ΔΗΛΩΣΗ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Σεβασμιώτατε κ.
Μέ τήν παροῦσα ἐπιστολή σᾶς ἐνημερώνω ὅτι, ἀκολουθώντας τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας στό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς, διακόπτω τὴν κοινωνία μέ ἐσᾶς καί παύω νά ἐκκλησιάζομαι σέ ναούς, στούς ὁποίους μνημονεύεται τό ὄνομά σας κατὰ τίς ἱερές Ἀκολουθίες, λόγω τῆς αἱρέσεως πού ἀκολουθεῖτε καί πρεσβεύετε.
Ἡ Διακοπή ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ἤτοι διακοπή μνημοσύνου τοῦ ἐπισκόπου πού κηρύσσει αἵρεση γυμνῇ τῇ κεφαλῇ, καί ἡ κατ’ ἐπέκτασιν ὑποχρεωτικήν ἐφαρμογή τοῦ 15ου κανόνος κατά τόν ἁγιοπατερικό καί ἁγιοπνευματικό τρόπο, εἶναι ἡ μοναδική ἐπιβεβλημένη ἐνέργεια ἀπό τούς Ὀρθοδόξους πιστούς, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν γιά τήν ἀντιμετώπιση, καταστολή καί ἐν τέλει καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀπό τό ὑγειές σώμα τῆς Ἐκκλησίας, κλήρου καί λαοῦ. Γιὰ τοῦ λόγου τό ἀληθές σᾶς ἀναρέρω ἐνδεικτικά μερικούς ἀπό τούς ἁγίους μας, ποὺ εἶχαν κάνει ἐφαρμογή τῆς διακοπῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
- Διακοπῆς κοινωνίας Μεγάλου Ἀθανασίου πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Μεγάλου Άντωνίου καὶ λοιπῶν Γερόντων, μοναχῶν και ἱερομονάχων, τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου μὲ τοὺς αἱρετικούς Ἀρειανούς.
- – Διακοπῆς κοινωνίας τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Ἀντιοχείας τῶν ἀκολουθούντων τὸν ὀρθόδοξο Εὐστάθιο Ἀντιοχείας μὲ τοὺς αἱρετικούς Ἀρειανούς καὶ τὸν δικό τους Ἀρειανό ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας.
- – Διακοπῆς κοινωνίας των μοναχών καί λαϊκών με τον Επίσκοπο Ναζιανζού Γρηγόριο (πατέρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου), ο οποίος υπέγραψε ένα ημιαρειανικό (ομοιουσιανικό) σύμβολο πίστεως.
- – Διακοπῆς κοινωνίας Μεγάλου Βασιλείου μὲ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο ποὺ ὑπέγραψε μία μὴ ὀρθόδοξη ὁμολογία.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μὲ τὸν Ἀρειανό ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλο.
- – Διακοπῆς κοινωνίας τοῦ ὀρθόδοξου Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἀκακίου μὲ τοὺς μονοφυςίτας Πατριάρχες, Ἀλεξανδρείας Τιμόθεο Β΄ τὸν ἐπονομαζόμενο «Αἴλουρο» καὶ Ἀντιοχείας Πέτρο Β΄ τὸν ἐπονομαζόμενο «Κναφέα».
- – Διακοπῆς κοινωνίας τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Κων/πόλεως μὲ τὸν αἱρετικό Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο, πρὶν τὴν συνοδική του καταδίκη ἀπό τὴν Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο.
- – Διακοπῆς κοινωνίας τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Κων/πολεως μὲ τὸν μονοφυσίτη Πατριάρχη Κων/πόλεως Τιμόθεο Α΄.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ μοναχοῦ, καὶ τῶν δύο μοναχῶν – μαθητῶν του, μὲ τοὺς Πατριαρχικούς Θρόνους, ποὺ ἀκολουθούσαν τὴν αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, μὲ τοὺς εἰκονομάχους ἐπισκόπους τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν εἰκονομαχική Σύνοδο τῆς Ιερείας (754).
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἀρχικά μὲ τοὺς μοιχειανικούς ἐπισκόπους καὶ στὴ συνέχεια μὲ τοὺς εἰκονομάχους ἐπισκόπους.
- – Διακοπῆς κοινωνίας τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου μὲ τὸν Πάπα Σέργιο, ὅταν ὁ τελευταῖος τὸ 1009, εἶχε ἀναγνώσει τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως μὲ τὴν προσθήκη τοῦ φιλιόκβε.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ὀρθοδόξων πιστῶν, ἐπισκόπων, κληρικῶν, καὶ λαϊκῶν καθώς καὶ τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων μὲ τὸν Λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ἰωάννη Βέκκο.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, τότε ἱερομονάχου, μὲ τὸν Λατινόφρονα Πατριάρχη Κων/πόλεως Ἰωάννη 14ο, τὸν ἐπονομαζόμενο «Καλέκα», πρὸ συνοδικῆς καταδίκης τοῦ τελευταίου.
- – Διακοπῆς κοινωνίας ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ, μητροπολίτου Ἐφέσου, καί ἄλλων ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, κληρικῶν, μοναχῶν και λαϊκῶν μὲ τὸν Λατινόφρονα Πατριάρχη Κων|πόλεως Μητροφάνη καὶ τοὺς λοιπούς Λατινόφρονες.
(Βλ. ἐνδεικτικά Βασιλείου Στεφανίδη, ἐκκλησιαστική ἱστορία, 7η εκδ., Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1959).
Ὁ κύριος λόγος πού προβαίνω στήν σωτήριο ἀποτείχιση ἀπό ἐσᾶς καί τούς λοιπούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές, εἶναι πώς ὄχι μόνον κηρύσσετε ἀπροκάλυπτα τήν αἵρεση μέ τά λόγια, ἀλλά καί τήν κατοχυρώσατε συνοδικῷ τῷ τρόπῳ, ὑπογράφοντας καί συνεπῶς ἀποδέχεσθαι ὅλα τά ψηφισθέντα κείμενα τῆς αἱρετικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
Τά συμπεράσματα πού ἐξάγονται ἐκ τῆς μελέτης των κοινοποιηθέντων τελικῶν κειμένων τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καθώς καί ἀπό τίς ἀπαντήσεις καί ἀναλύσεις ἐγκρίτων θεολόγων καί μητροπολιτῶν εἶναι ὅτι:
- Ἐπετεύχθη τελικά ὁ στόχος τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων, δηλαδή ἔγινε δεκτό ὅτι ὁ Παπισμός καθώς καί λοιποί αἱρετικοί εἶναι Ἐκκλησίες καί ὄχι αἱρέσεις.
- Νομιμοποιήθηκε ἐπίσημα καί συνοδικά ἡ παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καθώς ἀναγνωρίζει τό Προτεσταντικό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾽Εκκλησιῶν ἤ μᾶλλον αἱρέσεων.
- Καθιερώθηκε ἡ μεταπατερική θεολογία
- Καταλύθηκαν ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
- Παραποιεῖται ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα.
- Κατέλυσε τήν Ὀρθόδοξη συνοδικότητα.
- Χρησιμοποιήθηκαν ἀντορθόδοξοι μέθοδοι στόν τρόπο λειτουργίας της.
- Οἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου, εἶναι ὑποχρεωτικές διά τό σύνολο τῶν λαϊκῶν καί κληρικῶν ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας καταλύοντας ὅμως τόν ρόλο τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει τήν εὐθύνη γιὰ τὴ διατήρηση ἀνόθευτης τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
- Δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική καί ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καί δέν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων συνόδων.
- Εἴχαμε συμμετοχή γιά πρώτη φορά παρατηρητῶν οἱ ὁποῖοι ἦταν παπικοί, καί μάλιστα εἴχαμε συμπροσευχές κατά τήν διάρκεια τῶν Λειτουργιῶν.
