Η ΠΕΡΙ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ, ήτοι
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΩΝ ΣΥΝΟΔΩΝ Α’, Β’ και Η’

Α’ Εισαγωγικά τινά

Παραλείπομεν ιδιαίτερον κεφάλαιον περί Θεού διότι ο Χριστός αποκαλύπτει πάντοτε εν Εαυτώ τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω, δηλαδή την Αγίαν Τριάδα, και ουδέποτε άλλην διδασκαλίαν περί Θεού. Αλλά τούτο ισχύει όχι μόνον δια τας φανερώσεις Αυτού του Χριστού προς τους αποστόλους, αλλ’ ισχύει και δια τους προφήτας.

Δι’ όλους τους αρχαίους θεολόγους και δι’ ολόκληρον την ορθόδοξον παράδοσιν ο εμφανίσας εν Εαυτώ τον Θεόν εν τω Πνεύματι Αυτού είναι ο Χριστός, Όστις λέγεται εις την Παλαιάν Διαθήκην Κύριος, Κύριος της Δόξης, Άγγελος του Κυρίου, Άγγελος της Δόξης, Κύριος Σαβαώθ, ο Ών, Θεός Αβραάμ, Θεός Ισαάκ, Θεός Ιακώβ, Μεγάλης βουλής Άγγελος, κ.λ.π.

Ότι ουδείς γνωρίζει τον Πατέρα ειμή εκείνος εις τον οποίον ο Χριστός αποκαλύπτει Αυτόν, είναι η βασικωτέρα γνωσιολογική αρχή της Αγίας Γραφής. Ο Χριστός περί τούτου σαφώς διδάσκει, “πάντα μοί παρεδόθη υπό του πατρός μου, και ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι”.1

Ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής εκφράζει την αρχήν ταύτην ως εξής, “Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε, ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο”.2 Προηγουμένως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εξέφρασε το γεγονός ότι “ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας. Ιωάννης μαρτυρεί περί αυτού και κέκραγεν λέγων, ούτος ήν όν είπον, ο οπίσω μου ερχόμενος έμπροσθέν μου γέγονεν, ότι πρώτός μου ήν. Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος, ότι ο νόμος δια Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια δια Ιησού Χριστού εγένετο”.3

Επομένως ο Χριστός Λόγος ή ο σεσαρκωμένος Λόγος αποκαλύπτει την δόξαν Αυτού εις τους αποστόλους αλλά και εις τους προφήτας και ούτως εν Εαυτώ τον Πατέρα. Όμως την ουσίαν του Πατρός γνωρίζει μόνον ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα και την ουσίαν του Υιού και του Πνεύματος μόνον ο Πατήρ, το δε Πνεύμα ερευνά τα βάθη του Θεού. Οι θεούμενοι βλέπουν αοράτως και γνωρίζουν υπεραισθητώς και υπερνοητώς την δόξαν της Αγίας Τριάδος, δηλαδή δια του φωτός Λόγου βλέπουν εν τω φωτί Πνεύματι το αρχέτυπον φώς, ήτοι τον Πατέρα.

Η δόξα ή η θεότης του Πατρός φανερούται εν Χριστώ εις τους αποστόλους εις δύο στάδια 1) δια της διδασκαλίας και των θαυμάτων του Χριστού, “ταύτην εποίησεν αρχήν των σημείων ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την δόξαν αυτού, και επίστευσαν εις αυτόν οι μαθηταί αυτού”,4 και 2) δια της εν θεωρία αποκαλύψεως της ιδίας δόξης και βασιλείας και θεότητος εις τους φίλους γενομένους του Χριστού ως συνέβη εις το Βάπτισμα, την Μεταμόρφωσιν και μετά την Ανάστασιν, ως ήδη ανεπτύξαμεν.5

Παραθέτομεν από το Ευαγγέλιον του Ιωάννου την σαφεστέραν ίσως έκφρασιν της εν προκειμένω γνωσιολογικής αρχής ήν αναπτύσσει ο Ίδιος ο Λόγος, “μή ταρασσέσθω υμών η καρδία, πιστεύετε εις τον Θεόν, και εις εμέ πιστεύετε εν τη οικία του πατρός μου μοναί πολλαί εισιν, ει δε μή, είπον αν υμίν, πορεύομαι ετοιμάσαι τόπον υμίν, και εάν πορευθώ και ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι και παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν, ίνα όπου ειμί εγώ, και υμείς ήτε. Και όπου εγώ υπάγω οίδατε, και την οδόν οίδατε. Λέγει αυτώ Θωμάς, Κύριε, ουκ οίδαμεν που υπάγεις, και πώς δυνάμεθα την οδόν ειδέναι; Λέγει αυτώ ο Ιησούς, εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή, ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ει μη δι’ εμού. Ει εγνώκειτέ με, και τον πατέρα μου εγνώκειτε άν, και απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν και εωράκατε αυτόν. Λέγει αυτώ Φίλιππος, Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν. Λέγει αυτώ ο Ιησούς, τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί, και ουκ εγνωκάς με, Φίλιππε; Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον πατέρα πώς συ λέγεις, δείξον ημίν τον πατέρα; Ου πιστεύεις ότι εγώ εν τω πατρί και ο πατήρ εν εμοί εστιν; Τα ρήματα ά εγώ λαλώ υμίν, απ’ εμαυτού ου λαλώ ο δε πατήρ ο εν εμοί μένων αυτός ποιεί τα έργα”.6

Ο τόπος και η μονή του Θεού είναι η δόξα εν ή κατοικεί η Αγία Τριάς. Η δόξα αύτη μερίζεται εν μεριστοίς αμερίστως και γίνεται μοναί πολλαί και δια τους θεουμένους κόλπος του Αβραάμ και τόπος εν ω κατοικεί ο Χριστός μετά των φίλων Αυτού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον, όπου είναι ο Χριστός, είναι και οι φίλοι Αυτού, ασχέτως αν ευρίσκονται εντεύθεν ή πέραν του τάφου, διότι η θέωσις των φίλων του Θεού αρχίζει εντεύθεν του τάφου, ως συνέβη με τους προφήτας, τους αποστόλους και τους αγίους. Ο Χριστός δια του θανάτου και της Αναστάσεως Αυτού επάτησε τον θάνατον, ώφθη τοις αποστόλοις εν τω φυσικώ Αυτού φωτί της δόξης και θεότητος, επορεύθη προς τον Πατέρα, δηλαδή ανελήφθη εις τους ακτίστους ουρανούς εκάθησεν εν δεξιά του Πατρός, και την Πεντηκοστήν επανήλθεν εν Πνεύματι Αγίω κατά τοιούτον τρόπον, ώστε και η ανθρωπίνη φύσις Αυτού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς και ούτως ολόκληρος ο Χριστός υπάρχει ενεργών εν εκάστη ενεργεία του Πατρός και του Πνεύματος του Αγίου.

Ούτως εντός των πλαισίων αυτών γίνεται αντιληπτόν το “ουδείς έρχεται προς τον πατέρα ει μη δι’ εμού. Ει εγνώκειτέ με, και τον πατέρα μου αν ήδειτε. Απ’ άρτι γινώσκετε αυτόν και εωράκατε”.7 Ταύτα βασίζονται εις το γεγονός ότι ο Λόγος είναι απαράλλακτος Εικών του Πατρός και ότι ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ του Αρχετύπου Πατρός και της Εικόνος Αυτού εκτός από τας υποστατικάς ιδιότητας. Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν ο Λόγος είπεν, “ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα”.8 Ότι ταύτα αναφέρονται εις την άκτιστον φύσιν και τας ακτίστους ενεργείας του Λόγου είναι η διδασκαλία τώς Πατέρων, οίτινες κατεπολέμησαν τους ισχυρισμούς των Μοναρχιανών ότι αναφέρονται εις την ανθρωπίνην φύσιν του Λόγου.9

 

Β’ Η Παλαιά Διαθήκη ως βάσις της Καινής

Πρέπει να τονισθή όμως ότι ταύτα δεν σημαίνουν ότι οι προφήται δεν εγνώρισαν τον Πατέρα, διότι τάχα ο Χριστός δεν είχεν ακόμη γεννηθή. Τουναντίον η Καινή Διαθήκη σαφώς διδάσκει ότι οι προφήται εγνώρισαν τον Θεόν εν Χριστώ και προ της ενσαρκώσεως Αυτού.

Περί τούτου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης σαφώς μαρτυρεί αναφερόμενος εις την υπό του Ησαΐα θεοπτίαν εν τω κεφ. 6 του βιβλίου αυτού ως υπ’ αυτού θέαν του Λόγου, δηλαδή του Χριστού. “Τοσαύτα δε αυτού σημεία πεποιηκότος έμπροσθεν αυτών ουκ επίστευον εις αυτόν, ίνα ο λόγος Ησαΐου του προφήτου πληρωθή όν είπεν, Κύριε, τις επίστευσε τη ακοή ημών; Και ο βραχίων Κυρίου τίνι απεκαλύφθη; Δια τούτο ουκ ηδύνατο πιστεύειν, ότι πάλιν είπεν Ησαΐας, τετύφλωκεν αυτών τους οφθαλμούς και επώρωσεν αυτών την καρδίαν, ίνα μη ίδωσιν τοις οφθαλμοίς και νοήσωσιν τη καρδία και στραφώσιν, και ιάσομαι αυτούς (Ησ. 6, 9-10). Ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδε την δόξαν αυτού και ελάλησε περί αυτού.”1

Ο Ησαΐας περιγράφει την υπ’ αυτού θέαν ταύτην της δόξης του Χριστού ως εξής, “καί εγένετο του ενιαυτού, ου απέθανεν Οζίας ο βασιλεύς, είδον τον Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου και πλήρης ο οίκος της δόξης αυτού. Και Σεραφείμ ειστήκεισαν κύκλω αυτού, έξ πτέρυγες τω ενί και έξ πτέρυγες τω ενί, και ταις μεν δυσί κατεκάλυπτον το πρόσωπον, ταις δε δυσί κατεκάλυπτον τους πόδας και ταις δυσίν επέταντο και εκέκραγεν έτερος προς τον έτερον και έλεγον, άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πάσα η γη της δόξης Αυτού. Και επήρθη το υπέρθυρον από της φωνής, ής εκέκραγον, και ο οίκος επλήσθη καπνού. Και είπον, ω τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ών και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον Βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις οφθαλμοίς μου”.2

