅλους αὐτοὺς πού μᾶς διδάσκουν κάτι διαφορετικὸ, ἔστω καὶ τὸ ἐλάχιστο καὶ νὰ φεύγουμε μακρυά τους.

«…οἱ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἑξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ’ ὅ εὐηγγελισάμενοι ὑμῖν, ΑΝΑΘΕΜΑ ἔστω· ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω· εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε, ΑΝΑΘΕΜΑ ἔστω».(Γαλ. Α’, 8)  Εἶναι φοβερόν, τὸ πῶς ἐπιμένει, ὁ Ἀπόστολος, καὶ  τονίζει τὸ ἀνάθεμα δύο φορὲς, ἐναντίον ὅποιουδήποτε, κἄν ἄγγελος εἶναι αὐτὸς, κἄν ἀπόστολος εἶναι αὐτὸς, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν πατριάρχης εἶναι αὐτὸς, κἄν θαύματα κάνει. Αὐτοὶ μεταστρέφουν καὶ διαστρέφουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, μᾶς λέγουν τελείως τὰ ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς σύγχρονους μετα-πατερικοὺς ‘’πατέρες’’. Ὁ μέγας Ἀθανάσιος ὀ ἄτλας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ στάθμη τῆς ἀκριβείας, λέγει τὰ ἑξῆς: « Ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος,οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαὸν, χρή (πρέπει) αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γάρ ἐστι ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» .(ΒΕΠΕΣ 33, 199). Δηλαδὴ, ὅταν οἱ ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὀφείλουν νὰ εἶναι οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀναστρέφονται κακῶς καὶ σκανδαλίζουν τὸν λαὸν ( πόσῳ μᾶλλον διδάσκουν αἱρετικά), αὐτοὺς πρέπει νὰ τοὺς ἐκβάλλουμε ἔξω. Δὲν μᾶς λέγει νὰ τοὺς κάνουμε ὑπακοὴ! Διότι εἶναι συμφέρον μας πνευματικὸ, καλλύτερα χωρὶς αὐτοὺς νὰ συναθριζόμαστε γιὰ προσευχὴ στοὺς ναοὺς ἤ μαζὶ μὲ αὐτοὺς νὰ ριχθοῦμε, νὰ μποῦμε μέσα στὴν γέενναν τοῦ πυρὸς, μαζὶ μὲ τὸ Ἄννα καὶ τὸν Καϊάφα, ποὺ σταύρωσαν τὸν Χριστόν.

Καὶ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος ἐξορίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας λέγει:« Μὴ προτίμα τὴν ὁμόνοιαν ἀπὸ τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου, τὴν ἀλήθειαν μηδαμῶς προδιδούς» (ὁμλ. εἰς Ρωμαίους. ΕΠΕ, 16Β,σ.386, καὶ PG 60, 412). Μὴ προτιμᾶς ποτὲ τὴν ὁμόνοια, τὴν ψευδοειρήνη καὶ τὴν ψευδοαγάπη, ποὺ σοῦ προσφέρει μία ψευδοεκκλησία αἱρετικῶν ἐπισκόπων, ἀπό τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἀλλὰ νὰ στέκεσαι γενναίως ἕως θανάτου, καὶ ποτὲ τὴν ἀλήθεια νὰ μὴ προδώσεις.

 

Ἐπίλογος.

 

8) Ὅταν ἡ Ἐκκλησία γίνεται ὄργανο στὰ χέρια τῆς πολιτικῆς.

Ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία, πολλοὶ αὐτοκράτορες, βασιλεῖς καὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες, γιὰ νὰ πετύχουν τοὺς δικοὺς τους πολιτικοὺς σκοποὺς, χρησιμοποιοῦσαν τὴν Ἐκκλησία ὡς ἐργαλεῖο τους. Ἐξέδιδαν νόμους τοῦ κράτους καὶ τοὺς ἐπέβαλαν στοὺς λαοὺς διὰ μέσῳ τῶν ληστρικῶν ἐπισκοπικῶν Συνόδων, ὅπως π.χ ἔγινε μὲ τὸν Ἀρειανισμό, τὸν Μονοθελητισμό, τὴν Εἰκονομαχία, τὶς Ἑνωτικὲς Συνόδους τῆς Λυῶνος (1274), καὶ τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας (1438) κ.α. Χρησιμοποιοῦσαν, δηλαδὴ οἱ αὐτοκράτορες, πλὴν ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, τὴν Ἐκκλησία ὡς ὄργανο τῆς πολιτικῆς τους γιὰ νὰ πετυχαίνουν τοὺς δικούς τους πολιτικούς τους σκοπούς. Αὐτὸ ἰσχύει πολὺ περισσότερο σήμερα, ὅπου ὄχι μόνο δέν ἔχουμε εὐσεβεῖς καὶ πιστοὺς αὐτοκράτορες καὶ πολιτικούς, ἀλλὰ μᾶλλον ἔχουμε ξεκάθαρα ἀντιχρίστους, Χριστομάχους, Χριστιανομάχους,  καὶ Ἐκκλησιμάχους πολιτικοὺς, ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ ὅλων τῶν κομμάτων. Ἡ ὄντως, ὅμως Ποιμαίνουσα Ἐκκλησία, πάντοτε σὲ τέτοιες περιπτώσεις ὤρθωνε, τὸ πνευματικό της ἀνάστημα καὶ μεγαλεῖο , δηλαδὴ τὴν Ὀρθόδοξη πίστι της, καὶ μὲ πρωτοστᾶτες τοὺς Ποιμένες της ὁδηγοῦσε τὸν λαό της, ἀκόμη καὶ στὸ μαρτύριο. Οὐδέποτε, ἡ ἀληθινὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διά τῶν ἁγίων της ὑποτάχθηκε, σὲ τέτοιους νόμους, ἀλλὰ πάντοτε προτιμοῦσε καὶ ἔδειχνε στὸν πιστὸ λαό της τὸν δρόμο τοῦ μαρτυρίου, καὶ τῆς ὁμολογίας. Ὅταν οἱ νόμοι τοῦ κράτους ἔρχονται σὲ ἀντίθεσι μὲ τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλη τὴν διαχρονικὴ πορεία της, ἔλεγε πάντοτε τὸ μεγάλο καὶ ἠρωϊκὸ ΟΧΙ στὸ καίσαρα καὶ τὸ μεγάλο καὶ μαρτυρικὸ ΝΑΙ στοὺς θείους νόμους.

Ἕνα τέτοιο παρόμοιο ἱστορικὸ παράδειγμα ἀπαγορεύσεως τῆς προσευχῆς στὸν Θεὸ, ἔχουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ τὸν προφήτη Δανιὴλ. Ὁ βασιλιὰς Δαρεῖος ἔβγαλε ἕνα νόμο νὰ μὴ προσευχηθεῖ κανείς, γιὰ ἕνα μῆνα στὸν θεό του γιὰ νὰ ζητήσει κάτι, παρὰ μόνο νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ζητοῦν ὅ,τι θέλουν ἀπὸ αὐτὸν, τὸν ἴδιο, θεὸ-βασιλιά, γι’ αὐτὸ ἔβγαλε :« ὁρισμόν, ὅς ἄν αἰτήσῃ αἴτημα παρὰ παντὸς θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἕως ἡμερῶν τριάκοντα, ἀλλ’ ἤ παρὰ σοῦ βασιλεῦ, ἐμβληθήσεται εἰς τὸν λάκκον τῶν λεόντων» (Δανιὴλ,ΣΤ’,7).