Ὡς γνωστόν, τό κύριο ἔργο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, εἶναι ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ἀναφυομένων αἱρέσεων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν σύνοδο ἔγινε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά ψηφισθέντα κείμενα – καί ἰδίως ἀπό τό κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικό κόσμο»[1] υἱοθετήθηκε, θεσμοθετήθηκε καί νομιμοποιήθηκε μέ «πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφαση» ἡ παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπίσημη καί νόμιμη γραμμή καί διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀναγνώρισαν ἐκκλησιαστικότητα, ἀποστολική διαδοχή, ἱερωσύνη, Χάρη καί μυστήρια στούς αἱρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες καί υἱοθέτησαν τίς κακόδοξες, πλανεμένες, αἱρετικές καί οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «βαπτισματικῆς θεολογίας», «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «Διηρημένης Ἐκκλησίας», ἐνῶ παράλληλα ἐπικύρωσαν τήν παραμονή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτέρμονους, ἀντιπατερικούς καί ἀτελέσφορους σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους καί στό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν» ἤ καλύτερα αἱρέσεων καί πλανῶν.
Ἡ συγκεκριμένη αὐτή δογματική ἀπόφαση, βρίσκεται στὴν ἑξῆς δαιμονική φράση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν».
Αὐτές οἱ αἱρετικές ὁμάδες ἀναφέρονται ὡς ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες και ὁμολογίες, λαμβανομένου ὑπόψιν τοῦ γεγονότος ὅτι στὴ συγκεκριμένη δογματική ἀπόφαση δὲν ἀναφέρεται καθόλου ἡ λέξη «αἵρεση», σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς ἱερούς κανόνες, ποὺ κάνουν ἐκτεταμένη χρήση τοῦ ὅρου αὐτοῦ. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ‘Ορθόδοξη ‘Εκκλησία Θεωρεῖται ὡς μία ἄλλη χριστιανική Ἐκκλησία ἤ Ὁμολογία. Δηλαδή, τόσο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅσο καὶ οἱ ἄλλες ἑτερόδοξες χριστιανικές ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες ἔχουν τὴν ἴδια πίστη, ἀλλά διαφέρουν μόνο στὴ θεολογική διατύπωσή της. Ὅ,τι δηλαδή πρεσβεύει τό Π.Σ.Ε. καί ὅ,τι δηλώνει ἐδῶ καί χρόνια ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος. Καὶ γι’ αὐτό τὸ λόγο, προκειμένου νὰ ὑπάρξει συγκρητιστική ἑνότητα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τὶς αἱρετικές ὁμάδες, ἀπομένει νὰ ὑπάρξει πρόοδος στὴ σύγκλιση τῶν θεολογικῶν τους διατυπώσεων ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς δῆθεν κοινῆς τους πίστης. Αὐτή τὴν δογματική ἀπόφαση τήν διατυπώνουν ὡς ἑξῆς: «ταχυτέρα και ἀντικειμενικοτέρα ἀποσαφήνιση τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐτοῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης, καὶ ἀποστολικῆς διαδοχῆς»).
Ἡ δογματική αὐτή ἀπόφαση εἶναι αἱρετική διότι ἐνῶ κατά τήν ὀντολογική φύση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητα ἤδη ὑπάρχει καὶ γι’ αὐτό εἶναι ἀδύνατο νὰ διαταραχθεῖ, ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξη ‘Εκκλησία ἀποσκοπεῖ ἀντικειμενικά στὴν ἐξομάλυνση μίας ὁδοῦ ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μία ἄλλη ἑνότητα, διαφορετική τῆς ὀντολογικῆς, δηλ. τὴν συγκρητιστική καί ὄχι ἐπί τῆς πραγματικῆς πίστης. Τήν ἐξομάλυνση αὐτήν τῆς ἑνότητας μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ τούς αἱρετικούς, ἐπιδιώκεται νὰ ἐπιτευχθεῖ μὲ τοὺς διμερεῖς και πολυμερεῖς θεολογικούς διαλόγους στὰ πλαίσια τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης τῶν νεώτερων χρόνων. Συγκεκριμένα στήν παράγραφο 16, σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως, εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΔΕΚ), τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Ἐρωτῶμεν: Διεσπάσθη λοιπόν ἡ ἑνότητα τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας; ἤ μᾶλλον διασπῶνται καί ἀποκόπτονται ὅσοι δέν ἀκολουθοῦν τήν διαχρονία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας πού ἐκφράζεται μέ τούς Ἀποστόλους, τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί τούς ἁγίους Πατέρες
Αὐτό συνιστᾶ βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μιά φοβερή ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπό τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁποὺ ὁμολογούμε καί πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Στήν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀλλά καί τό θεσμικόν Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἶχε στείλει ἐπίσημο ἀντιπρόσωπο, ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τού Παπικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἑβδόμη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἡ Συνοδική ἀπόφαση λοιπόν ἀναγνωρίσεως ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους στό Κολυμπάρι, εἰσάγει τόν συγκρητισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, ὡς τήν κυρίως θεολογική γραμμή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά ἀκολουθήσουν αὐτοί πού θὰ παραμείνουν σέ κοινωνία μέ τὸν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς σύν αὐτῷ. Ἄλλωστε ἀμέσως μετά τήν σύνοδο, τό αὐτό δηλώθηκε καί ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο λέγοντας: Μπήκαμε στήν μεταπατερική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
Η ΨΕΥΔΟΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΛΥΜΠΑΡΙΟΥ ΑΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΕΠΙΣΗΜΩΣ ΠΛΕΟΝ ΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ (ΑΙΡΕΣΕΩΝ) ΔΙΟΤΙ
1) ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις…») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου«Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι: «Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη […] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται, μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τὴ «Δήλωση τοῦ Τορόντο».
2) Ἀποδέχθηκε τίς αἱρέσεις τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε, τοῦ Πουσάν, τοῦ Μπαλαμάντ κ.ἄ.
Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις…»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ…], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς. Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τὶ ἀπαράδεκτα καὶ αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στὰ σημαντικότερα ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι «Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες […] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει, μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τὴ μαρτυρία μας γιὰ τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία !
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέει (παρ. §§13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του […] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρὸς τὸ Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. §30) ὅτι «οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐγκύκλιος, VII, §20).
Ὡς πρός τά ἄλλα θέματα τῆς ψευδοσυνόδου, ἀναφέρουμε καί κάποια σημαντικά θέματα πού ἀποδεικνύουν πόσο αἱρετική καί ἀντιορθόδοξη εἶναι.
α´. Γάμος
Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων, ἐνῶ στὸ I,5 ὁρίζεται ἡ κατὰ τοὺς κανόνες ἀκρίβεια (βάσει τοῦ οβ´ κανόνος τῆς Πενθέκτης), στὸ II,5 καὶ χάριν “οἰκονομίας” παρέχεται ἡ δυνατότητα σὲ ἑκάστη τοπικὴ Ἐκκλησία νὰ ἀντιμετωπίζει τὸ ζήτημα αὐτοβούλως. Κατ᾽ἀρχὰς ὀφείλει νὰ γίνει γνωστὸ τί διαλαμβάνει ὁ οβ´ τῆς Πενθέκτης· λέει λοιπὸν ὅτι ἀπαγορεύεται ἐπὶ ποινῇ ἀφορισμοῦ ὁ γάμος ὀρθοδόξου καὶ αἱρετικοῦ[2], καὶ ἐὰν τυχὸν κάποιοι προχώρησαν τελικὰ σὲ τέτοιο γάμο, νὰ θεωρεῖται ἄκυρος καὶ ἀκολούθως νὰ διαλύεται τὸ “ἄθεσμον συνοικέσιον”. Στὴν ἑρμηνεία τοῦ κανόνος ὁ ὅσιος Νικόδημος (Πηδάλιον σελ. 283) τονίζει ὅτι ποτὲ δὲν πρέπει νὰ ἑνώνεται “ὁ λύκος μὲ τὸ πρόβατον, καὶ ὁ κλῆρος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ αἱρετικῶν μὲ τὴν μερίδα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ὀρθοδόξων.”. Στὴν ἴδια σελίδα, στὴ σχετικὴ ὑποσημείωση τοῦ ὁσίου ἀναφέρεται ὅτι ὀφείλουν οἱ ἐπίσκοποι τῶν νησιῶν ὅπου ὑπάρχουν καὶ λατίνοι, “κατ᾽οὐδένα τρόπον ἂς μὴ συγχωροῦν νὰ παίρνει Λατῖνος ὀρθόδοξον γυναῖκα, ἢ Λατινὶς γυνὴ ὀρθόδοξον ἄνδρα. Ποία γὰρ κοινωνία ἠμπορεῖ νὰ γένῃ τοῦ ὀρθοδόξου μέρους μετὰ τοῦ αἱρετικοῦ;”. Αὐτὰ ἀναφέρονται σχετικὰ μὲ τὸν κανόνα, στὸ συνοδικὸ ὅμως κείμενο ὅλα αὐτὰ οὐσιαστικὰ ἀκυρώνονται ἄνευ οὐδεμίας δικαιολογίας[3], ἐπὶ τῇ προφάσει μιᾶς ἀσαφοῦς οἰκονομίας, ἄνευ ὄμως κανονολογικῆς θεμελίωσης καὶ ἑρμηνείας, ὅπως συμβαίνει σέ ὅλα τά κείμενα τῆς λεγομένης Συνόδου.