Ακολουθούντες τους ελληνόφωνας Ρωμαίους Πατέρας εν προκειμένω οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι άγιοι Ιλάριος Πηκτάβων3 και Αμβρόσιος Μεδιολάνων επικαλούνται την ερμηνείαν ταύτην της προς τον Ησαΐαν θεοφανείας κατά τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην, ίνα αποδείξουν το άκτιστον του Λόγου κατά των Αρειανών. Ο δε Γρηγόριος Νύσσης συνοψίζει την εν προκειμένω διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως χρησιμοποιών την ερμηνείαν του Ιωάννου αλλά και του αποστόλου Παύλου, ίνα αποδείξη το άκτιστον και του Αγίου Πνεύματος εναντίον του Ευνομίου ως εξής, “αλλά και έτι δια του προφήτου Ησαΐου περί της γενομένης αυτώ θεοφανείας, ότε είδε τον καθήμενον επί θρόνου υψηλού και επηρμένου, η μεν αρχαιοτέρα (εννοεί των Εβραίων) παράδοσις τον Πατέρα είναι λέγει τον οφθέντα, ο δε Ευαγγελιστής Ιωάννης, εις τον Κύριον αναφέρει την προφητείαν, λέγων περί των μη πεπιστευκότων Ιουδαίων τας τω προφήτη ρηθείσης περί του Κυρίου φωνάς, ότι ταύτα είπεν Ησαΐας, ότε είδε την δόξαν Αυτού, και ελάλησε περί Αυτού. Ο δε μέγας Παύλος τω Αγίω Πνεύματι τον αυτόν τούτον λόγον προσεμαρτύρησεν, εν τη γενομένη αυτώ προς τους Ιουδαίους κατά την Ρώμην δημηγορία. (Πράξεις 28,25-28). Ότε φησίν, καλώς είπε περί υμών το Πνεύμα το Άγιον, ότι ακοή ακούσετε, και ου μη συνήτε, δεικνύς, ως οίμαι, δι’ αυτής της Αγίας Γραφής, ότι πάσα οπτασία θειοτέρα, και πάσα θεοφάνεια, και πάς λόγος εκ προσώπου Θεού λεγόμενος, επί του Πατρός νοείται, και επί του Υιού, και επί του Πνεύματος του Αγίου”.5

Το ότι αι θεοπτίαι των προφητών ήσαν φανερώσεις της δόξης του Θεού δια του Χριστού μαρτυρείται υπό του Λόγου λέγοντος, “Αβραάμ ο πατήρ υμών ηγαλλιάσατο, ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδεν και εχάρη. Είπαν ουν οι Ιουδαίοι προς αυτόν, πεντήκοντα έτη ούπω έχεις και Αβραάμ εώρακας; Είπεν αυτοίς ο Ιησούς, αμήν αμήν λέγω υμίν, πριν Αβραάμ γενέσθαι εγώ ειμί”.6

Ουδαμού της Καινής Διαθήκης υπάρχει η ελαχίστη υποψία ότι η περί Θεού διδασκαλία του Χριστού και των αποστόλων διαφέρει από αυτήν της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή των προφητών. Παντού ο Χριστός και οι απόστολοι ταυτίζουν τον Λόγον και τον Πατέρα Αυτού με τον Θεόν και Κύριον της Δόξης των προφητών εν τη Παλαιά Διαθήκη. Αυτή η διδασκαλία σαφώς μαρτυρείται και υπό του αποστόλου Παύλου ερμηνεύοντος τα σωστικά του Χριστού μυστήρια δια του Μωϋσέως εν τη Πεντατεύχω και ως αναγράφονται εις την Σοφίαν Σολομώντος. Γράφει ο απόστολος των Εθνών, “ου θέλω γαρ υμάς αγνοείν, αδελφοί, ότι οι πατέρες ημών πάντες υπό την νεφέλην ήσαν και πάντες δια της θαλάσσης διήλθον, και πάντες εις τον Μωυσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, και πάντες το αυτό πνευματικόν βρώμα έφαγον, και πάντες το αυτό πνευματικόν έπιον πόμα, έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός”.7

Ο χριστοκεντρικός ούτος χαρακτήρ της Παλαιάς Διαθήκης μαρτυρείται υπό της Καινής Διαθήκης διότι ο αποκαλύπτων εν Εαυτώ τον Θεόν εν Πνεύματι εν ταις δύο Διαθήκαις είναι ο Αυτός Χριστός. Την αλήθειαν ταύτην ετόνισεν ο ίδιος ο Χριστός εις τους ακροατάς Του,8 την ετόνισαν οι απόστολοι,9 και την τονίζει ολόκληρος η παράδοσις των Πατέρων10 και των Οικουμενικών11 και Τοπικών Συνόδων.12 Μόνον εις τον Αυγουστίνον εξησθένησεν η διδασκαλία αυτή13 και μέσω αυτού η φραγκολατινική παράδοσις μέχρι σήμερον απεμακρύνθη από την ορθήν ταύτην χριστοκεντρικήν ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης. Τονίζομεν δε ότι η μη χριστοκεντρική ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης δεν είναι μόνον εσφαλμένη, αλλά και πλάνη και αίρεσις, αφού ο Χριστός ο ίδιος ηρμήνευσεν ούτω την Παλαιάν Διαθήκην εις τους μαθητάς του και εις τους Ιουδαίους, ήτοι ως εξής, “μή δοκείτε ότι εγώ κατηγορήσω υμών προς τον πατέρα, έστιν ο κατηγορών υμών Μωϋσής, εις όν υμείς ηλπίκατε. Ει γαρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί, περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν. Ει δε τοις εκείνου γράμμασιν ου πιστεύετε, πώς τοις εμοίς ρήμασιν πιστεύετε;”14

Το μεγαλύτερο σφάλμα το οποίον διαπράττουν μέχρι σήμερον οι σύγχρονοι κυρίως ερμηνευταί εις την Δύσιν, είναι ότι εις την περί Χριστού έρευναν της Παλαιάς Διαθήκης έχουν σχεδόν περιορισθή εις τα χωρία τα αναφερόμενα εις τον Χριστόν ως Μεσσίαν και προσπαθούν να εύρουν την πηγήν και την αιτίαν της περί προϋπάρχοντος Χριστού διδασκαλίας της Καινής Διαθήκης εις τας περί εσχατολογίας διδασκαλίας των Ιουδαίων, όσον αφορά εις τας αντιλήψεις αυτών περί Μεσσία.15 Τινές εξ αυτών ευρίσκουν μόνον επίγειον ανθρώπινον εις τους Εβραίους και Ιουδαίους,16 άλλοι δε νομίζουν ότι ευρίσκουν και ουράνιον προϋπάρχοντα Μεσσίαν εις ομάδα Ιουδαίων17 και φαντάζονταί τινες ότι το περί Αγίας Τριάδος δόγμα εξελίχθη από αυτήν την παράδοσιν, ήτις εύρε τόπον εις την Καινήν Διαθήκην.

Ευτυχώς που η Πεντάτευχος αναφέρει μόνον τρεις φοράς ως κεχρισμένον ή χριστόν τον αρχιερέα του Ισραήλ εις τα χωρία Λευιτικόν 4: 3,5,16 όπου περιγράφονται τα περί θυσίας καθήκοντα αυτού εν τη Σκηνή του Μαρτυρίου υπέρ των εαυτού αμαρτιών και των του λαού. Θα ήτο παράλογον να πιστεύση κανείς ότι ο Χριστός ανεφέρετο εις τα χωρία ταύτα όταν είπεν, “ει γαρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί. Περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν”.18 Πολύ πιο λογικόν είναι να πιστεύση κανείς εις την ερμηνείαν του αποστόλου Παύλου και του Ευαγγελιστού Ιωάννου περί του ασάρκου Χριστού ή Λόγου ή Κυρίου της Δόξης εν τη Παλαιά Διαθήκη, ως ενεφανίζετο εις τας προς τους προφήτας θεοφανείας και ωδήγει μέσω των πατριαρχών και του Μωϋσέως τον περιούσιον λαόν εις την γήν της επαγγελίας δια της καταστροφής των εχθρών αυτού.

Εις το εν λόγω θέμα υπήρχε, βάσει όμως διαφορερικών αρχών, μία ομοιότης μεταξύ Γνωστικών και Εβραίων, αν και οι μεν εδέχοντο τον Χριστόν ενώ οι δε τον απέρριπτον. Οι Γνωστικοί ισχυρίζοντο ότι ο Θεός του Χριστού ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον δημιουργόν Θεόν της Παλαιάς Διαθήκης, και οι Ιουδαίοι ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ουδεμίαν σχέσιν έχει με τον Χριστόν της Καινής Διαθήκης. Εναντίον των δύο οι Ορθόδοξοι ως έκαμεν ο ίδιος ο Χριστός και οι απόστολοι Αυτού, εταύτιζον τον Χριστόν με τον Άγγελον της Δόξης τον Κύριον της Δόξης, τον Μεγάλης Βουλής Άγγελον, κ.λ.π. της Παλαιάς Διαθήκης.

Περί της εν προκειμένω ερμηνείας, όσον αφορά εις τους Ιουδαίους, δύναταί τις να διαβάση τον προς Τρύφωνα διάλογον του Ιουστίνου του Μάρτυρος.19 Προσοχής άξιον είναι ότι ο Τρύφων ο Ιουδαίος και οι μετ’ αυτού πρεσβύτεροι εδέχοντο ως διακρινόμενον από τον Θεόν το πρόσωπον του Αγγέλου της Δόξης και την θεότητα Αυτού,21 αλλά ουχί την ταύτισιν Αυτού μετά του Χριστού ούτε της Παλαιάς ούτε της Καινής Διαθήκης.22 Επίσης αξιοπρόσεκτον είναι το γεγονός ότι και ο Φίλων ο Ιουδαίος ταυτίζει τον Λόγον του Θεού με τον Άγγελον της Δόξης ή Κύριον της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης.23

Όσον αφορά εις την χρήσιν της ερμηνείας ταύτης εναντίον των Γνωστικών παραθέτομεν ως παράδειγμα τον άγιον Ειρηναίον Λουγδούνων. Ο άγιος Ειρηναίος αναφέρει πώς οι Γνωστικοί βασίζονται εις χωρία, ως Ματθ. 11:27, Λουκ. 10:22, ίνα αποδείξουν ότι προ της ελεύσεως του Χριστού ο κόσμος και ιδίως οι Εβραίοι, δηλαδή οι προφήται δεν εγνώριζον τον αληθινόν Θεόν, αλλά ηπατήθησαν υπό του κατωτέρου δημιουργού Θεού. Μεταξύ των πολλών αποδείξεων, τας οποίας παραθέτει ο άγιος Ειρηναίος, εις ανατροπήν των τοιούτων ισχυρισμών, αναφέρομεν το εξής χωρίον από διασωθέντα Λατινιστί αποσπάσματα, “όθεν και ο Ιωάννης διηγείται δεόντως ότι ο Κύριος είπεν εις τους Ιουδαίους, “ερευνάτε τας Γραφάς, ότι υμείς δοκείτε εν αυταίς ζωήν αιώνιον έχειν, και εκείναί εισιν αι μαρτυρούσαι περί εμού, και ου θέλετε ελθείν προς με ίνα ζωήν έχητε”.34 Πώς λοιπόν εμαρτύρησαν αι Γραφαί περί Αυτού, ει μη ήσαν από τον ένα και τον ίδιον Πατέρα, διδάσκοντα τους ανθρώπους προ της ελεύσεως του Υιού Αυτού, και προλέγοντα την δι’ Αυτού σωτηρίαν; “Ει γαρ επιστεύετε Μωϋσεί, επιστεύετε αν εμοί, περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν”,35 χωρίς αμφιβολίαν, διότι ο Υιός του Θεού είναι εμφυτευμένος παντού εις τα γραφόμενά του, την μίαν εποχήν μάλιστα ομιλών μετά του Αβραάμ, όταν επρόκειτο να φάγη μετ’ αυτού,36 εις άλλην εποχήν με τον Νώε, δίδων εις αυτόν τα μέτρα (τής Κιβωτού),37 εις άλλην ερωτών περί του Αδάμ,38 εις άλλην επιφέρων την κρίσιν επί των Σοδομιτών,39 και πάλιν, γενόμενος ορατός, και οδηγών τον Ιακώβ κατά την πορείαν,40 και ομιλών μετά του Μωϋσέως από την Βάτον.41 Και θα ήτο ατελεύτητον να διηγηθώμεν τον Υιόν του Θεού φανερούμενον υπό του Μωϋσέως.”42 Τί άλλο νόημα δύνανται να έχουν τα προς Ναθαναήλ ρηθέντα του Φιλίππου, “όν έγραψεν Μωϋσής εν τω νόμω και οι προφήται ευρήκαμεν …”.43