Ὁ προφήτης Δανιὴλ, καίτοι κατεῖχε τὴν πιὸ τιμητικὴ θέσι κοντὰ σὲ τρεῖς βασιλεῖς, δὲν ὑπάκουσε, σὲ ἕναν τέτοιο ἀσεβῆ καὶ ὑβριστικὸ βασιλικὸ νόμο, ἀλλὰ συνέχισε κανονικὰ καὶ ἔκανε τὴν προσευχὴ του στὸν ἀληθινὸ  Θεό. Τότε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔρριξαν στὸν λάκκο τῶν λεόντων. Τὰ λιοντάρια ἦταν, ὅμως πιὸ θεοσεβούμενα ἀπό τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, προσκυνοῦσαν καὶ ἔγλυφαν τὰ πόδια τοῦ προφήτου, ποὺ ἦταν δοῦλος τοῦ Θεοῦ!

Ἑρμηνεύοντας αὐτὸ ὁ Γέροντας Ἀθανάσιος Μυτηλιναῖος, ὁ καλύτερος, σύγχρονος ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἔλεγε, προφητικὰ τότε τὸ 1982: « Αὔριο, παιδιὰ δὲν ξέρουμε τὶ νόμοι θὰ βγοῦνε! Νὸμοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ μᾶς ἀπαγορεύουν νὰ πᾶμε καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τὶ θὰ κάνουμε; Οἱ ἀπαγορεύσεις τῶν βασιλέων, ὅταν ἤγγιζαν τὴν πίστιν, τὸτε οἱ Χριστιανοὶ ἔλεγαν. Πρῶτα ὁ οὐράνιος Βασιλεὺς καὶ μετὰ ὁ ἐπίγειος! Τελείωσε».

Καὶ ἦρθε αὐτὴ ἡ ἐποχὴ, ὅπου ἡ σημερινὴ κυβέρνησι, τὴν ὁποία ἔβγαλαν οἱ , δεξιοὶ καλοὶ ‘’χριστιανοὶ’’, μὲ ἀφορμὴ τὸν κορωνοϊὸ, χτύπησε τὴν Ἐκκλησία κυρίως ὡς θεσμὸ. Ἔλαβε τὰ πιὸ σκληρὰ μέτρα κυρίως ἐναντίον της. Τὴν ἔκανε νὰ ξεπέσει στὰ μάτια τόσο τῶν πιστῶν, ὅσο καὶ τῆς κοινωνίας. Στὴν οὐσία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν διωγμῷ. Αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κηρύξει ἡ Ἐκκλησία δημοσίως.            Ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία ἤδη διώκαται καὶ φεύγει στὴν ἔρημο,« ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς» (Ἀπ. ΙΗ’,4).

Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία, σήμερα εἶναι τοῦ κράτους, διότι πληρώνεται ἀπὸ τὸ κράτος καὶ ἐκτελεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ κράτους! Ἀφοῦ ὅμως ὑποτάχθηκε, τὸ κράτος θὰ προχωρήσει περισσότερο καὶ θὰ πολεμήσει, κατόπιν ξεκάθαρα καὶ τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ πολεμήσει Αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ, τὸ Θεανθρώπινο πρόσωπό Του. Τότε τὶ θὰ κάνουν οἱ ἐπίσκοποι, ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαός;

Τὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς Παγκοσμιοποίησης, τοῦ Σιωνισμοῦ καὶ τῆς Μασωνίας, εἶναι ἡ θεότης τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ τοὺς καίει, ὁ Χριστὸς-Θεὸς, ὁ Θεάνθρωπος. Ὅλα, ὅσα κάνει ἡ Νέα Τάξις Πραγμάτων, ἀποβλέπουν κυρίως στὸ νὰ καταργήσουν τὴν πίστι στὸ Χριστὸ καὶ μάλιστα τὴν Ὀρθόδοξη πίστι. Στὴν πατρίδα μας, ἤδη ἔχουν ἀλλάξει ἐδῶ καὶ δεκαετίες τὸ χριστιανικὸ  πρόσωπό της, μὲ τούς ἀντιευγγελικοὺς καὶ ἀντιχριστιανικοὺς νόμους, καὶ τώρα μὲ τὴν εἰσαγωγὴ ἑκοτομμυρίων λαθροεισβολέων, ἐποίκων, βαρβάρων, θὰ δώσουν τὸ τελικὸ χτύπημα. Ὁ Μωαμεθανισμὸς ξανάρχεται γιὰ  νὰ ἁλώσει τὴν πατρίδα μας, καὶ θὰ χρησιμοποιηθεῖ ὡς φονικὸ ὄργανο κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεώς μας. Οἱ ναοὶ θὰ γίνουν καὶ πάλι τζαμιὰ, καὶ θὰ ἀρχίσουν τὰ μαρτύρια. Μετὰ ἀπὸ μερικὰ χρόνια( σὲ μιὰ δεκαετία), θὰ εἶναι ἡ πλειψηφία καὶ οἱ μόνιμοι κάτοικοί της.(βλ. σχέδιο Καλλέργη). Ὁ Χριστιανισμὸς-ὀρθόδοξη διδασκαλία στὰ σχολεῖα, καὶ ὁ Ἑλληνισμός-ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἱστορία, παράδοσι, πολιτισμὸς κ.α, ἤδη νομικὰ καὶ ἠθικὰ περιφρονοῦνται καὶ διώκονται στὴν πατρίδα ποὺ τὰ γέννησε!!!

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντίχριστα συστήματα τῶν ἀθέων κυβερνήσεων εἶναι οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει τόσο λόγο ἡ Ἁγία Γραφὴ.  Παγκοσιοποίησις καὶ Οἰκουμενισμὸς, εἶναι ὁ δούρειος ἵππος και τὸ ἅρμα πού θὰ φέρει τὸν Ἀντίχριστο, τὴν παγκόσμια δικτατορία, τὸ τέλος τοῦ κόσμου.

Ὁ ἐναγκαλισμός, λοιπὸν τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ κράτος ὕστερα ἀπὸ διακόσια χρόνια περίπου, ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἐπανάστασι τοῦ 1821, ὄχι μόνο δὲν τὴν ὠφέλησε, ἀλλὰ μετέτρεψε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ σὲ μιὰ κρατικὴ ὑποταγμένη Ἐκκλησία μὲ ἀποτέλεσμα καὶ τὴν  πλήρη ἀπαξίωσί της.  Ὤφειλε, ὅμως ἡ Ἐκκλησία, νὰ εἶχε ἤδη πρὸ πολλοῦ χωριστεῖ, καὶ ἀπογαλακτισθεῖ ἀπὸ τὴν ‘’προστασία‘’ τοῦ κράτους, καὶ νὰ εἶχε ἀφοσιωθεῖ μόνο στὸ καθαρὰ πνευματικό, μυστηριακό, διδακτικό, κατηχητικὸ καὶ φιλανθρωπικὸ της ἔργο. Δὲν ζοῦμε πιὰ στοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους, ὅπου κυβερνοῦσαν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθόδοξοι βασιλεῖς…

Ἐμεῖς, ὅμως ζώντας μέσα σὲ αὐτὴν τὴν σκοτεινὴ καὶ ζοφερὴ κατάστασι, ὡς πιστοὶ Χριστιανοὶ, ἄς μὴ χάνουμε τὸ θάρρος καὶ τὴν ἐλπίδα μας πρὸς τὸν Κύριον. Μέσα σὲ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ μᾶς καλεῖ ὁ Κύριος νὰ ἀγωνισθοῦμε .

Ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ Κύριος δὲν θὰ ζητήσει νὰ κάνουμε θαύματα, νὰ ἀνασταίνουμε νεκροὺς, νὰ θραπεύουμε ἀσθενεῖς κ.α, γιατὶ αὐτὰ τὰ κάνουν μόνον οἱ ἅγιοι, ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ. Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ὁποῖο θὰ ζητήσει, σίγουρα ἀπὸ ὅλους μας, ὡς αὐτονόητο καθῆκον μας, εἶναι ἄν κρατήσαμε τὴν ὀρθόδοξη πίστι ἤ ἄν ντραπήκαμε νὰ τὸν ὁμολογήσουμε ἐνώπιον ἀνθρώπων καὶ ἐξουσιαστῶν, ὁπότε καὶ Αὐτὸς θὰ μᾶς πεῖ οὐκ οἶδα ὑμᾶς. Γιὰ αὐτὸ καὶ μᾶς προειδοποιεῖ, « πλὴν ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἄρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς»; ( Λουκ. ΙΗ’, 8).    Οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως πάντοτε ἦταν λίγοι καὶ ἀποτελοῦσαν τὸ μικρό ποίμνιο. Γιὰ αὐτὸ τὸ μικρὸ ποίμνιο ὁ Χριστὸς εἶπε: « Μή φοβοῦ τὸ μικρὸ ποίμνιο ὅτι ηὐδόκησε ὁ Πατὴρ ἡμῶν δοῦναι ἡμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ΙΒ’, 32). Καὶ ὁ Ἀπόστολος μᾶς παροτρύνει, « Ὡς οὖν παρελάβετε τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν τὸν Κύριον, ἐν αὐτῷ περιπατεῖτε, ἐρριζωμένοι καὶ ἐποικοδομούμενοι ἐν αὐτῷ καὶ βεβαιούμενοι ἐν τῇ πίστει καθὼς ἐδιδάχθητε, περισσεύοντες ἐν αὐτῇ ἐν ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ». (Κολ.Β´ 6).

Ἄς ἔχουμε θάρρος, « θαρσεῖτε ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον», καὶ κατὰ τὴν Ἀνάληψί Του ὁ Κύριος μᾶς ὑποσχέθηκε «Ἐγὼ εἰμὶ μεθ’ ὑμῶν καὶ οὐδεὶς καθ’ ὑμῶν». Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἔχοντας τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία Του, ὡς « νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς» (Ἀπ. ΚΑ’, 3).

Αὐτὸ εὐχόμεθα καὶ ἐμεῖς, ἀπὸ καρδίας πρὸς ὅλους μας. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς εὐλογεῖ. Σωθείημεν.

 

Υ.Γ. Παρακαλοῦμε, ἐπειδὴ, ἡ γενιά μας εἶναι ἄμοιρη καὶ ἀκατήχητη ἀπὸ δογματικὸ καὶ ἁγιοπατερικὸ θεολογικὸ λόγο, καὶ αὐτὰ τὰ ὁποῖα γράψαμε, εὔκολα δὲν λέγονται, οὔτε γράφονται, ἐὰν κάποιος ἀδελφὸς ἴσως ‘’σκανδαλισθεῖ’’, καὶ νομίζει ὅτι κάπου κάνουμε λάθος, σὰν ἄνθρωποι, ποὺ εἴμαστε, τοῦ ζητῶ συγγνώμη κατ’ ἀρχὰς, καὶ τὸν παρακαλοῦμε, ἄν θελήσει καλοπροαίρετα νὰ μᾶς ὑποδείξει νὰ λάθη μας, καίτοι ἐμεῖς δὲν λέμε τίποτε ἰδικό μας. Θὰ τὸν παρακαλούσαμε, ὅμως μὲ μία προϋπόθεσι, ὅ,τι μᾶς γράψει νὰ μὴ τὸ στηρίζει στὴν δικὴ του γνώμη ’’ ἔχω τὴν γνώμη’´ ἤ  ‘’μοῦ λέει ὁ λογισμός’’, ἀλλὰ ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον μέσα ἀπό τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς ἀναγνωρισμένους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Σᾶς εὐχαριστοῦμε.

 

Ὁ ἐλάχιστος

Ἱερομονάχος Χαρίτων Ἁγιορείτης

Ἱερὸν Κελλίον Θείας Ἀναλήψεως. Καρυὲς- Ἅγιον Ὄρος.

Προηγούμενο άρθροἘπιγραμματικὰ μυνήματα ἐκ τοῦ Συνεδρίου.
Επόμενο άρθροVIdeo – Ομιλία Γέροντος Χαρίτων και Γέροντος Σάββα των Αγιορειτών εις Βόλον 17.10.2020