Τὸ χειρότερο δὲ εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ σύνοδος ἐπιτρέπει τὴ δημιουργία χάους, ἀφοῦ ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐπιλέγει, ἄνευ οὐδεμίας πανορθοδόξου ὁμοφωνίας, τὸ τί θὰ πράττει. Ὁ σκοπὸς τῆς συγκεκριμένης διάταξης εἶναι σαφὴς καὶ περιγράφεται σὲ πάμπολες οἰκουμενιστικὲς διακηρύξεις ἀποδεχομένων τοῦ γεγονότος τῶν μικτῶν γάμων, ἐπὶ σκοπῷ τῆς ὑπερβάσεως τῶν “ ἱστορικῶν διαχωρισμῶν” καὶ “τῆς ἀπωλεσθείσας ἑνότητος τῆς ἀρχικῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας”, καὶ συνιστᾶ κοινὴ οίκουμενιστικὴ ἀντιμετώπιση. Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε, ὃτι στὸ κείμενο τῆς κατήχησης τῆς παπικῆς έκκλησίας[4], στὸ τέλος τοῦ κεφαλαίου περὶ τοῦ γάμου στὸ ἄρθρο 1636, ἀναφέρεται ὅτι “διαμέσῳ τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου οἱ χριστιανικὲς κοινότητες, σὲ πολλὲς περιοχὲς μπόρεσαν νὰ θέσουν σὲ ἰσχὺ μία κοινὴ ποιμαντικὴ πρακτικὴ γιὰ τοὺς μικτοὺς γάμους”[5] (ἔμφαση στὸ πρωτότυπο). Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου ὑπάρχει παραπομπὴ στὸ § 821 τὸ ὁποῖο μιλᾶ γιὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους οἱ παπικοὶ δύνανται νὰ ἐργασθοῦν γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς “διηρημένης ἐκκλησίας”. Εἶναι σαφὲς ὅτι συνδέεται τὸ θέμα τῶν μικτῶν γάμων, μὲ τοὺς νέους οἰκουμενιστικούς τρόπους ἀναζητήσεως τῆς -δῆθεν- χαμένης ἑνότητος. Στὸ § 818 ἀναφέρεται καὶ τὸ θεολογικὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀποδοχὴ τῶν μικτῶν γάμων ὡς μυστηρίου τῆς “ἐκκλησίας”: εἶναι τὸ Βάπτισμα ποὺ ἔχουν δεχθεῖ, ἕκαστος στὴν ἐκκλησία του. Μὲ ἄλλα λόγια ὡς βάση εἶναι ἡ βαπτισματικὴ θεολογία τὴν ὁποία υἱοθέτησε ὡς ἐπίσημη διδασκαλία της ἡ Β´ Βατικανή σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μὲ τὴ σειρά της, θεμέλιο τῆς εὐχαριστιακῆς θεολογίας, ποὺ συνιστᾶ καὶ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τοῦ παπισμοῦ[6]. Πράγματι ὡς παραπομπὴ τὸ § 818[7] χρησιμοποιεῖ τὸ Διάταγμα γιὰ τὸν Οἰκουμενισμὸ τῆς Β´ Βατικανῆς, Unitatis Redintegratio 3/a.
Τὰ παραδείγματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται καὶ οἱ ἐπισημάνσεις ποὺ γίνονται γύρω ἀπὸ τοὺς μικτοὺς γάμους στὸ ὑπ᾽ ὄψιν κείμενο μᾶς σαφηνίζουν καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο προκρίθηκε στὸ τελικὸ κείμενο τῆς Κρήτης, νὰ ἀφεθεῖ ἡ ποιμαντικὴ ἀντιμετώπιση στὶς κατὰ τόπους Ἐκκλησίες ἀντί, ὡς ὤφειλε, νὰ ὑπάρχει μία συνολικὴ θέση ὑποχρεωτικὴ πρὸς πάντας καὶ στὸ πνεῦμα τῶν ἱερῶν κανόνων: ἒπρεπε νὰ ἀναγκασθοῦν οἱ Ἐκκλησίες στὶς ὁποῖες τὸ πνεῦμα τοῦ οἰκουμενισμοῦ δὲν ἔχει ἁλώσει εἰσέτι τὰ πάντα, ν᾽ἀποδεχθοῦν τὶς ἀποφάσεις ἄλλων πιὸ “προοδευτικῶν” τοπικῶν “ἐκκλησιῶν” οἱ ὁποῖες ἔχοντας ὂντως ἰσοπεδώσει τὰ πάντα, ἐπιβάλλουν ὡς “νόμιμη” καὶ “διακριτική” καὶ τὸ κυριώτερο, ὡς “ὀρθόδοξη” τὴν πρακτική τους. Τὰ παραδείγματα ὅλα ἔρχονται ἀπό (ποῦ ἀλλοῦ;) τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν ἐκεῖ ἑλληνικὴ Ἀρχιεπισκοπὴ καθὼς καὶ τὴν Μητροπολιτικὴ Σύνοδο τῶν Ρώσων (Πατριαρχείου Μόσχας)· ἀφ᾽ἑνὸς ἱερολογοῦνται κανονικῶς (ἤδη) ὅλοι οἱ μικτοὶ γάμοι, ἀφ᾽ἑτέρου μέσω μιᾶς κάποιας “ἐκκλησιαστικῆς ἀκολουθίας” ἀναγνωρίζονται οἱ μικτοὶ γάμοι “ὀρθοδόξου” καὶ μὴ, ποὺ ἔχουν γίνει σὲ μὴ Ὀρθόδοξες “ἐκκλησίες”! Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν πλήρη ἐμπέδωση τοῦ οἰκουμενισμοῦ στὸ τοπικὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐπίπεδο, “κατὰ τὰς ὑποδείξεις”.
Ἔχουμε λοιπόν κήρυξη κακοδοξιῶν μέ αὐτήν τήν ἀπόφαση διότι:
α) Καταλύοντας ὅπως εἴπαμε παραπάνω ἡ σύνοδος τόν 72ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικής Συνόδου, καί ὄχι μόνον, ἀλλά καί τόν 14ο τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς, τόν ι’ καί τόν λα τῆς ἐν Λαοδικείας καί τόν κα, καί κθ κανόνα τῆς Καρθαγένης, σημαίνει στήν οὐσία κατάλυση ὁλοκλήρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατά τό γραφικό : ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. Ἰάκ. 2, 10. Πῶς λοιπόν ἀκυρώνουμε αὐτά πού τό Ἅγιον Πνεύμα ἐδογμάτισε; αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία κατά τῶν Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί φυσικά τήν ἀπόδειξη πώς μπήκαμε (κατά τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο) στήν Μεταπατερική Ἐποχῆ τῆς Ἐκκλησίας.
β) Μέ τήν ἀπόφαση αὐτή εἰσάγεται ἀκρίτως ὁ Οἰκουμενισμός μέσα στήν Οἰκογένεια, καί ἀποδομεῖται ἡ σωτηριολογική ἀποστολή τοῦ γάμου, διότι πῶς μπορεῖ νά γίνει συμβίωσει καί κατ’ ἐπέκτασιν κοινή πορεία πρός τόν Χριστό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ ἔγγαμου βίου, ὅταν τά μέλη τῆς συζυγίας δέν πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό;
γ) Ὁ καρπός τῆς συζυγίας, τά τέκνα, ποῖον δρόμο θά ἀκολουθήσουν; τόν δρομό τῆς ἀκραιφνοῦς ὀρθοδόξου Πίστεως, ἤ τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ οἰκογενιακοῦ πρωτύπου, κατά τό ἰδεῶδες ποὺ βιωματικά καί ἐμπειρικά ζοῦν καί κινοῦνται;
δ) Γίνεται ἐν τῇ πράξει ἀποδοχή τῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας, διότι πῶς μποροῦμε νά εἰσάγουμε ἀβάπτιστο στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας;
καί ε) Εἰσάγει χάος στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὅπως εἴπαμε παραπάνω ἡ κάθε τοπικὴ Ἐκκλησία θὰ ἐπιλέγει αὐτόνομα μέ προφάσει τήν οἰκονομία τῶν ἀνθρώπων, κατά τήν διάκριση πάντα πού διαθέτει ὁ ἕκαστος Ἐπίσκοπος, ἄν θά τελεῖ μικτούς γάμους.