Πρέπει να τονισθή δεόντως ότι ο Χριστός προϋπάρχει της γεννήσεως Του εκ της Θεοτόκου ουχί ως Μεσσίας, αλλά ως Λόγος και Άγγελος του Θεού ή Κύριος της Δόξης κ.λ.π. Το όνομα Χριστός αποδίδεται εις τον Λόγον εκ της ανθρωπίνης φύσεως Αυτού και ως εκ τούτου είναι φυσικόν να μη υπάρχουν εις την Παλαιάν Διαθήκην χωρία περί προϋπαρχούσης ανθρωπίνης φύσεως του Μεσσία ή του Χριστού. Το προϋπάρχον είναι η θεία φύσις του Λόγου ή του Χριστού. Ασφαλώς ο Μεσσίας εις την Παλαιάν Διαθήκην ως τίτλος ανήκει εις επιγείους ιερείς,44 βασιλείς,45 και προφήτας.46 Ούτως ο Λόγος, ότε σάρξ εγένετο, ιδιοποίησε τον τίτλον τούτον γενόμενος φύσει άνθρωπος εκ της ρίζης Ιεσσαί και ως εκ τούτου Μεσσίας. Συνεπεία της υποστατικής ενώσεως και της αντιδόσεως των ιδιωμάτων των δύο εν τω Λόγω φύσεων, η Καινή Διαθήκη ονομάζει τον Κύριον της Δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης Χριστόν και ως εκ τούτου ο Λόγος κατά την ανθρωπίνην Αυτού φύσιν ονομάζεται Αρχιερεύς, Προφήτης και Βασιλεύς. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι η Παλαιά Διαθήκη ήτο υποχρεωμένη να ονομάζη τον Κύριον και Χριστόν. Ο Κύριος της Δόξης έγινε Χριστός ή εσαρκώθη εκ της Θεοτόκου και ως εκ τούτου εν τη Καινή Διαθήκη έγιναν τα ονόματα Λόγος και Κύριος ταυτόν με το Χριστός και ούτως αναδρομικώς μεταφέρεται υπό της Καινής Διαθήκης το όνομα Χριστός εις τον Θεόν του Αβραάμ, του Ισάακ και του Ιακώβ, εν τη Παλαιά Διαθήκη, όπου όμως το όνομα Χριστός δεν χρησιμοποιείται δια τον Θεόν ή τον Κύριον της Δόξης, ενώ μετά την ενσάρκωσιν χρησιμοποιείται. Το ίδιο γίνεται και με τα ονόματα Υιός του ανθρώπου και Υιός του Θεού μετά την ενσάρκωσιν, το μεν αποδίδεται εις την ανθρωπίνην φύσιν το δε εις την θείαν φύσιν του Χριστού. Το όνομα Βασιλεύς του Ισραήλ αναφέρεται και εις την θείαν φύσιν, εφόσον ο Κύριος της Δόξης είναι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, αλλά και εις την εκ της ρίζης Ιεσσαί πηγάσασαν ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού. Επίσης και τα ονόματα Προφήτης και Ιερεύς είναι ονόματα της ανθρωπίνης φύσεως τα οποία τη αντιδόσει των ιδιωμάτων αποδίδονται εις τον Λόγον. Πάντα τα ονόματα, τα θεία και τα ανθρώπινα, αποδίδονται εις τον Χριστόν ή τον Λόγον, εφόσον ο Χριστός και ο Λόγος κατά την υπόστασιν είναι ταυτόν.

Πάντως είναι γεγονός ότι έχει κυριαρχήσει επί των δυτικών ερμηνευτών έν είδος μονοφυσιτισμού ως αποτέλεσμα της ισχυράς προκαταλήψεως αυτών, καθ’ ήν θεωρούν αδύνατον να υπάρχη εις την Παλαιάν Διαθήκην η Αγία Τριάς.47 Έχει επικρατήσει η ίδια προκατάληψις όσον αφορά και την Καινήν Διαθήκην.[48] Τούτο διότι ως Αγίαν Τριάδα θεωρούν μόνον το σχήμα το οποίον επήρεν η περί Αυτής διδασκαλία κατά την περίοδον της πατερικής αντιμετωπίσεως διαφόρων αιρέσεων. Δηλαδή αντί να βλέπουν το δόγμα εξ επόψεως του μυστηρίου της θεώσεως, το βλέπουν ως αποτέλεσμα στοχαστικών προσπαθειών και αλληλοσυγκρούσεων ορθοδόξων και αιρετικών. Εν άλλαις λέξεσιν η ιστορία του δόγματος δι’ αυτούς συνίσταται εις την βαθμιδόν εμφάνισιν των όρων “μία ουσία”, “τρία πρόσωπα ή υποστάσεις”, “Αγία Τριάς”, “ομοούσιος”, “ομοιούσιος”, κ.τ.λ. 49 Εφ’ όσον ταύτα δεν ευρίσκονται δι’ αυτούς εις την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά δια πολλούς ούτε εις την Καινήν, δεν δύνανται να υποπτευθούν ότι ο Χριστός ως το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος είναι η εν τη Παλαιά Διαθήκη Εικών ή ο Άγγελος του Θεού, δι’ ου ο Θεός εν Πνεύματι αποκαλύπτει Εαυτόν εις τους προφήτας. Δια τούτο περιωρίσθησαν εις την ανεύρεσιν της ανθρωπίνης μόνον φύσεως του Μεσσία εν τη Παλαιά Διαθήκη και εις τυχόν ενδείξεις περί προϋπάρχοντος Μεσσία ή Υιού ανθρώπου εις αυτήν ή και εις απόκρυφα έργα, ως του Ενώχ. Δηλαδή έχουν γίνει Μονοφυσίται εφόσον δέχονται πλέον ως δόγμα την μη ύπαρξιν της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίαν προ των στοχαστικών δήθεν προσπαθειών των Πατέρων της Εκκλησίας το οποίον επιβάλλει εις αυτούς την έρευναν της κτιστής φύσεως του Χριστού, έστω και εν προϋπαρχούση μορφή, εν τη Παλαιά Διαθήκη.

Γ’ Η Βασιλεία του Θεού

Ίσως το σπουδαιότερον σημείον το οποίον συνετέλεσεν εις την εξαφάνισιν εκ της φραγκολατινικής παραδόσεως της θεωτικής προϋποθέσεως του περί Αγίας Τριάδος δόγματος και εις την ως εκ τούτου εσφαλμένην περί του εν λόγω δόγματος ερμηνείαν της Παλαιάς, της Καινής Διαθήκης και της ιστορίας της περί αυτού ορολογίας, είναι η υπό του Αυγουστίνου και των Φραγκολατίνων καταβίβασις της βασιλείας του Θεού εις κτίσμα και η ταύτισις αυτής μετά της εκκλησίας ή του λαού του Θεού.1

Εξ αιτίας της εξελίξεως ταύτης ενεφανίσθησαν αι νέαι περί εβραϊκής και ιουδαϊκής εσχατολογίας θεωρίαι των νεωτέρων ερμηνευτών, οίτινες ευρίσκουν διάφορα περί του θέματος ρεύματα εις την Καινήν Διαθήκην, καθρεπτίζοντα τα επικρατούντα μεταξύ των Ιουδαίων κατά τα χρόνια του Χριστού και των αποστόλων.

Αι εν λόγω θεωρίαι προϋποθέτουν ότι η βασιλεία είναι κάτι το οποίον ο Θεός ή ο Χριστός ιδρύει εν χρόνω. Ούτω δύναται να είναι ή η Εκκλησία, ως διδάσκουν οι Παπικοί μέχρι σήμερον, ή μία πνευματικώς πραγματοποιημένη παρούσα πραγματικότης, ή μία μελλοντική ελπίς επικρατήσεως της βασιλείας. Επίσης δύναται να έχη κοσμολογικόν, ή πολιτικόν, ή στρατιωτικόν, ή καθαρώς πνευματικοϋπερβατικόν χαρακτήρα.

Ο ίδιος ο Χριστός και οι απόστολοι εντός των πλαισίων τούτων εμφανίζονται υπό δυτικών ερμηνευτών ως μη όντες βέβαιοι περί του χαρακτήρος και του χρόνου της βασιλείας και της πραγματοποιήσεως αυτής εν τη ιστορία ή και πέραν της ιστορίας.

Βασικόν λάθος των Δυτικών τούτων είναι ότι ταυτίζουν την βασιλείαν του Θεού με αποκατάστασιν τινα του λαού του Θεού. Δηλαδή δεν διακρίνουν μεταξύ της αποκαταστάσεως και της θείας δυνάμεως, ήτις ενεργεί την αποκατάστασιν. Εις την Παλαιάν Διαθήκην π.χ. τα ιστορικά σωστικά γεγονότα εν τη ιστορία του Ισραήλ διακρίνονται σαφώς από την άκτιστον δόξαν του Θεού, δι’ ής ο Θεός καταστρέφει τους εχθρούς Του και σώζει τον λαόν Του. Ούτω και η βασιλεία του Θεού, ήτις ταυτίζεται με την δόξαν Αυτού, είναι η δύναμις η άκτιστος του Θεού, δι’ ής ο Θεός σώζει και θεοί και δοξάζει, αλλά δεν είναι κτιστή κατάστασις αποκαταστάσεως. Δια τούτο εις την Καινήν Διαθήκην η έλευσις της βασιλείας δεν ταυτίζεται με έλευσιν καταστάσεως αποκαταστάσεως, αλλά δηλοί την φανέρωσιν της αιωνίως υπαρχούσης δυνάμεως και χάριτος του Θεού και την υπό των ανθρώπων μέθεξιν της χάριτος ταύτης.

Ούτως, η ομόφωνος ερμηνεία των Πατέρων της αρχαίας περιόδου και ολοκλήρου της ελληνόφωνης ρωμαϊκής πατερικής παραδόσεως ταυτίζει την βασιλείαν του Θεού με την άκτιστον δόξαν και χάριν Αυτού.2 Ούτως η προφητεία του Χριστού “αμήν λέγω υμίν, ότι εισίν τινές των ώδε εστηκότων οίτινες ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθείαν εν δυνάμει”3 καθ’ όλους τους Πατέρας της Εκκλησίας εξεπληρώθη εις την αμέσως και εις τους τρεις σήμερον συνοπτικούς λεγομένους Ευαγγελιστάς επακολουθήσασαν Μεταμόρφωσιν του Χριστού, ότε οι τρεις πρόκριτοι των αποστόλων, ο Πέτρος ο Κηφάς και οι υιοί βροντής Ιωάννης και Ιάκωβος μετά Μωϋσέως και Ηλία είδον την φυσικήν δόξαν και θεότητα του Χριστού.4

Συνοψίζων την εν προκειμένω διδασκαλίαν της Ιεράς Παραδόσεως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει, “εισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μη γεύσονται θανάτου, έως αν ίδωσιν την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει. Πανταχού εστιν ο του παντός βασιλεύς, και πανταχού εστιν η βασιλεία αυτού, ώστε το έρχεσθαι την αυτού βασιλείαν, ου το άλλοθεν αλλαχόσε παραγίνεσθαι δηλοί, αλλά το φανερούσθαι ταύτην τη δυνάμει του θείου Πνεύματος, δια τούτο έλεγεν εληλυθυίαν εν δυνάμει, ήτις δύναμις ουχ απλώς τοις τυχούσιν εγγίνεται, αλλά τοις εστηκόσι μετά του Κυρίου, τουτέστι τοις εστηριγμένοις εν τη πίστει αυτού και τοις κατά Πέτρον και Ιάκωβον και Ιωάννην, και τούτοις αναφερομένοις υπό του λόγου πρότερον εις το όρος υψηλόν, δηλονότι της φυσικής ημών ταπεινότητος υπεραναβιβαζομένοις, επεί και δια τούτο Θεός εν όρει, κατά τον ειπόντα φαντάζεται, το μεν τοι καταβαίνων αυτός της οικείας περιωπής, το δε ημάς ανάγων εκ της κάτωθεν ταπεινώσεως, ίνα χωρηθή μετρίως γούν γεννητή φύσει, και όσον ασφαλές ο αχώρητος”.5 Εν συνεχεία ο Παλαμάς επιτίθεται κατά της δυτικής προελεύσεως επί του θέματος αιρέσεως του Βαρλαάμ ούτως, “η δε τοιαύτη φαντασία, ου του νού χείρων, αλλά πολλώ κρείττων και υψηλοτέρα, ως εγγινομένη τη δυνάμει του θείου Πνεύματος. Ου γίνεται τοιγαρούν και απογίνεται, ουδέ περιγράφεται, ουδ’ αισθητική δυνάμει υποπίπτει το φως της του Κυρίου Μεταμορφώσεως, ει και δι’ οφθαλμών σωματικών εώρατε, και προς ολίγον χρόνον, και εν βραχεία του όρους κορυφή, αλλ’ από της σαρκός επί το Πνεύμα τηνικαύτα, κατά τον ειπόντα, μετέβησαν οι του Κυρίου μύσται τη εναλλαγή των αισθήσεων, ήν αυτοίς το Πνεύμα ενήργησε, και ούτως είδον, ου τε και εφ’ όσον εχαρίσατο τούτοις η του θείου Πνεύματος δύναμις, το απόρρητον εκείνο φώς, ό μη συνιδόντες οι νυν εις τούτο βλασφημούντες, αισθητική τε και κτιστή δυνάμει τους εκκρίτους των Αποστόλων ιδείν ωήθησαν το φως της του Κυρίου Μεταμορφώσεως, και δια τούτο κατασπάν, επιχειρούσιν εις κτίσμα μη μόνον το φως εκείνο, την του Θεού δόξαν και Βασιλείαν, αλλά και την δύναμιν του θείου Πνεύματος, δι’ ής τα θεία τοις αξίοις αποκαλύπτεται, ου γαρ ήκουσαν, ή ουκ επίστευσαν Παύλω λέγοντι, “ά οφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν, ημίν δε απεκάλυψεν ο Θεός δια του Πνεύματος αυτού, το γαρ Πνεύμα ερευνά και τα βάθη του Θεού”6 … και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, τουτέστιν αυτών ορώντων. Τί εστι μετεμορφώθη; Φησίν ο Χρυσόστομος Θεολόγος, “παρήνοιξεν, ως ευδόκησεν, ολίγον της Θεότητος, και τοις μύσταις έδειξε τον ενοικούντα Θεόν.”7 … Οράτε ότι και Μωϋσής μετεμορφώθη αναβάς εις το όρος, και ούτως είδε την δόξαν Κυρίου.8 Αλλ’ έπαθε την Μεταμόρφωσιν, ουκ ενήργησε, κατά τον λέγοντα, εις τούτο με φέρει το μέτριον ενταύθα φέγγος της αληθείας, λαμπρότητα Θεού και ιδείν και παθείν. Ο δε Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, οίκοθεν είχε την λαμπρότητα εκείνην, διό ουδέ προσευχής αυτός εδείτο, θείω φωτί λαμπρυνούσης το σώμα, αλλ’ όθεν τοις αγίοις η λαμπρότης του Θεού προσγενήσεται, και όπως αυτοίς οφθήσεται υπεδείκνυ, λάμψουσι γαρ και οι δίκαιοι ως ήλιος εν τη Βασιλεία του Πατρός αυτών,9 και ούτω φως όλοι γεγενότες θείον, ως θείου φωτός γεννήματα, τον θείως απορρήτως υπερλάμποντα όψονται Χριστόν, ου εκ της θεότητος η δόξα φυσικώς προϊούσα, κοινή και του σώματος εν Θαβώρ ενδείκνυτο, δια το ενιαίον της υποστάσεως. Ούτω και δια τοιούτου φωτός, το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος έλαμψεν. Οι δε τον Έλληνα λόγον και την του κόσμου τούτου σοφίαν εφ’ ημών αυχούντες, και τοις πνευματικοίς ανδράσι επί των του Πνεύματος λόγων μη πειθαρχείν όλως, αλλά και ανταίρειν προηρημένοι, φως ακούοντες της επ’ όρους του Κυρίου Μεταμορφώσεως, το τοις αποστολικοίς οφθαλμοίς εωραμένον, εις το αισθητόν ευθύς και κτιστόν κατάγονται φώς, και κατασπώσιν εις τούτο το άϋλον και ανέσπερον και αΐδιον και μη μόνον υπέρ αίσθησιν, αλλά και υπέρ νουν εκείνο φώς, αυτοί κάτω κείμενοι, και μηδέν υπέρ τα πρόσγεια νοείν δυνάμενοι, και τοι αυτός ο κατά τούτο λάμψας, άκτιστον όν προαπέδειξαν αυτό, βασιλείαν τούτο καλέσας του Θεού, ου γαρ εστίν η βασιλεία του Θεού δούλη και κτιστή, μόνη γαρ πάντων αβασίλευτος και αήττητος, και χρόνου παντός και αιώνος επέκεινα, και ου θέμις φησίν ήρχθαι ή φθάνεσθαι υπό αιώνων ή χρόνων την του Θεού βασιλείαν, ταύτην δε πιστεύομεν είναι την των σωζομένων κληρονομίαν. Επεί δε και μεταμορφωθείς ο Κύριος έλαμψε, και την δόξαν και την λαμπρότητα και το φως έδειξεν εκείνο, και ήξει πάλιν οίος ώφθη τοις μαθηταίς εν τω όρει, άρα προσελάβετό τι φώς, και εις τους αιώνας έξει, ό πρότερον ουκ είχεν; Άπαγε της βλασφημίας, ο γαρ τούτο λέγων, τρεις φύσεις επί του Χριστού δοξάσει, την τε θείαν και την ανθρωπίνην, και την του φωτός εκείνου, τοιγαρούν ουχ ετέραν, αλλ’ ήν είχεν αφανώς λαμπρότητα ταύτην εφανέρωσεν. Είχε δε υπό την σάρκα κεκρυμμένην την λαμπρότητα της φύσεως της θείας, ουκούν της Θεότητός εστι το φως εκείνο και άκτιστον εστι, επεί και μετεμορφώθη Χριστός κατά τους θεολόγους, ου ό ουκ ήν προσλαβόμενος, ουδέ εις όπερ ουκ ήν μεταβαλλόμενος, αλλ’ όπερ ήν τοις οικείοις μαθηταίς εκφαινόμενος, διανοίγων τούτων τα όμματα, και εκ τυφλών εργαζόμενος βλέποντας. … Τις δε αυτοίς χρεία και Πνεύματος δυνάμεως, και της δι’ αυτής προσθήκης ή εναλλαγής ομμάτων προ την του φωτός εκείνου θέαν, είπερ αισθητόν τε και κτιστόν; Πώς δ’ εν τη τοιαύτη δόξη και βασιλεία κατά τον μέλλοντα αιώνα ήξει ο Χριστός, ότε ουκ αέρος, ου φωτός, ου τόπου χρεία και των τοιούτων, αλλ’ αντί πάντων κατά τον απόστολον ημίν έσται ο Θεός; Ει δε αντί πάντων, και αντί φωτός πάντως, όθεν δείκνυται πάλιν και το φως εκείνο της θεότητος όν επεί και ο θεολογικώτατος των Ευαγγελιστών Ιωάννης δια της Αποκαλύψεως εκφαίνει, ως μέλλουσα και μένουσα εκείνη πόλις, “ου χρείαν έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης, ίνα φαίνωσιν εν αυτή, η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον”.10 Άρ’ ου φανερώς υπέδειξεν ημίν κακεί τον εν Θαβωρίω νυν μεταμορφωθέντα θείως Ιησούν, ός έχει μεν λύχνον το σώμα, αντί δε φωτός την εκφανείσαν επ’ όρους τοις συναναβάσι δόξαν της θεότητος; Αλλά και περί των ενοικούντων τη πόλει εκείνη ο αυτός φησιν ως, “ουχ έξουσι χρείαν φωτός λύχνου, και φωτός ηλίου, ότι Κύριος ο Θεός φωτίσει επ’ αυτούς, και νύξ ουκ έσται έτι”.11 Τί ουν το φως τούτο, παρ’ ω ουκ έστι παραλλαγή, ή τροπής αποσκίασμα; Τί το άτρεπτον και ανέσπερον τούτο φώς; άρ’ ου της θεότητος;”12

Παραθέσαμεν δια μακρών την εν προκειμένω ερμηνείαν του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, διότι συνοψίζει την περί των διαλαμβανομένων διδασκαλίαν των Πατέρων εντός μάλιστα των προϋποθέσεων της θεολογικής αυτών μεθόδου ως εκτίθεται εν περιλήψει εν τω δοκιμίω τούτω. Τα αναφερθέντα ευρίσκονται κατεσπαρμένα εις τους Πατέρας της Εκκλησίας. Παραπέμπομεν εις την επισήμως διατυπωθείσαν εν Συνόδοις διδασκαλίαν της Εκκλησίας και εις τα σχετικά περί αυτής Συμβολικά κείμενα τα δημοσιευθέντα εν τω δευτέρω τόμω του δοκιμίου τούτου εν σελ. 226-342.

Αλλά, ίνα μη νομισθή ότι επικαλούμεθα την αυθεντίαν των Πατέρων και των Συνόδων επί τω σκοπώ να ανακόψωμεν την κατά κοσμικήν φαντασίαν και μέθοδον πολυσπούδαστον περί των εν προκειμένω έρευναν των ορθοδόξων πνευματικών τέκνων των ετεροδόξων και ούτως επεμβαίνομεν εις την σπουδαίαν αντικειμενικήν δήθεν αυτών εργασίαν, σημειώνωμεν το γεγονός ότι ουδείς εκ των αρχαίων θεολόγων και συγγραφέων εταύτισε ποτέ την βασιλείαν του Θεού με κτίσμα ή με αυτήν ταύτην την αποκατάστασιν του λαού του Θεού υπό οιανδήποτε μορφήν. Αντιθέτως η εναλλαγή των όρων βασιλεία και δόξα φαίνεται σαφώς, τόσον μάλιστα, ώστε από μόνης της επιστημονικής, ιστορικής και φιλολογικής επόξεως επιβάλλεται εις τους διαφωνούντας να αποδείξουν αυτοί το αντίθετον. Αρκετά έχουν κουράσει τους μαθητάς του Χριστού, των προφητών, αποστόλων και αγίων Πατέρων με τας ανιστορήτους περί δήθεν βιβλικής εσχατολογίας θεωρίας των ετεροδόξων.