β´. Νηστεία
Τὰ ὅσα ἤδη ἀναφέρθησαν ὡς πρὸς τὸ κείμενο τοῦ γάμου ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν περίπτωση αὐτοῦ τῆς νηστείας. Ἕως καὶ τὸ ἄρθρο 8 ἐπαινεῖται ὁ θεσμὸς τῆς νηστείας, καὶ παρουσιάζονται οἱ ἀγαθοὶ καρποί της, μάλιστα κάνοντας χρήση πατερικῶν πηγῶν ὅπως τοῦ Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ κ.ἄ. Καὶ ἐνῶ ὅτι ἦταν ἀναγκαῖο γιὰ τὸ ζήτημα τῆς νηστείας εἶχε ἤδη εἰπωθεῖ στὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα -ἔστω καὶ ἀκροθιγῶς- θ᾽ἀνέμενε, ὁ ἔχων λογικὴν ἀναγνώστης, ὡς συμπέρασμα ἐκ τῆς “συνόδου” τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἰσχύος τῆς νηστείας κατὰ τὰ παραδεδομένα· παρὰ ταῦτα ὃμως, ὅλως ἀντιθέτως στὸ ἄρθρο 8 ἀνατρέπονται ἂρδην τὰ ἕως ἐκείνου γραφέντα! καί ἐδῶ νά κάνουμε μία παρένθεση. Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τῶν Οἰκουμενιστῶν. Δηλαδή μαζί μέ μία ἀλήθεια λένε ἀμέσως μετά καί τό ψέμα πού ἀποδομεῖ τό Ὀρθόδοξο Δόγμα.
Συγκεκριμένα, ἀπὸ τὴν ἁπλὴ παρατήρηση ἐπὶ τοῦ γεγονότος τῆς μὴ τηρήσεως τῶν νηστειῶν, ὑπὸ τῶν συγχρόνων χλιαρῶν “χριστιανῶν”, ὁδηγούμαστε κατά “ποιμαντικὴ μέριμνα” στὴν ἀποδοχὴ τῆς περιφρονήσεως τῶν κεκανονισμένων νηστειῶν, (περὶ αὐτῶν ὁ λόγος, ὄχι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε γενικῶς περί “νηστείας”) καὶ στὴν παγίωση αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς “οἰκονομίας[8]”.
Ἐνῶ ἀρχικὰ στὸ ἄρθρο 8 γίνεται λόγος γιά “χαλάρωση” τῆς νηστείας (παρ᾽ὅτι πρόκειται κυριολεκτικά περὶ ἀκυρώσεώς της) ὑπὸ τῶν “πιστῶν”, ἀκολούθως καὶ μετὰ ἀπὸ λίγες μόλις γραμμὲς τὸ ξεχνᾶ καὶ ἀναφέρει ἄλλους λόγους: ἀσθενείας, στρατεύσεως, συνθηκῶν ἐργασίας, κλίματος(!) καθὼς καὶ δυσκολίας ἀνευρέσεως νηστησίμων τροφῶν(!!). Δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ στοιχειώδης ἐσωτερικὴ ἑνότητα στὸ κείμενο… Ἀντὶ λοιπὸν ἡ “ποιμαίνουσα” Ἐκκλησία νὰ πιέσει πρὸς ἐπίλυσιν τῶν ὅσων ἐκ τῶν ἀνωτέρω μποροῦν νὰ διευθετηθοῦν, (π.χ. στρατιωτικὴ διατροφή, συνεργασία μὲ φορεῖς τοῦ ἐμπορίου κ.λ.π.), ἀντ᾽αὐτοῦ προκρίνεται ὁ εὔκολος δρόμος τῆς κατάργησης τῆς νηστείας καὶ κατ᾽οὐσίαν τῆς ἀσκητικῆς διαγωγῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ λόγος δὲν εἶναι ἄλλος φυσικὰ ἀπὸ τὴν σύμπλευση πρὸς τοὺς ἐκκοσμικευμένους “χριστιανούς” τῆς Δύσεως “ἀδελφούς” τῶν καθ᾽ἡμᾶς οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταργήσει ὅλες τὶς ἀρχαῖες διατάξεις περὶ νηστείας. Δὲν εἶναι λοιπὸν παρὰ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ “οἰκουμενισμοῦ τῆς βάσης”, ὁ λόγος ὑπάρξεως τοῦ συγκεκριμένου κειμένου.
Ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καὶ Κανονικότητα τῆς Συνόδου» ἔχουμε τά ἑξῆς: Ἡ λεγομένη ΑκΜΣ, διὰ στόματος ἀρχιερέων καὶ λοιπῶν συμμετασχόντων, μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν της (δὲν τολμήθηκε πρὶν), ἀπεκλήθη ὡς “ἡ Β´ Βατικανὴ σύνοδος” τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τὸ ἀντίστοιχο δηλαδὴ τῆς τελευταίας οἰκουμενικῆς συνόδου (21ης) τοῦ παπισμοῦ, ἡ ὁποία δημιούργησε τεράστιες ἀναταράξεις στοὺς κόλπους του, ἐπιφέροντας ἀλλαγὲς τέτοιας σημασίας[9] ὣστε νὰ χαρακτηρισθεῖ, ἐκ τῶν ἰδίων τῶν πρωταγωνιστῶν της, ὡς τέμνουσα τὴν ἱστορία τῆς “ἐκκλησίας” στὴν ἐποχὴ πρίν καὶ μετὰ τὴν σύνοδο. Αὐτὸ ποὺ εἶναι ἐνδιαφέρον καὶ μᾶς ἀναγκάζει νὰ κάνουμε ἀναφορὰ στὴν σύνοδο τοῦ παπισμοῦ εἰναι οἱ μεθοδολογικὲς ὁμοιότητες τῆς ΑκΜΣ πρὸς αὐτὴν. Ἒτσι “γιὰ τὴν σύγκληση μιᾶς Πανορθοδόξου Συνόδου, εἶναι εὐρέως γνωστὸ πὼς ὁ τρόπος ἐργασίας τῆς Β´ Βατικάνειας Συνόδου χρησίμευσε κατὰ κάποιον τρόπο ὡς πρότυπο γιὰ τὶς διαδικασίες αὐτὲς.”[10]. Πράγματι, ἡ Διορθόδοξη Προπαρασκευαστικὴ Ἐπιτροπὴ, οἱ Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις, ἡ διαρκὴς Γραμματεία γιὰ τὴν Προπαρασκευὴ τῆς Συνόδου, καθὼς τέλος ὁ τρόπος ἑτοιμασίας καὶ ἐπεξεργασίας τῶν κειμένων τῆς ΑκΜΣ, ΟΛΑ ἀπηχοῦν τὸ τρόπο λειτουργίας τῆς Β´ Βατικανῆς[11]
Ἀς δοῦμε ὅμως τί λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης σχετικὰ περὶ τῶν ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ἀναγνώρισης μιᾶς συνόδου ὡς οἰκουμενικῆς:
α) ἡ σύνοδος ὀφείλει νὰ συγκαλεῖται ὄχι ἀπὸ κάποιον πατριάρχη ἀλλὰ “διὰ προσταγῶν Βασιλικῶν”, κάτι τὸ ὁποῖο σήμερα εἶναι ἀνέφικτο καὶ ἑπομένως ἀνενεργὸ δίχως περαιτέρω θεολογικὲς ἐπιπλοκές,
β) πρέπει νὰ γίνεται “ζήτησις περὶ πίστεως καὶ ἀκολούθως νὰ ἐκτίθεται ἀπόφασις καὶ ὅρος δογματικός”,
γ) ὀφείλουν, “νὰ εἶναι πάντα τὰ ἐκτιθέμενα παρ᾽αὐτῶν δόγματα καὶ οἱ κανόνες, ὀρθόδοξα εὐσεβῆ καὶ σύμφωνα ταῖς Θείαις Γραφαῖς, ἢ ταῖς προλαβούσαις Οἰκουμενικαῖς συνόδοις.” καὶ προσθέτει ὁ ὅσιος Νικόδημος τὸ “πολυθρύλλητον”, ὅπως λέει, ἀξίωμα τοῦ ἁγ. Μαξίμου, ὅτι: “ Τὰς γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ ”, καὶ πάλιν, “ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τὰς συνόδους.”,
δ) τέλος ὀφείλουν, “νὰ συμφωνήσουν καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ παρὰ τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων διορισθέντα, καὶ κανονισθέντα ἅπαντες οἱ ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ Ἀρχιερεῖς τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, εἴτε διὰ τῆς αὐτοπροσώπου παρουσίας αὐτῶν, εἴτε διὰ τῶν ἰδίων τοποτηρητῶν, ἢ καὶ τούτων ἀπόντων, διὰ γραμμάτων αὐτῶν.”[12].