Ως φαίνεται σαφώς από τα ανωτέρω λεχθέντα του Παλαμά, δεν είχεν ακούσει ποτέ περί κτιστής βασιλείας του Θεού και ως εκ τούτου ενόμιζεν ότι ήρκει να αποδείξη την ταυτότητα του φωτός της Μεταμορφώσεως με την βασιλείαν του Θεού, ίνα φανή το άκτιστον του φωτός τούτου.

Ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας γράφει σαφώς περί του Κυρίου ότι “βασιλείαν εάν είπω, δόξαν αυτού λέγω”.14 Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης παραθέτει το χωρίον Ιωάννου 2,11 αντικαθιστών εκ παραδρομής τον όρον “δόξαν Αυτού” με τον όρον “βασιλείαν των Ουρανών” ούτως, “αρχή των σημείων ήν εποίησεν ο Ιησούς εν Κανά της Γαλιλαίας και εφανέρωσε την βασιλείαν των Ουρανών”.15 Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς παραθέτει το χωρίον Μάρκου 9,1 αντικαθιστών το “τήν βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει” με “τόν Υιόν του ανθρώπου εν δόξη” ούτως, “εισί τινες των ώδε εστηκότων, οι ου μη γεύσωνται θανάτου έως αν ίδωσι τον Υιόν του ανθρώπου εν δόξη”.16 Τούτο διότι είδον απόστολοί τινες τον Χριστόν εν τη βασιλεία Αυτού εις την Μεταμόρφωσιν. Ο Λουκάς παραλείπει το “εληλυθυίαν εν δυνάμει” του Μάρκου ως κάμει και ο Ματθαίος, όστις παραθέτει “έως αν ίδωσιν τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη βασιλεία αυτού”. Ο Ωριγένης επίσης βλέπει το Ματθ. 16,28, Μαρκ. 9,1, Λουκ. 9,27 εκπληρωθέν εν τη Μεταμορφώσει του Κυρίου.17 Το ίδιον ο άγιος Ιλάριος Πηκτάβων18 και ο άγιος Αμβρόσιος, όστις γράφει, “οι απόστολοι αληθώς είδον την δόξαν αυτήν, ότε ο Κύριος Ιησούς επί του όρους έλλαμψε με το φως της θεότητος Αυτού”.19 Ταύτα υπενθυμίζουν τα υπό του Γρηγορίου του Θεολόγου λεχθέντα, “φώς η παραδεχθείσα θεότης επί του όρους τοις μαθηταίς”20 ως και του Χρυσοστόμου, “λαμπρότερος εαυτού εφαίνετο ο Κύριος, της θεότητος παραδειξάσης τας ακτίνας αυτής”.21

Πάντως η ανωτέρω ταύτισις και εναλλαγή των όρων δόξα του Θεού και βασιλεία του Θεού ή του Χριστού ως και η ταύτισις αυτών με το φως και τας ακτίνας της θεότητος δεικνύουν σαφώς το αδιάσπαστον της Ιεράς Παραδόσεως και την εν αυτή σαφή τοποθέτησιν των ανωτέρω του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και των αναφερθέντων Συνόδων του 14ου αιώνος, εις των οποίων τας αποφάσεις παρεπέμψαμεν.22

Όταν κανείς μελετήση και εννοήση την περί βασιλείας και δόξης του Χριστού διδασκαλίαν αυτήν και την σχέσιν αυτής με τας προς τους προφήτας και αποστόλους αποκαλύψεις του Χριστού εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη, όχι μόνον αρχίζει να εννοή την απόλυτον θεολογικήν ενότητα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, αλλά και την ταυτότητα της θεολογίας της Αγίας Γραφής και της ορθοδόξου παραδόσεως. Γίνεται δε αντιληπτός και ο μη στοχαστικός και διαλεκτικός χαρακτήρ αυτής, εφόσον ως ρίζαν και πηγήν έχει την πνευματικήν εμπειρίαν των θεουμένων. Τούτο ισχύει δι’ όλας τας δογματικάς διδασκαλίας των Πατέρων και των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων.

Παρά ταύτα οι απόγονοι των Φραγκολατίνων ελαχίστην σημασίαν δίδουν εις την πατερικήν παράδοσιν και την ερμηνευτικήν περί Αγίας Γραφής μέθοδον αυτής. Ακριβώς δια τον λόγον αυτόν δεν γνωρίζουν την ερμηνευτικήν κλείδα της Αγίας Γραφής. Ως εκ τούτου ούτε την περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίαν των προφητών δύνανται να ανιχνεύσουν, ούτε την πραγματικήν Χριστολογίαν της Καινής Διαθήκης αντιλαμβάνονται ούτε την σχέσιν των βιβλικών τούτων δογμάτων προς τας αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων ορθώς κατανοούν. Παρά ταύτα έχουν μίαν εωσφορικήν πεποίθησιν εις την επιστημονικήν των ικανότητα, έχοντες ως προϋπόθεσιν ή τον παπικόν συνδυασμόν στοχασμού και βεβαιότητος ή τον προτεσταντικόν συνδυασμόν επιστημονικού στοχασμού και προσωπικής βεβαιότητος, ότι εάν υπάρχη τί το αντιληπτόν, αυτοί θα το αντιληφθούν και μόνον, όταν αυτοί αντιλαμβάνονταί τι, τότε μόνον είναι και αντιληπτόν και έχει επιστημονικήν αξίαν.

Προξενεί κατάπληξιν το γεγονός ότι οι δυτικοί θεολόγοι ασχολούνται με την Μεταμόρφωσιν χωρίς καν να υποπτευθούν ότι έχει κάποιαν σχέσιν με την βασιλείαν του Θεού. Κατά παρόμοιον τρόπον ασχολούνται με την βασιλείαν του Θεού χωρίς να υποπτευθούν ότι έχει κάποιαν σχέσιν με την Μεταμόρφωσιν, την δόξαν του Θεού, την αποκάλυψιν ή τας θεοφανείας, και την εν Θεώ θεωρίαν, των θεουμένων προφητών, αποστόλων και αγίων. Τούτο απλούστατα, ως ετονίσαμεν πολλάκις, διότι εξηφανίσθη εις την παλαιοτέραν φραγκικήν των παράδοσιν και δεν κατενοήθη η ρωμαϊκή (λατινόφωνη και ελληνόφωνη) πατερική παράδοσις περί Θεώσεως και ούτως ούτε η αποφατική θεολογία της Αγίας Γραφής κατανοείται πλέον.

Ενδεικτική της γενικής περί βασιλείας του Θεού ερεύνης των σημερινών Δυτικών είναι το έργον του W. KÜMMEL, VERHEISSUNG UND ERFÜLLUNG (Επαγγελία και Εκπλήρωσις),23 το οποίον ασχολείται με όλας τας περί βασιλείας νεωτέρας θεωρίας των Δυτικών και προσφέρει συνθετικήν τινα λύσιν των εν προκειμένω δια τους δυτικούς προβλημάτων. Ενώ παραθέτει και προσπαθεί να ερευνήση όλα τα περί βασιλείας σχετικά χωρία της Καινής Διαθήκης, ούτε μνείαν τινα κάμνει της αναφερθείσης εν τω δοκιμίω τούτω ερμηνείας της Ιεράς Παραδόσεως, και ούτε φαίνεται πουθενά εις το έργον του ότι έχει τουλάχιστον υπ’ όψιν την ερμηνείαν των αρχαίων και μεταγενεστέρων θεολόγων της Εκκλησίας. Η άγνοια ταύτη εν συνδυασμώ με το γεγονός ότι ούτε κατά φαντασίαν υποπτεύεται την ταυτότητα εις την πίστιν των αποστόλων καί, το σπουδαιότερον ακόμη, εις την διδασκαλίαν του Ιδίου του Χριστού, μεταξύ του ενσαρκωμένου Χριστού Λόγου και του Αγγέλου του Κυρίου, ή του Κυρίου της Δόξης ή του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου του Μωϋσέως και των προφητών, οδηγεί αυτόν και τους συναδέλφους του εις το να ευρίσκωνται παρά πολύ μακράν της αγιογραφικής πραγματικότητος. Αλλά το τραγικόν, δεν είναι τούτο, αλλά το γεγονός ότι, επειδή οι τοιούτοι κατέχουν έδρας δυτικών Πανεπιστημίων, αποσπούν τον θαυμασμόν Ελλήνων τινων θεολόγων εξ αιτίας της αυθεντίας των δυτικών Πανεπιστημίων εις άλλους επιστημονικούς κλάδους. Δηλαδή όπως ο επιστημονικός κόσμος της Ελλάδος αυτομάτως πλέον θαυμάζει τα δυτικά Πανεπιστήμια, ούτως ο θαυμασμός αυτός φαίνεται επηρεάζει ωρισμένους θεολόγους αν και οι θεολόγοι της Δύσεως ουδεμίαν συμμετοχήν έχουν εις την γενικήν πρόοδον προς την ακρίβειαν της δυτικής επιστήμης. Ενδεικτική της ελλείψεως επιστημονικής ακριβείας εις το αναφερθέν έργον του W. G. KÜMMEL είναι η παντελής απουσία ευρετηρίου χωρίων της Παλαιάς Διαθήκης. Το αγιογραφικόν ευρετήριόν του περιορίζεται μόνον εις την Καινήν Διαθήκην. Αφού το έργον επιγράφεται “Επαγγελία και Εκπλήρωσις”, πώς δικαιολογείται η παράλειψις αυτή, εφόσον υποτίθεται ότι η Επαγγελία είναι η Παλαιά Διαθήκη και η Καινή η Εκπλήρωσις;

Όπως οι τύπου W. G. KÜMMEL ασχολούμενοι με την βασιλείαν του Θεού δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την υπό της Ιεράς Παραδόσεως συσχέτισιν των χωρίων Ματθ. 16,28, Μαρκ. 9,1, Λουκ. 9,27 με την Μεταμόρφωσιν, ούτω κατά φυσικόν τρόπον ασχοληθέντες τινές με την Μεταμόρφωσιν δεν σχετίζουν δι’ όλου την Μεταμόρφωσιν με την έλευσιν της πανταχού παρούσης ακτίστου βασιλείας του Θεού και Λόγου Χριστού. Ούτως ο εν τη Δύσει σπουδαίος θεωρούμενος και τω όντι σπουδαίος επιστήμων H. RIESENFELD έγραψε ολόκληρον βιβλίον περί της Μεταμορφώσεως εμπεριέχον παραδόξους θεωρίας, χωρίς καν να αναφέρη ως απλήν πληροφορίαν την όλως φυσικήν ερμηνείαν της πατερικής παραδόσεως και την υπ’ αυτής συσχέτισιν της Μεταμορφώσεως μετά της φανερώσεως της ακτίστου βασιλείας και θεότητος του Χριστού εις τους εν λόγω τρεις αποστόλους κατά τα πρότυπα των θεοφανειών της Παλαιάς Διαθήκης, κυρίως δε του όρους Σινά. Τινές μάλιστα των Δυτικών πιστεύουν ότι τα περί Μεταμορφώσεως είναι εις την πραγματικότητα περί Αναστάσεως και εξετοπίσθησαν από την φυσικήν αυτών θέσιν.25

Η εξ επόψεως της Ιεράς Παραδόσεως ανησυχητική κατάστασις της δυτικής θεολογίας γενικώς φαίνεται από την τελείως αντιπατερικήν πράξιν προ ολίγων ετών καταβιβάσεως της εορτής της Μεταμορφώσεως από Δεσποτικήν εις δευτερεύουσαν εορτήν υπό του Πάπα της Ρώμης. Δηλαδή ο υπό ανθρώπων κατασκευασμένος αλάθητος καταργεί επισήμως πλέον την κλείδα του αλαθήτου της Ιεράς Παραδόσεως.