Τὰ ἀνωτέρω ὀφείλουν νὰ ἀποτελέσουν τὸν ὁδηγὸ στὴν τελικὴ ἀξιολόγηση τόσο περὶ τοῦ οἰκουμενικοῦ-πανορθοδόξου χαρακτῆρα τῆς ΑκΜΣ, ὃσο καὶ περὶ τοῦ κατὰ πόσον ἀποτελεῖ ὂντως συνέχεια τῶν πρὸ αὐτῆς Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατὰ τὴν πίστιν.
Κατ᾽ἀρχὰς γεννᾶται τὸ ἐρώτημα, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον πληροῦται ὁ ὅρος ἀπαίτησις τοῦ κανονισμοῦ γιὰ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟ ΚΥΡΟΣ τῆς συνόδου. Ἡ μόνη δυνατὴ ἀπάντηση εἶναι ΟΧΙ, διότι:
Ἀπουσίαζαν ὡς γνωστὸν τέσσερεις τοπικὲς Ἐκκλησίες· ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνον αἵρεται ὁ πανορθόδοξος–οἰκουμενικὸς χαρακτῆρας της[13]·
Σὲ κείμενα ποὺ ἐκυκλοφόρησαν πρὶν τὴ σύνοδο ὑπῆρξε πυκνὴ ἀναφορὰ στὸν πρωτόγνωρο καὶ ἐξόχως προβληματικὸ χαρακτῆρα τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου.
Ἐν πρώτοις στὸ ἄρθο 8 παράγραφος 2 ὁρίζεται κατ᾽οὐσίαν ἡ ἀπαγόρευσις ἐλευθέρας τοποθετήσεως ἐπισκόπων ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπὶ νέων, μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες Διασκέψεις. Τοῦτο στὴ διαχρονικὴ λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ, συνιστᾶ βαρύτατη στρέβλωσή του καὶ οὐσιαστικὰ κατεργάζεται τὴ φίμωσή του καί τήν ἀκύρωσή του. Σὲ ὅλες τὶς συνόδους ὑπῆρχε ἡ πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου νὰ θέσει ζήτημα πρὸς συζήτηση καὶ ἐπίλυση. Ἀκολούθως στὸ 9,3, τὸ ὁποῖο λειτουργεῖ κατ᾽ οὐσίαν ὡς συνέχεια τοῦ 8,2, ἀπαγορεύεται ρητὰ πᾶσα παρέμβασης ἐπισκόπου, ἐπὶ ποινῇ ἀφαιρέσεως τοῦ λόγου(!), εἰς “ἐκτὸς θέματος” ζήτημα. Ἐν ἀντιθέσει, σ᾽ὅλες τὶς συνόδους τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρχε πλήρης ἐλευθερία λόγου εἰς πάντας, ἀκόμη καὶ σὲ μὴ ἐπισκόπους ὅπως βλέπουμε ἐπὶ παραδείγματι στὴ συζήτηση μοναχῶν καὶ ἁγίου Ταρασίου (Α´ πράξις Ζ´ Οἰκουμενικῆς συνόδου). Ἐπεκτείνονται δὲ οἱ ἀνωτέρω ἀπαγορεύσεις στὸ 10,3 περὶ “ἄσχετων διαλογικῶν ἀντιπαραθέσεων” τῶν ἐπισκόπων, ὡσὰν οἱ ἐπίσκοποι νὰ μὴν ἔχουν ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς τους καὶ τοῦ ὕψους τοῦ λειτουργήματός τους καὶ ἔτσι νὰ ἐκτρέπονται -δῆθεν- σὲ διενέξεις “ξένες, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετες πρὸς τὴν ἀποστολήν” τῆς συνόδου, ὅπως ἀναφέρεται στὸ κείμενο!
Στὸ 11,2 καθορίζεται ἡ ἀπαραίτητος “ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας” τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν, προσυνοδικὰ συμπεφωνημένων, κειμένων πρὸς διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Καί ἐρωτοῦμε: σὲ ποία Ὀρθόδοξο Σύνοδο σὲ ζήτημα δογματικὸ ὑπῆρχε ἡ περίπτωση ἀπορρίψεως δογματικῆς διατυπώσεως, (“τροπολογίας” κατὰ τὴν φρασεολογία τῆς συνόδου), καὶ ὅλα νὰ συνεχίζονταν “κανονικά”; Ὑπενθυμίζουμε αὐτὸ ποὺ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης μᾶς εἶπε ὅτι συνιστᾶ τὸν τρίτο ὅρο-ἰδίωμα ἀληθοῦς Οἰκουμενικῆς συνόδου: τὸ ὀρθόδοξον τῶν δογμάτων της. Εἶναι δυνατὸν ἐπὶ δογματικοῦ ζητήματος νὰ ὑπάρχει διαφωνία καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε; Καθίσταται λοιπὸ σαφὲς ὅτι ἡ λεγομένη ΑκΜΣ λειτουργοῦσε ὡς νὰ ἦταν ἡ Βουλὴ ὅπου ψηφίζουν βουλευτὲς πολιτικῶν κομμάτων ὑπὲρ ἢ κατὰ μίας τροπολογίας νόμου τοῦ κράτους, καὶ ὄχι ἁγιοπνευματικὴ σύναξις ποιμένων ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ…
Τὸ 12,1 ἀναφέρεται στὰ περὶ τῆς ψηφοφορίας ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων καὶ διαμορφώνει μία πραγματικότητα κατ᾽ ἐπίφασιν συνοδικὴ μὲν, ἐν πράγματι δὲ πλήρως ἀντισυνοδικὴ καὶ παντελῶς ἀμάρτυρη στὴν καθολική, ἁγιοπνευματική, συνοδικὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ διαχρονικὰ ἀκολουθούμενη πρακτικὴ ὅλων τῶν συνόδων, Τοπικῶν ἢ Οἰκουμενικῶν, ἦταν ἡ πλήρης καὶ ὁμότιμη συμμετοχὴ τῶν ἁπανταχοῦ ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων. Οἱ ἐπίσκοποι, ἀκριβῶς λόγῳ τοῦ ὁμοτίμου τῆς ἀρχιερωσύνης τους, ψήφιζαν πάντες καὶ δὲν ἦσαν -δῆθεν- ἐκπροσωπούμενοι ἀπὸ τὸν πρῶτο τους καὶ τὴν ψῆφο του. Ἡ νέα αὐτὴ διαδικασία ἀκύρωσε τὴ διαχρονικὴ ἐκκλησιολογικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁμοτίμου ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον, διαχώρισε κυριαρχικὰ τοὺς πρώτους, (τοὺς προέδρους δηλαδὴ τῶν τοπικῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν), ἀπὸ τοὺς περὶ αὐτῶν ἐπισκόπους, μὲ συνέπεια τὴ διαμόρφωση δύο τύπων ἐπισκόπων: ἀφ᾽ ἓνὸς τοῦ πρώτου καὶ ἀφ᾽ ἑτέρου ὃλων τῶν ὑπολοίπων, μὲ οὐσιαστικὴ διάκριση ὁ πρῶτος νὰ ψηφίζει, ἀντιπρόσωπος πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ὄχι. Ἡ συνοδικότητα κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ὁδηγήθηκε σὲ κάτι νέο, τὸ ὁποῖο μετὰ τὴ Κρήτη θὰ λειτουργεῖ ὡς παραδεδομένο ἱστορικὸ προηγούμενο ποὺ θὰ καθορίζει πλέον τὴν λειτουργία καὶ ὅλων τῶν μετέπειτα μεγάλων συνόδων, ὅπου ἤδη ἔχει ἀγγελθεῖ ὅτι θὰ ὑπάρξουν. Καί μέ ἄλλα λόγια, αὐτοί πού ἐξῆραν τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ἴδιοι, διὰ νὰ μπορέσουν νὰ ὑπερψηφίσουν καὶ νά περάσουν τίς θέσεις τους συνοδικά, τὴν κατέλυσαν μέ τόν πιὸ βάναυσο τρόπο.