Αλλά τί να είπη κανείς δια τους ορθοδόξους θεολόγους, οίτινες κάμνουν ακριβώς τα ίδια σφάλματα και επί πλέον ασχολούνται με την βασιλείαν του Θεού και τα περί αλαθήτου της Εκκλησίας θέματα, χωρίς να συσχετίσουν αυτά με την εν Θεώ θεωρίαν των θεουμένων προφητών, αποστόλων, και αγίων, και περιορίζουν αυτά εις συζητήσεις περί της κατά τους νεωτέρους δυτικούς εσχατολογίας και περί Ιεραρχίας, Συνόδων και κάποιας συνειδήσεως της Εκκλησίας. Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι ο σημερινός Οικουμενισμός ορθοδόξων τινών θεολόγων δεν είναι αποτέλεσμα της θεωτικής του Πνεύματος εμπνεύσεως αλλά άλλης τινός εμπνεύσεως και της πτώσεως εκ της παραδόσεως της θεώσεως και των θεουμένων, ήτις πτώσις επιτρέπει εις αυτούς να μη βλέπουν πλέον τας διαφοράς, τας οποίας έβλεπον και βλέπουν τόσον σαφώς οι θεούμενοι. Οι εκτός της παραδόσεως της θεώσεως θεολογούντες ορθόδοξοι και ετερόδοξοι αναποφεύκτως χρησιμοποιούν παρομοίας θεολογικάς μεθόδους και ομού διαφέρουν από την παράδοσιν των Πατέρων.

 

Δ’ Το δόγμα και η διατύπωσις αυτού

Η μελέτη των προς Ιουδαίους και των αντιγνωστικών συγγραμμάτων των αγίων Πατέρων και κυρίως της διδασκαλίας του Ιδίου του Χριστού και των αποστόλων αβιάστως πείθει ότι το δόγμα περί Αγίας Τριάδος είναι όχι μόνον η όλη προϋπόθεσις της διδασκαλίας του Χριστού, αλλά και αυτό τούτο το βίωμα των θεουμένων φίλων του Χριστού. Όπως ο Χριστός ή ο Άγγελος του Θεού, ή ο Κύριος της Δόξης, ή ο Μεγάλης βουλής Άγγελος ή ο Κύριος Σαβαώθ απεκάλυψε την άκτιστον φυσικήν δόξαν Αυτού και εν Εαυτώ τον Θεόν εν Πνεύματι εις τον Μωϋσέα και εις τους προφήτας, κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον ο Ίδιος ο Χριστός απεκάλυψε τον Εαυτόν Του εις τους αποστόλους, δια της ανθρωπίνης Αυτού φύσεως ως και δια της φυσικής Αυτού δόξης και θεότητος ήν είχε πάντοτε εκ του Πατρός προ του τον κόσμον είναι. Ο μόνος δυνατός τρόπος κατανοήσεως της Καινής Διαθήκης είναι δια του παραλληλισμού των θεοφανειών αυτής με αυτάς της Παλαιάς Διαθήκης. Οι εκκινούντες από μόνον τα λεγόμενα σήμερον μεσσιανικά χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, ουδέποτε θα καταλάβουν την εν Χριστώ αποκάλυψιν και την περί Αυτού μαρτυρίαν των θεουμένων προφητών, αποστόλων και αγίων.

Πάντως η διάκρισις των τριών Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος και η ταυτότης της εν Αυτή δόξης και θεότητος μαρτυρείται υπό της Παλαιάς Διαθήκης. Μία είναι πάντοτε η αποκαλυφθείσα δόξα του Θεού και του Αγγέλου του Θεού, και συγχρόνως τα δύο πρόσωπα σαφώς διακρίνονται. Ακριβώς η ιδία διδασκαλία και φανέρωσις εις τους αποστόλους υπάρχει εις όλην την Καινήν Διαθήκην με την διαφοράν ότι επικρατεί εν Αυτή ο Θεός να λέγεται Πατήρ, και ο Κύριος ή Άγγελος της Δόξης να λέγηται Λόγος και Υιός του Θεού, όσον αφορά εις την θείαν Αυτού φύσιν, και Χριστός και Υιός του ανθρώπου και του Δαβίδ, όσον αφορά εις την ανθρωπίνην Αυτού φύσιν. Αντί του όρου Λόγος1 του Ευαγγελιστού Ιωάννου ο απόστολος Παύλος χρησιμοποιεί τον όρον Σοφία2 και Εικών του αοράτου Θεού.3 Τα νοήματα όμως είναι ακριβώς τα ίδια, με την διαφοράν ότι η εν προκειμένω ορολογία του αποστόλου Παύλου έχει σαφή προηγούμενα εις την Σοφίαν Σολομώντος, ενώ του Ιωάννου εις τας Παροιμίας.4 Παραλληλισμός τις υπάρχει επίσης μεταξύ Ευαγγελιστού Ιωάννου, αποστόλου Παύλου και Φίλωνος του Ιουδαίου εις την ταύτησιν του Λόγου και της Σοφίας και Εικόνος του Θεού μετά του Αγγέλου και του Κυρίου της Δόξης του εμφανισθέντος εις τους προφήτας.5

Πάντως ο όρος Λόγος του Θεού αναφέρεται εις την εξαγγελτικήν ενέργειαν της υπό του Θεού αποστολής του Λόγου και ισοδυναμεί με τον όρον Άγγελος του Θεού της Πεντατεύχου και των προφητών.6 Ο όρος Εικών του Θεού αναφέρεται εις το ορατικόν.7 Ο όρος Σοφία εις τον νουν και την κατανόησιν και τον φωτισμόν.8 Οι τρεις όροι μαζί αποδίδονται επανειλημμένος με τα “ακηκόαμεν”9 και “οίδαμεν”10 και “είδαμεν”11 ή “εωράκαμεν”.12

Πάντα έχουν διπλήν σημασίαν και αναφέρονται ή εις τα έργα του Χριστού τα αποκαλύπτοντα την άκτιστον δόξαν και θεότητα Αυτού, την κεκρυμμένην εν τη σαρκί Αυτού,13 ή εις την άμεσον φανέρωσιν της φυσικής δόξης και θεότητος Αυτού δια της θεώσεως.14

Το βιβλικόν σχήμα της αποκαλύψεως φαίνεται σαφώς από το γεγονός ότι ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτόν Του δια του Αγγέλου Αυτού. Δι’ Αυτού γίνεται ορατός και δι’ Αυτού ακουστός και φανεροί Εαυτόν και ομιλεί εις τους προφήτας. Ώστε ο ακούων τον Άγγελον ακούει τον Θεόν και ο θεωρών τον Άγγελον βλέπει τον Θεόν. Ολόκληρον το Ευαγγέλιον του Ιωάννου έχει ως προϋπόθεσιν τα τοιαύτα περί αποκαλύψεως του Θεού δια του Κυρίου της Δόξης εν τη Παλαιά Διαθήκη και κατά σαφή τρόπον ταυτίζει τον Χριστόν με τον Αποκαλύπτοντα τον Θεόν εις τους προφήτας. Τί άλλο νόημα έχουν τα λόγια “ταύτα είπεν Ησαΐας ότε είδε την δόξαν αυτού, και ελάλησεν περί αυτού … Ιησούς δε έκραξεν και είπεν, ο πιστεύων εις εμέ ου πιστεύει εις εμέ αλλά εις τον πέμψαντά με, και ο θεωρών εμέ θεωρεί τον πέμψαντά με … ο λαμβάνων εμέ λαμβάνει τον πέμψαντά με … ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα … νυν δε εωράκασιν και μεμισήκασιν και εμέ και τον πατέρα μου … και ταύτα ποιήσουσιν ότι ουκ έγνωσαν τον πατέρα ουδέ εμέ”15 Επίσης αι βιβλικαί περιγραφαί του Βαπτίσματος και της Μεταμορφώσεως του Χριστού είναι σαφώς αποκαλύψεις της μιας κατά πάντα φυσικής δόξης και θεότητος του Χριστού, του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος.16

Πάντως από την Παλαιάν και από την Καινήν Διαθήκην φαίνεται σαφώς η διάκρισις ή και η διαφορά των δύο προσώπων ή υποστάσεων του Θεού και του Λόγου Αυτού, αλλά συγχρόνως φαίνεται σαφώς η ομοιότης Αυτών, δηλαδή το γεγονός ότι ο Λόγος είναι κατά πάντα όμοιος και απαράλλακτος Εικών του Αρχετύπου Θεού Πατρός.

Ίνα κατανοήση κανείς τα τοιαύτα εν τοις ορθοίς πλαισίοις αυτών, πρέπει να έχη πάντοτε υπ’ όψιν την ουσιαστικήν διαφοράν μεταξύ ακτίστου και κτιστού εις την διδασκαλίαν των προφητών, δηλαδή ότι μεταξύ του κτιστού και του ακτίστου ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Επομένως το γεγονός ότι ο Λόγος είναι απαράλλακτος Εικών του Αρχετύπου Πατρός, ώστε οι βλέποντες τον Χριστόν βλέπουν τον Πατέρα και οι ακούοντες τον Χριστόν ακούουν τον Πατέρα και οι γνωρίζοντες τον Χριστόν γνωρίζουν τον Πατέρα, δύναται να σημαίνη μόνον έν πράγμα, ότι ο Λόγος είναι και Αυτός άκτιστος και Θεός κατά φύσιν ακριβώς όπως και ο Πατήρ.

Αυτή η κατά πάντα απόλυτος ομοιότης μεταξύ του Πατρός και του Υιού σημαίνει επίσης πώς ό,τι έχει ο Πατήρ έχει και ο Υιός, καθότι ο Πατήρ ό,τι έχει έδωκε και εις τον Υιόν προ του τον κόσμον είναι, εκτός μόνον από την Πατρότητα.17 Αντί της υποστατικής ιδιότητος της Πατρότητος ο Υιός έλαβεν εκ της πατρικής υποστάσεως την υποστατικήν ιδιότητα της Υιότητος. Εκτός της υποστατικής ιδιότητος της Πατρότητος και αυτής της Υιότητος ουδεμία διαφορά υπάρχει μεταξύ του Πατρός και του Υιού.

Ακριβώς το ίδιον ισχύει δια το Πνεύμα το Άγιον. Κατά την σαφή διδασκαλίαν του Χριστού ο άλλος Παράκλητος είναι διάφορον πρόσωπον ή διάφορος του Πατρός και του Υιού υπόστασις αλλά όμοιος κατά πάντα και Αυτός τω Πατρί και τω Υιώ. Ό,τι έχει κοινόν ο Πατήρ και ο Υιός έχει και το Πνεύμα το Άγιον.

Επομένως κατά την διδασκαλίαν της Αγίας Γραφής υπάρχουν εν τω Θεώ δύο τινα ή τρία τινα, 1) τα κοινά και 2) τα ακοινώνητα, ή 1) αι ακοινώνητοι υποστατικαί ιδιότητες 2) η κοινή ουσία και 3) η κοινή φυσική ενέργεια.

Τα τοιαύτα περί Θεού είναι γνωστά 1) δια της αποκαλύψεως της δόξης του Χριστού και των αρρήτων ρημάτων Αυτού αμέσως εις τους θεουμένους και 2) μέσω της διδασκαλίας και των έργων του Χριστού, των προφητών και των αποστόλων.

Το δόγμα περί Αγίας Τριάδος και ενσαρκώσεως του Λόγου εγένετο γνωστόν εις τους προφήτας και εις τους αποστόλους δια της αποκαλύψεως της φυσικής δόξης και θεότητος του Χριστού εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Δια της θεώσεως εγένετο γνωστόν 1) το άκτιστον της Αγίας Τριάδος και της ουσίας και των ενεργειών Αυτής ως και 2) το ακοινώνητον των ιδιοτήτων της Αγίας Τριάδος και 3) το κοινόν της απροσίτου και υπό των κτισμάτων αγνώστου θείας φύσεως και των μεθεκτών ενεργειών της Αγίας Τριάδος. Δηλαδή η εμπειρία της θεώσεως, και κυρίως την ημέραν της Πεντηκοστής, εδίδαξε ταύτα και συνεχώς ταύτα διδάσκει εις τους θεουμένους της Ιεράς Παραδόσεως μέχρι της συντελείας των αιώνων, ότε όλοι οι σεσωσμένοι και κατ’ άλλον τρόπον οι κολασμένοι θα καταντήσουν εις την επίγνωσιν της αληθείας ταύτης των θεουμένων.

Πρέπει να τονισθή ότι τα δόγματα ταύτα τα γνωστά υπερνοητώς εις τους θεουμένους, εθεωρούντο ως εις την τάξιν των μυστηρίων, τα οποία δεν εδιδάσκοντο παρά μόνον εις τους οδεύοντας την οδόν της μυήσεως εις την εν Χριστώ ζωήν. Η υπό του Χριστού και των θεουμένων φανέρωσις των μυστηρίων του Θεού και της βασιλείας Αυτού εγένετο αναλόγως των πνευματικών καταστάσεων του ανθρώπου. Η Παλαιά Διαθήκη και τα Ευαγγέλια του Ματθαίου, του Μάρκου και του Λουκά εχρησιμοποιούντο εις την κατήχησιν των κατηχουμένων ενώ το Ευαγγέλιον του Ιωάννου εχρησίμευε μετά το βάπτισμα δια την τελείωσιν της κατήχησεως και την οδήγησιν των νεοφωτίστων δια του φωτισμού εις την θέωσιν. Είναι φανερόν ότι το Ευαγγέλιον του Ιωάννου έχει τον ιδιότυπον αυτού χαρακτήρα, διότι συγκεντρώνει τα διδάγματα και την αποκάλυψιν του Χριστού ως είναι δυνατόν να διδαχθούν εις τους προς την θέωσιν βαδίζοντας φωτισμένους, ενώ τα άλλα τρία Ευαγγέλια καθρεπτίζουν σαφώς την προ του βαπτίσματος κατήχησιν των εις Χριστόν πιστευόντων.18 Ούτε οι προφήται, ούτε ο Χριστός, ούτε οι απόστολοι, ούτε οι άγιοι Πατέρες είχον την μέθοδον των συγχρόνων χριστιανών και θεολόγων να εξαγγέλουν και να συζητούν με οποιονδήποτε, οπουδήποτε, οτεδήποτε, και ο,τιδήποτε περί των μυστηρίων της πίστεως. Τούτο σημαίνει ότι δεν έγραφον όσα εγνώριζον αλλά όσα εχρειάζοντο και αναλόγως των αναγκών αλλά και της πνευματικής καταστάσεως των ακροατών και των αναγνωστών. “Ου παντός … το περί Θεού φιλοσοφείν … ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα αλλ’ έστιν ότε, και οίς, και εφ’ όσον” λέγει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.19 Και κατά των Αρειανών ο Μέγας Αθανάσιος γράφει, “καί ουκ αισχύνονται ταύτα επί κατηχουμένων, και το γε χείριστον, επί Ελλήνων τραγωδούντες τα μυστήρια … Ου χρή τα μυστήρια αμυήτοις τραγωδείν, ίνα μη Έλληνες μεν αγνοούντες γελώσι, κατηχούμενοι δέ, περίεργοι γενόμενοι, σκανδαλίζωνται.”20

Ούτω το δόγμα περί Αγίας Τριάδος υπάρχει σαφώς εις την Παλαιάν Διαθήκην, όταν κανείς ορθώς δια της χάριτος της θεώσεως αναγινώσκει Αυτήν και βλέπει τον Χριστόν εν Αυτή ως τον Κύριον της Δόξης και ούτω κατανοεί τί εννοεί ο απόστολος Παύλος, όταν γράφη, “εσταύρωσαν τον Κύριον της Δόξης”.21 Το ότι οι προφήται δεν γράφουν περί της Αγίας Τριάδος με την σαφήνειαν της Καινής Διαθήκης, δεν σημαίνει ότι δεν εγνώριζον ακριβώς και υπερνοητώς το μυστήριον της Αγίας Τριάδος. Επίσης το γεγονός ότι η Αγία Γραφή δεν εμπεριέχει τους όρους τρεις υποστάσεις, μία ουσία, ομοούσιος, φυσική και υποστατική ένωσις, δύο φύσεις, μία υπόστασις, δύο ενέργειαι, δύο θελήματα, κ.τ.λ. δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία ωδηγήθη εις βαθυτέραν από την Αγίαν Γραφήν, τους αποστόλους και τους αρχαίους Πατέρας κατανόησιν της διδασκαλίας της Εκκλησίας και εις την διατύπωσιν των δογμάτων, συνεπεία μιας τάχα τοιαύτης βαθυτέρας κατανοήσεως.

Παραθέτομεν μίαν ωραιοτάτην σύνοψιν της πατερικής επί του θέματος ερμηνείας από τον Αγιορειτικόν Τόμον του 1340-41, “τά μεν αρτίως καθωμιλημένα και κοινή πάσιν εγνωσμένα και παρρησία κηρυττόμενα δόγματα του δια Μωϋσέως υπήρχε νόμου μυστήρια τοις προφήταις μόνοις εν πνεύματι προορώμενα, τα δ’ επηγγελμένα τοις αγίοις αγαθά κατά τον αιώνα τον μέλλοντα της κατά το ευαγγέλιον πολιτείας εστί μυστήρια, τοις δια του πνεύματος οράν ηξιωμένοις και τούτοις μετρίως, ως εν αρραβώνος μέρει, διδόμενά τε και προορώμενα. Αλλ’ ώσπερ εί τις τότε των Ιουδαίων, μη μετ’ ευλαβείας ακούων των προφητών λεγόντων λόγον και πνεύμα Θεού συναΐδιά τε και προαιώνια, συνέσχεν αν τα ώτα, δοκών απηγορευμένων ακούειν τη ευσεβεία φωνών και της ανωμολογημένοις τοις ευσεβέσι φωνής εναντίον, δηλονότι της λεγούσης, “Κύριος ο Θεός σου, Κύριος είς εστιν”,22 ούτω και νυν τάχα αν πάθοι τις, μη μετ’ ευλαβείας ακούων των μόνοις εγνωσμένων τοις δι’ αρετήν κεκαθαρμένοις μυστηρίων του Πνεύματος. Αλλ’ ώσπερ αύθις η των προρρήσεων εκείνων έκβασις, σύμφωνα τοις φανεροίς ανέδειξε τα τότε μυστήρια, και πιστεύομεν νυν εις Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεότητα τρισυπόστατον, μίαν φύσιν, απλήν, ασύνθετον, άκτιστον, αόρατον απερινόητον, ούτω και του μέλλοντος αιώνος εν καιροίς ιδίοις αποκαλυφθέντος, κατά την άφραστον έκφρασιν του εν τρισί τελείαις υποστάσεσιν ενός Θεού, σύμφωνα τοις πάσιν εκφανήσεται τοις φανεροίς τα μυστήρια. Δεί μέντοι κακείνο σκοπείν, ως ει και τοις πέρασι της γης ύστερον εξεφάνη το τρισυπόστατον της Θεότητος, τω λόγω της μοναρχίας μηδαμώς λυμαινόμενον, αλλά τοις προφήταις εκείνοις και προ της εκβάσεως των πραγμάτων ακριβώς εγινώσκετο, και τοις αυτοίς τηνικαύτα πειθομένοις ευπαράδεκτος ήν. Τον ίσον άρα τρόπον ουδέ νυν τους λόγους της ομολογίας αγνοούμεν των τε παρρησία, κηρυττομένων και των μυστικώς εν πνεύματι τοις αξίοις προφαινομένων, οι μεν αυτή τη πείρα μεμνημένοι, όσοι τη τε των χρημάτων κτήσει και τη των ανθρώπων δόξη και ταις των σωμάτων ου καλαίς ηδοναίς δια την ευαγγελικήν απετάξαντο ζωήν, ου μόνον δέ, αλλά και την αποταγήν ταύτην δια της προς τους εν τη κατά Χριστόν ηλικία προηκόντας εβεβαίωσαν υποταγής εαυτοίς γαρ τω Θεώ δι’ ησυχίας απεριμερίμνως σχολάσαντες και δια προσευχής ειλικρινούς υπέρ εαυτούς γενόμενοι και γεγονότες εν Θεώ δια της προς αυτόν μυστικής υπέρ νουν ενώσεως τα υπέρ νουν εμυήθησαν οι δε τη προς τους τοιούτους αιδοί και πίστει και στοργή”.23

Δεδομένου του χαρακτήρος του υπέρ τον λόγον και τον νουν τούτου δόγματος και του γνωστού αυτού δια μόνης της θεώσεως και δια μόνης της εις τους θεουμένους πειθαρχίας φαίνεται σαφώς πώς η εξαγγελία των δογμάτων έχει καθαρώς σωστικόν και φωτιστικόν σκοπόν και γίνεται αναλόγως της πνευματικής καταστάσεως και δεκτικότητος του διδασκομένου. Πάντως είναι σαφές ότι πρέπει κανείς να πεισθή πρώτον περί της αυθεντίας και θεοπνευστίας των θεουμένων προφητών, αποστόλων και αγίων και να υπαχθή εις αυτούς ως εις πνευματικούς πατέρας και ούτω να μυηθή αναλόγως των πνευματικών του καταστάσεων εις τα περί δογμάτων μυστήρια της πίστεως. Ούτω το Σύμβολον της πίστεως εδίδετο εις τους κατηχούμενους ολίγον τι προ του βαπτίσματος προς εκμάθησιν και μόνον μετά το βάπτισμα εκατηχείτο ο νεοφώτιστος περί των μυστηρίων της Εκκλησίας επί τω τέλει όπως οδηγηθή εις την θέωσιν.24

Τούτο σημαίνει ότι αι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων ουδέποτε επροωρίζοντο να γίνουν αντικείμενα μελέτης υπό των αβαπτίστων και εκτός της Εκκλησίας ευρισκομένων. Συνεδυάζετο το Σύμβολον της πίστεως μετά της τελικής προ του βαπτίσματος φάσεως της κατηχήσεως.