Συνυφασμένο μὲ τὸ 12,1 εἶναι καὶ τὰ 12,2 καὶ 12,3 στὰ ὁποῖα ἐπεκτείνεται ἡ ἐκθεμελίωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος, ὀρθοδόξως νοουμένου, μὲ συνέπεια τὴν ἵδρυση ἑνὸς νέου τοιούτου, τοῦ ἐπισκόπου–αὐλικοῦ. Συγκεκριμένα, γιὰ νὰ ὑπάρξει καταφατικὴ ἢ μὴ ψῆφος ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων, ὑπὸ τοῦ πρώτου ἑκάστου τοπικῆς Ἐκκλησίας προηγεῖται ἐσωτερικὴ ψηφοφορία ὅλης τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς κάθε τοπικῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὴν ὁποία δύναται νὰ μὴν ὑπάρχει ὁμοφωνία, καὶ ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων. Μὲ ἁπλὰ λόγια δύνανται ἕνας ἢ καὶ περισσότεροι ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνήσουν, ἀλλ᾽ὡς μειοψηφοῦντες ἀποδέχονται τὴν ἀπόφαση, ποὺ εἶναι τελικὰ ἀπόφαση τῆς πλειοψηφίας! Ἡ ἀξιολόγηση δέ τῶν δαφωνιῶν, συνιστᾶ πλέον κατὰ τὸ 12,3 “ἐσωτερικὸν ζήτημα” ἑκάστου τοπικῆς Ἐκκλησίας! Ἀποτέλεσμα ὃλων αὐτῶν εἶναι κάποιος μειοψηφῶν, κατὰ τὴν ἐσωτερικὴ ψηφοφορία τῶν ἐπισκοπικῶν ἀντιπροσωπειῶν ἐπίσκοπος, μὲ δεδηλωμένη διαφωνία ἐπὶ δογματικοῦ ζητήματος[14] ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐπιστρέφει στὴν ἐπισκοπή του καὶ νὰ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ διδάξει τ᾽ἀντίθετα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἐδίδασκε προτοῦ ἀναχωρήσει γιὰ τὴ σύνοδο· αὐτὸ ἦταν καὶ τὸ τελικὸ ζητούμενο τοῦ νεοπαγοῦς τρόπου “ὁμοφωνίας” ἐπὶ τῶν τελικῶν κειμένων, ὅσον ἀφορᾶ τὴ ζωὴ τῆς κάθε, ὑπὸ ἐπίσκοπον, τοπικῆς (=local) Ἐκκλησίας.
Περαιτέρω ἔγκριση τῶν ἀποφάσεων τῆς ΑκΜΣ δὲν προβλέπεται, δηλαδὴ οἱ ἀποφάσεις της εἶναι τελεσίδικες καὶ ὅπως ρητῶς ἀναφέρεται στὸ 13,2 ἔχουν πλέον πανορθόδοξο κῦρος καὶ ἁπλῶς κοινοποιοῦνται στὶς αὐτοκέφαλες τοπικὲς Ἐκκλησίες πρὸς ἐνημέρωσιν τοῦ ποιμνίου τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων.
Κλείνοντας αὐτά τά λίγα περὶ τοῦ Κανονισμοῦ τῆς ΑκΜΣ περιοριζόμαστε νὰ δηλώσουμε αὐτὸ ποὺ ἤδη ἔχει γίνει σαφές: ἡ σύναξη τῆς Κρήτης δὲν πληροῖ ἀπολύτως κανένα κριτήριο ὀρθοδόξου συνόδου· οἱ ὅροι λειτουργίας της καὶ ἡ διεξαγωγὴ τῶν ἐργασιῶν της ποὺ ὡδήγησαν καὶ στὶς σχετικὲς ἀποφάσεις της, συγκροτοῦν κυριολεκτικὰ μία ἀντισύνοδο καὶ δίχως ἀμφιβολία αὐτὸ ποὺ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία χαρακτηρίζεται ὡς ψευδοσύνοδος. Ἡ ἐπιβολὴ τῆς παρουσίας μάλιστα ἀνιέρων, ἑτεροδόξων, ψευδεπισκόπων τόσο στὸ ἄνοιγμα ὃσο καὶ στὸ κλείσιμο τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, κάτι ποὺ καὶ αὐτὸ προβλέπεται ἀπὸ τὸν Κανονισμό της (ἄρθρο 14), μᾶς σαφηνίζει τὸ γενικὸ τόνο, τὸν χαρακτῆρα καὶ τὸ σκοπὸ τῆς συγκεκριμένης συνάξεως.
Στό 22ο ἄρθρο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο» γράφει : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Τό ἀνωτέρω, μή ἔγκυρο ἄρθρο εἶναι αἱρετικό, ἐπειδή παραβίαζει τήν ἐκλησιολογική ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας (λοιπῶν κληρικῶν, μοναχῶν και λαϊκῶν, μαζί μέ τούς ἀρχιερείς, συνοδικούς καί μή συνοδικούς) νά ἀποδεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει ἐκ τῶν ὑστέρων τίς ἀποφάσεις σέ θέματα πίστεως, καταστώντας ὑποχρεωτικές τίς ἀποφάσεις ἀκόμη καί ἄν δὲν εἶναι σύμφωνες μέ τίς προηγούμενες Ὀρθόδοξες Συνόδους.
Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς διώξεων, καθαιρέσεων καί ἀφορισμῶν τῶν ἀντιδρώντων στὴν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἐκ μέρους τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στὴν σίγουρη αὐτή περίπτωση διώξεως ὅσων διακόψουν τό μνημόσυνο ἀπὸ τὴν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, θὰ πρέπει νὰ καταστεῖ γνωστό καὶ σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά διασωθεῖ καί θὰ ὑφίσταται μόνο στοὺς διακόψαντας τό μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, καί ὄχι στὴν ἐπίσημη Διοικοῦσα «Ἐκκλησία», ἡ ὁποία, διὰ τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», θά καταστεῖ οἰκουμενιστική καί νεοεποχίτικη.
Γιά νά ἦταν λοιπόν αὐτή ἡ λεγομένη σύνοδος Ὀρθόδοξη, θά ἔπρεπε:
1ον) Νά καταδίκαζε τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤ θρησκευτικοῦ Συγκρητισμοῦ.
2ον) Νά καταδίκαζε τό Παγκόσμιον Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὡς Παγκόσμιον Συμβούλιο αἱρέσεων, μέ διακήρυξη πώς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, καί πώς μόνον μέσα στούς κόλπους της, κατορθοῦται ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Σωτηρία μας.
3ον) Ἡ Σύγκληση νά γινόταν μέ ἔγκυρη ἀπόφαση, καί ὄχι ὄπως ἔγινε, κατά παράβαση δηλ. τῆς πάγιας ἀρχῆς τῆς Ὀμοφωνίας στήν συνεργασία τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
4ον) Νά εἶχαν ὅλοι οἱ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀποφασιστική ψῆφο, κατὰ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καὶ τὸ Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, καί ὄχι μόνον οἱ δέκα αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, κατά τό πρότυπο τοῦ Ὀργανισμοῦ Διαχριστιανικοῦ Συγκριτισμοῦ μέ τίτλο Π.Σ.Ε.
5ον) Νά μήν αὐτοαναγορευόταν σέ ἀνώτατη αὐθεντία σέ θέματα πίστεως, διότι ἡ ἀνώτατη αὐθεντία σέ σχέση μέ τό ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἀνήκει μόνον στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. στὶς συνόδους τῶν συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις σὲ θέματα πίστεως ἐκ τῶν ὑστέρων ἐγκρίνονται ἀπὸ τούς λοιπούς ἀρχιερεῖς καὶ γίνονται δεκτές ἀπὸ τούς λοιπούς κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, καί τό κανονικό δίκαιο.
6ον) Νά εἶχε ἀσχοληθεῖ μέ τό παλαιοημερολογίτικο ζήτημα, καί μάλιστα, ἔτσι ὥστε νά ἐπανερχόμασταν στήν ἐκκλησιαστική κατάσταση πρὶν τὸ 1924.
7ον) Νά καταδίκαζε τήν Μασονία, τόν Χιλιασμό, τόν Νεοπαγανισμό, τήν Σαϊεντολογία, καθώς καί ἄλλες καινούργιες αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες πού προσηλυτίζουν καὶ ἀπομακρύνουν τοὺς χριστιανούς ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωή.
8ον) Νά καταδίκαζε τήν λεγόμενη Μεταπατερική Θεολογία. Δυστυχῶς, ἀρκετοί Ἱεράρχες καί θεολόγοι μακριά ἀπό τό Πατερικό, ἀσκητικό καί ὀρθόδοξο φρόνημα, θεωροῦν ὅτι δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τούς Πατέρες καί ὅτι ἡ θεολογία τους εἶναι ξεπερασμένη γιά τήν ἐποχή μας. Ἄν εἶναι δυνατόν ! Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ φωτεινοί ὁδοδεῖκτες γιά κάθε ἐποχή.
9ον) Νά καταδίκαζε τήν Νεοαθεΐα, γιατί βλέπουμε πώς καί στή χώρα μας ἔχει δημιουργηθεῖ «Ἕνωση Ἀθέων», ἡ ὁποία κάνει, δυστυχῶς, μεγάλη ζημιά στήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἐπηρεάζοντας κυρίως τίς νεαρότερες ἡλικίες.
10ον) Νά καταδίκαζε τό ἠλεκτρονικό φακέλωμα καί τίς πάσης φύσεως κάρτες πολίτου, πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν παγκόσμια δικτατορία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν σωζωμένων ἀποτελεῖται μόνο ἀπό: «τὸ ἄθροισμα τῶν Ἁγίων τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον»[15] κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη.
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια. «Δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσοι δὲν βρίσκονται στὴν ἀλήθεια» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.[16]
Διακόπτω λοιπόν ἱεροκανονικῶς τήν κοινωνία ὄχι μόνον μέ ἐσᾶς, ἀλλά καί μέ ὅσους κοινωνοῦν μέ ὅλους αὐτούς πού δέχθηκαν τήν ψευδοσύνοδο συμφώνως μέ τόν 15ο κανόνα. Ὁ ιε΄ Ἱερός Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου Πατριάρχου Κων/λεως (861 μ.Χ.) διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι· τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, καί σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς πρὸς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἐκεῖνα ὁποὺ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύει τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρὸ τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον, ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον».
Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι εἶναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[17].
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανῶν εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), ὁ λγ΄τῆς ἐν Λαοδικείας τοπικῆς Συνόδου, οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Κατόπιν ὅλων αὐτῶν, σᾶς ἐπισυνάπτω δύο ἐπιστολές, τήν ὁμολογιακή ἐπιστολή διακοπῆς κοινωνίας τῶν ἁγιορειτῶν πατέρων πρός τήν κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τήν ἐπίσης ὁμολογιακή ἐπιστολή διακοπῆς κοινωνίας τοῦ Γέροντος Σάββα Λαυριώτου πρός τόν οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, καθώς καί ἕνα κείμενο μέ ἱστορικές πηγές τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως τῶν ἁγίων, μέ τούς κανόνες καί τίς ρήσεις ἀπό τήν Ἁγία Γραφή πού κατοχυρώνει τήν δική μου ἀποτείχιση.
Σεβασμιώτατε,
Ἡ Ὀρθόδοξος Πίστη, ὅπως μᾶς τὴν παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες, εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας.
Ἡ τήρηση τῆς περί ἀγάπης ἐντολής τοῦ Χριστοῦ προϋποθέτει τὴν τήρηση τῆς ἀλήθειάς Του ἀκαινοτόμητης.
Ἡ ὀρθόδοξος Ἀνατολική Εκκλησία, καὶ καμία ἄλλη, εἶναι ἡ Μία, Αγία, Καθολική καὶ Ἀποστολική τοῦ Χριστοῦ Εκκλησία. Ὅλοι οἱ ἐκτός Αὐτῆς εἶναι αἱρετικοί.
Ὁ ἀγώνας ἐνάντια στὴ «λαίλαπα» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτῆς τῆς φοβερῆς καὶ τρομερῆς Παν-Αιρέσεως ποὺ δὲν ἔχει προηγούμενο μέσα στὴ δισχιλιετή ἐκκλησιαστική ἱστορία, εἶναι πάντα ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς ἱερούς Κανόνες, τὶς ἑπτά σὺν δύο Οἰκουμενικές Συνόδους, τἰς ἐντολές καὶ τὰ πρότυπα τῶν Ἁγίων καὶ τῶν Θεοφόρων Πατέρων. Ὅσοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί προβαίνουμε στὴν πράξη τῆς ἱεροκανονικῆς ἀποτειχίσεως, ὄχι μόνο σχίσμα δὲν προξενοῦμε ἀλλά, ἀντιθέτως, διαφυλάττουμε ἀνόθευτη τὴν Ὀρθόδοξο Πίστη καὶ ἐλευθερώνουμε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων τῶν ψευδο-επισκόπων, ὅπως εἶσθε ἐσείς καὶ οἱ «ὁμοϊδεάτες» σας.
Ἀντιθέτως, ὅλοι ἐσεῖς θέσατε ἑαυτούς ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν συναπαρτίζουμε πλέον μόνον οἱ ἱεροκανονικῶς ἀποτειχισμένοι.
Ὀλιγώρησα νὰ κάνω τὴν παρούσα δήλωση & ὁμολογία καὶ εἶμαι, ὡς πρὸς αὐτό, ὑπόλογος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Ὡς ἁμαρτωλός, λοιπόν, ἀλλά πάντοτε μέλος τοῦ Σώματός Του, ἦρθε ἡ στιγμή νὰ ἀσκήσω τὸ ἱερό δικαίωμά μου νὰ ὑπερασπισθῶ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ νὰ ἐκπληρώσω τὸ πιὸ ἱερό καθῆκον μου, νὰ ὁμολογήσω τὸν Χριστό καὶ τὴν Ἀλήθειά Του.
Ἀκριβῶς, λοιπόν, ἐπειδή εἶμαι ἁμαρτωλός, Τὸν ὁμολογῶ μὲ τὴν παρούσα, ἔχοντας τὴν ἑδραία πεποίθηση ὅτι, ἄν μή τι ἄλλο, τουλάχιστον θὰ γλιτώσω τὴ γέεννα τῆς ἀπωλείας καὶ τὴ συναρίθμησή μου μὲ ὅσους ἐκείνους, ποὺ οἱ ἅγιοι ὁμολογητές καὶ οἱ Σύνοδοι & οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, κατεδίκασαν ὡς κοινωνοῦντες μὲ τοὺς κακοδόξους καὶ αἱρετικούς.
Ὡς ἐκ τῶν ἀνωτέρω, ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς καὶ ἐν πλήρη ἐπιγνώσει δηλώνω, πρὸς ὑπεράσπισιν τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας μου καὶ πρὸς ὁμολογίαν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστης μου, τὰ ἑξῆς :
- Ἀρνοῦμαι καὶ ἀπορρίπτω :
α. Ὅλες τὶς ἀποφάσεις τῆς «ληστρικῆς» ψευδο–συνόδου τοῦ Κολυμβαρίου Κρήτης τοῦ ἔτους 2016, ὡς αἱρετικῆς καὶ στερουμένης Ἁγίου Πνεύματος.
β. Τὴν ἀνακήρυξη τῆς ψευδο–αυτοκεφαλίας τῆς σχισματικῆς καὶ ἀχειροτονήτου Οὐκρανικής «Ἐκκλησίας» ὡς ἱεροκανονικῶς αὐθαίρετης εἰσπήδησης στὴν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας.
γ. Ὅλα τὰ ἀνωτέρω πεπραγμένα ὑμών καὶ τῶν ὁμοϊδεατῶν σας, ἐπισκόπων καὶ πρεσβυτέρων, ἀπό τὸ Μάρτιο τοῦ 2020 μέχρι σήμερα, μὲ πρόφαση τὴν πανδημία τῆς Covid-19, ὡς ἀντορθόδοξα, ἀντιεκκλησιαστικά καὶ ἀπότοκα τῆς ἀποδοχῆς ἀπό ἐσᾶς καὶ ἐκείνους τῶν ἀποφάσεων τῆς ἄνω ψευδο–συνόδου καὶ τῆς παναίρεσης τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
- Ἐφαρμόζοντας τὸν 31ο ἱερὸ ἀποστολικό Κανόνα καὶ τὸν 15ο Ιερό Κανόνα τῆς Α΄&Β΄ Ἁγίας Συνόδου, παύω νὰ σᾶς ἀναγνωρίζω ὡς Ποιμένα <<εἰς τύπον Χριστοῦ>> καὶ <<τρόπων μέτοχο>> τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅπως καὶ ὅλους ὅσους κοινωνοῦν μαζί σας & μὲ τὸν ἀρχιαιρεσιάρχη Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κ. Βαρθολομαῖο (διάδοχο καὶ συνεχιστή τῶν ὁμοφρόνων του Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως κ. Δημητρίου & Ἀθηναγόρα) καὶ τοὺς ὁμοφρονοῦντες οἰκουμενιστές συνεργάτες ὑμῶν & ἐκείνου.
- Διακόπτω κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μεθ᾽ὑμῶν & μετ᾽ἐκείνων καὶ ἱεροκανονικῶς ἀποτειχίζομαι τῆς Οἰκουμενιστικῆς αἵρεσης ὑμῶν & ἐκείνων, ἄχρι καιροῦ, ἤτοι μέχρι τὴν ἐξ εἰλικρινοῦς καρδίας μετανοίας ὑμῶν & ὅλων τῶν ἀνωτέρω ἢ τὴν διά Συνόδου καταδίκης ὁμοίως ὑμῶν & ἐκείνων.
- Παραμένω ἐντός τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι μόνον ἡ Ὀρθόδοξος Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἀναγνωρίζοντας ὅτι τὴν συγκροτοῦν μόνον ἐκεῖνοι (μοναχοί, κληρικοί και λαϊκοί) ποὺ ἔχουν ἐπωνύμως, ἐγγράφως & ἐνυπογράφως δηλώσει πρὸς ἐσᾶς & τοὺς «ὁμοϊδεάτες» σας Ἐπισκόπους τὴν ἱεροκανονική ἀποτείχισή τους καὶ τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς τους.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀρνοῦμαι καὶ δὲν κοινωνῶ μὲ ἐκείνους τοὺς «ἀντι-οικουμενιστές» (μοναχούς, κληρικούς και λαϊκούς), οἱ ὁποῖοι, μὲ κάθε ἄλλον τρόπο πλὴν τοῦ ἀνωτέρω ποὺ εἶναι σαφής καὶ δεσμευτικός, κατονομάζουν ὡς αἵρεση τὸν Οἰκουμενισμό ἀλλά εἴτε ἐξακολουθοῦν νὰ συμμετέχουν στὴ θεία λειτουργία & στὰ ἱερά μυστήρια μὲ λειτουργοῦντες ἢ μνημονευομένους αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους ἢ Πατριάρχες, οὕτω αὐτοαναιρούμενοι στὴν ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς τους, εἴτε ἐξακολουθοῦν νὰ συλλειτουργοῦν, ἢ νὰ μνημονεύουν στὴ θεία λειτουργία, τέτοιους αἱρετίζοντες οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους ἢ Πατριάρχες, ἀφήνοντας μὲ τὴ διγλωσσία τους καὶ τὴν ἀμφίσημη ἐκκλησιολογική πρακτική τους τὸ μὲν ὀρθόδοξο ποίμνιο κλυδωνιζόμενο καὶ ἀποπροσανατόλιστο καὶ ἄρα, μακράν τῆς ἐν Χριστῶ σωτηρίας, τὴν δὲ Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία καὶ Πίστη ἔκθετες καὶ ἀνυπεράσπιστες σὲ αἱρετικές ἐπιθέσεις.
- Ἀπέχω ἀπό κάθε εἴδους παρασυναγωγή ἢ σχισματική κίνηση καὶ ὁμάδα, εἴτε τῶν Γ.Ο.Χ. καὶ τῶν «Ἐπισκόπων» τους, εἴτε τοῦ «Ἐπισκόπου» κ. Ἐπιφανίου καὶ τῶν σχισματικῶν & ἀχειροτόνητων κληρικῶν τῆς ἀνωτέρω ψευδο-Οὐκρανικῆς «Ἐκκλησίας» ποὺ «προστατεύονται» ἀπό τὸν κ. Βαρθολομαῖο, καθώς καὶ ὁποιουδήποτε ἄλλου ποὺ συγκοινωνεῖ μαζί τους.
<<Οὐκ ἀρνησόμεθά σε φίλη Ὀρθοδοξία,
οὐ ψευδόμεθά σε πατροπαράδοτον σέβας.
Ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, ἐν σοὶ ζῶμεν, ἐν σοὶ κοιμησόμεθα.
Εἰ δὲ καὶ καλέσει καιρός καὶ μυριάκις ὑπέρ σοῦ τεθνηξόμεθα>>.
(Ἰωσήφ Βρυέννιος)
[1] Τό ὑπό τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ-Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015) ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἀγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ θέμα : «Απόφασις˙ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο», δημοσιεύθηκε, συμφώνως πρός τάς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού πραγματοποιήθηκε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, στίς 28-1-2016 στήν ἡλεκτρονική διεύθυνση : http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
[2] Στὰ κείμενα τῆς Κρήτης ὁ ὅρος “αἱρετικός” ἔχει πλήρως ἐξοβελισθεῖ καὶ ἀντ᾽ αὐτοῦ ἔχει εἰσαχθεῖ αὐτὸς τοῦ “ ἑτεροδόξου”.
[3] Νὰ σημειώσουμε ὃτι τὸ πρόβλημα μὲ τοὺς γάμους, δὲν εἶναι διόλου καινούργιο, ξεκινᾶ κυριολεκτικὰ μὲ τὶς ἀπαρχὲς τῆς Ἐκκλησίας.
[4] Catechism of the Catholic Church, Libreria Editrice Vaticana, 20112
[8] Νὰ σημειωθεῖ πάντως ὅτι οὐδαμοῦ χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “οἰκονομία”, καὶ τοῦτο διότι θὰ ἔπρεπε: α) νὰ ἔχουν καλῶς καθοριστεῖ τὰ ὅριά της καὶ ὁ ἀκριβὴς χαρακτῆρας της, καὶ β) νὰ ἔχει θεσμοθετηθεῖ μέσω σχετικοῦ συνοδικοῦ κανόνος.
[9] Κυρίως ἦταν ἡ ἀπόφασή της γιὰ τὴν υἱοθέτηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (μέσω τοῦ συνοδικοῦ Διατάγματος Unitatis Redintegratio), ὡς μεθόδου ἑνώσεως τῶν “χριστιανῶν”, καθὼς καὶ οἱ μεγάλες ἀλλαγὲς ποὺ ἐπέφερε στὴ λειτουργικὴ ζωὴ (λειτουργικὴ μεταρρύθμιση).
[10] Brun, ὃ.π. σελ. 231
[11] Ἀναλυτικὰ, Brun, .ὃ.π. σελ. 232-234
[12] Ὁσίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1957, σελ. 118
[13] Ἐπ᾽αὐτοῦ σημειώνει ὁ ὃσιος Νικόδημος ὃτι τυχὸν ‟ἀσυμφωνία τινῶν Πατριαρχῶν, καὶ τὰς Οἰκουμενικὰς ποιεῖ Τοπικὰς.” ὃ.π. σελ. 119
[14] Τὸ μεγαλύτερο παράδειγμα εἶναι αὐτὸ, περὶ τῆς άποδοχής ἢ ὂχι τοῦ ἓκτου κειμένου, μὲ δογματικὸ ζητούμενο τὴν ἀναγνώριση ἐκκλησιαστικότητος στοὺς ἑτεροδόξους.
[15] Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, P.G. 78,685A.
[16] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ἅπαντα», Β΄, σ. 627.
[17] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 358.