Επίσης το Σύμβολον της πίστεως και οι όροι των Οικουμενικών Συνόδων δεν εγένοντο κτήματα των υπ’ αυτών καταδικασθέντων αιρετικών, αφού και οι ίδιοι οι αιρετικοί απέρριπτον ταύτα ως κακόδοξα. Επομένως, ακριβώς όπως η Αγία Γραφή ούτω και τα υπό Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων εξαγγελθέντα δόγματα είναι αλάθητα και κατανοητά μόνον εντός της μυστηριακής ζωής της Εκκλησίας και μόνον εν Αυτή ερμηνεύονται ως τα προς μίμησιν βιώματα των εν τη Εκκλησία θεουμένων.

Πρέπει να τονισθή και εκ της επόψεως ταύτης ότι τα δόγματα της ορθοδόξου πίστεως δεν είναι, ως φαντάζονται οι απόγονοι των Φραγκολατίνων, αποτελέσματα των υπέρ της κατανοήσεως των μυστηρίων της πίστεως στοχαστικών δήθεν προσπαθειών των θεολόγων της Εκκλησίας, αλλά η υπό των αγίων Πατέρων συνοδική κατοχύρωσις της ήδη αποκαλυφθείσης την Πεντηκοστήν και εν Χριστώ και τοις μυστηρίοις Αυτού υπαρχούσης πάσης αληθείας της υπό του Παναγίου Πνεύματος εις τους θεουμένους διδαχθείσης. Η διατύπωσις των δογμάτων υπό των Πατέρων είναι έκφρασις και κατοχύρωσις της εν Χριστώ μυστηριακής ζωής των θεουμένων και πιστών και ουδόλως διαφέρει το εκφρασθέν δια της διατυπώσεως ταύτης από το δόγμα της Αγίας Γραφής.

Επίσης απαιτεί προσοχήν μεγάλην το γεγονός ότι ο κύριος σκοπός των Οικουμενικών Συνόδων είναι η περί της ορθής πίστεως πληροφορία των κατηχουμένων και των πιστών υπό των θεουμένων και καθαιρουμένων πνευματικών ηγετών της Εκκλησίας έναντι μιας εντός της Εκκλησίας αναφυείσης αιρέσεως, ήτις ως αποτέλεσμα θα είχε την καταστροφήν της προς την θέωσιν οδηγήσεως των πιστών. Δια τον λόγον αυτόν ο θέλων πραγματικώς να υπεισέλθη εις τα πνευματικά μυστήρια των κατά των αιρετικών γραφομένων των αγίων Πατέρων, οφείλει να διαβάση και να μελετήση και ασκητικά συγγράμματα αυτών περί καθάρσεως φωτισμού και θεώσεως.

Τούτο ισχύει δι’ όλας τας Οικουμενικάς Συνόδους και τους κατ’ εξοχήν Πατέρας αυτών, Μέγαν Αθανάσιον, Μέγαν Βασίλειο, Γρηγόριο τον Θεολόγον, Γρηγόριον Νύσσης, Κύριλλον Αλεξανδρείας, Λεόντιον Βυζάντιον, Μάξιμον τον Ομολογητήν, Σωφρόνιον Ιεροσολύμων, Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, κ.τ.λ.

Όταν δε συγκρίνη τις την διδασκαλίαν των αιρετικών προς αυτήν των Πατέρων εξακριβώνει ότι η διαφορά μεταξύ αιρετικών και ορθοδόξων δεν είναι μόνον εις το δόγμα, αλλά και εις την πνευματικότητα.

 

Ε’ Η ερμηνευτική της Αγίας Γραφής και η διατύπωσις των δογμάτων

Όταν η Εκκλησία αντιμετωπίζη εξωεκκλησιαστικάς θρησκευτικάς ομάδας ως τον Ιουδαϊσμόν, τον Γνωστικισμόν, το Ισλάμ κ.τ.λ. παρουσιάζει ως τα θεμέλεια της πίστεως όσον αφορά εις τας προϋποθέσεις αυτής την αυθεντίαν των προφητών και των αποστόλων, ως αύτη εκφράζεται εις την Αγίαν Γραφήν, και εν συνδυασμώ με την αυθεντίαν αυτήν διδάσκει την ταυτότητα του ασάρκως και εν σαρκί αποκαλυφθέντος εις τους θεουμένους Κυρίου της Δόξης και δημιουργού του κόσμου. Μόνον δια της θεμελειώσεως των ανωτέρω δύνανται οι ανήκοντες εις άλλα θρησκεύματα να μυηθούν εις τα πρώτα κατηχητικά στάδια της ορθοδόξου πίστεως. Όταν φθάσουν εις τα στάδια αυτά τότε εισάγωνται εις το βάπτισμα, μετά το οποίον μυούνται εις τα μυστήρια της εν Χριστώ ζωής και των δογμάτων. Ουδέποτε εδέχοντο οι Πατέρες να συζητήσουν τα μυστήρια και τα δόγματα, ως τα εγνώριζον οι μεμυημένοι, με ανθρώπους οι οποίοι δεν εδέχοντο πρώτον το κύρος και την αυθεντίαν των προφητών και των αποστόλων. Εις περίπτωσιν, ότε ησχολούντο με θρησκευτικήν ομάδα αποδεχομένην το κύρος ή μόνον των προφητών ή μόνον των αποστόλων ή μερίδος μόνον των αποστόλων, ως συνέβαινε με τους Ιουδαίους και τους Γνωστικούς, οι Πατέρες κατέβαλλον πάσαν προσπάθειαν να αποδείξουν το ισόκυρον των προφητών και των αποστόλων και την ταυτότητα του Χριστού Λόγου εν σαρκί μετά του ασάρκου Κυρίου της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης.

Ουδέποτε ενεφανίσθη όμως τοιαύτη ανάγκη αποδείξεως τούτου εντός των κόλπων της Εκκλησίας κατά τους αντιαιρετικούς αγώνας των Πατέρων κατά την εποχήν των Οικουμενικών Συνόδων. Όλοι οι καταδικασθέντες υπό Οικουμενικών Συνόδων αιρετικοί εδέχοντο το ισόκυρον των προφητών και των αποστόλων και την ταυτότητα μεταξύ του Χριστού Λόγου και του Κυρίου της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης του εμφανισθέντος εις τους προφήτας και εν πνεύματι αποκαλύπτοντος εν Εαυτώ τον Θεόν.

Ο πρώτος εντός της Εκκλησίας, όστις εξετράπει απαραιτήτως από αυτήν την παράδοσιν ήτο ο Αυγουστίνος, τον οποίον ηκολούθησαν οι Φράγκοι και εν συνεχεία οι απόγονοι αυτών Παπικοί και Προτεστάνται μέχρι σήμερον και επηρεασμένοι απ’ αυτούς Ορθόδοξοι τινες κυρίως Ρώσσοι και ολίγοι άλλοι.

Πρέπει πάντως σοβαρώς να ληφθή υπ’ όψιν το γεγονός ότι οι Μοναρχιανοί, οι σήμερον γνωστοί ως Δυναμικοί και Τροπικοί τοιούτοι, οι Αρειανοί, οι Ευνομιανοί, οι Απολλιναρισταί, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Μονοθελήται και Μονονεργήται και οι Εικονομάχοι, όλοι εδέχοντο το ισόκυρον των προφητών και των αποστόλων, ως αυτοπτών μαρτύρων του Χριστού και την ταυτότηταν Αυτού μετά του Κυρίου της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης. Βεβαίως εκάστη αίρεσις εδέχετο την διδασκαλίαν ταύτην της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως κατά τας προϋποθέσεις της και ούτω διέστρεφε την ακρίβειαν του εν λόγω δόγματος. Εν πάση περιπτώσει όμως ουδέποτε ανέτρεψαν οι αναφερθέντες αιρετικοί το σχήμα του δόγματος τούτου περί αποκαλύψεως εν τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Εκ των αρχαίων μόνον ο Αυγουστίνος ανέτρεψε το εν λόγω σχήμα καθ’ αυτό. Εκ του γεγονότος τούτου οι δυτικοί ιστορικοί των δογμάτων και μετ’ αυτών Ρώσσοι τινές ισχυρίζονται ότι οι Πατέρες εγκατέλειψαν την περί ταυτότητος του Λόγου και του Αγγέλου του Κυρίου διδασκαλίαν των αρχαίων Πατέρων εξ αιτίας της αρειανικής έριδος.1 Ο ισχυρισμός ούτος είναι ανιστόρητος και ανόητος, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει οι Πατέρες θα ανέτρεπον την διδασκαλίαν του Ιδίου του Χριστού και την προς τους θεουμένους αποκάλυψιν της θεότητος Αυτού.

 

α) Οι Ιουδαίοι και οι σύγχρονοι ετερόδοξοι ερμηνευταί

Πάντως οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού και οι σύγχρονοι φιλελεύθεροι λεγόμενοι Προτεστάνται ερμηνευταί δεν έχουν καμμίαν αντίρρησιν εις τον περί του εαυτού Του ισχυρισμόν του Ιησού ότι είναι ο αναμενόμενος υπό των Ιουδαίων Μεσσίας ή Χριστός, αν και δεν τον παραδέχονται οι Ιουδαίοι και τινες των Προτεσταντών ούτω. Δηλαδή παραδέχονται τον ισχυρισμόν ως υπό του Χριστού γενόμενον και συγχρόνως πιστεύουν ότι έκαμεν ο Χριστός λάθος πιστεύων ούτως. Εκείνο το οποίον δεν ανέχονται είναι ο ισχυρισμός των Πατέρων ότι ο Χριστός εδίδασκε περί του εαυτού Του ως περί Θεού.2

Ιουδαίοι τινες ήσαν διατεθημένοι να αποδεχθούν τον Χριστόν ως τον αναμενόμενον Μεσσίαν, αλλά μόνον οι ανήκοντες εις την παράδοσιν των θεουμένων προφητών τον εδέχοντο ως τον Κύριον της Δόξης. Μάλιστα αυτήν την ταύτισιν, την οποίαν έκαμεν ο Ίδιος ο Χριστός μεταξύ του Εαυτού Του και του Κυρίου της Δόξης, εχαρακτήρισαν Ιουδαίοι τινες ως βλασφημίαν, διότι κατ’ αυτούς άνθρωπος ών εποίει εαυτόν Θεόν.3 Επ’ ευκαιρία ο Χριστός υπενθυμίζει εις τους Ιουδαίους ότι όχι μόνον ο Κύριος της Δόξης είναι Θεός, αλλά και οι φίλοι του Θεού λέγονται Θεοί, ως Θεοί κατά χάριν.4

Δηλαδή έναντι των ετεροδόξων ερμηνευτών η διάκρισις εις τας περί Μεσσία αντιλήψεις των Ιουδαίων δεν είναι ουσιαστικώς μεταξύ 1) επιγείου ανθρωπίνου και 2) προϋπάρχοντος ουρανίου Μεσσία. Η πραγματική διάκρισις είναι μεταξύ των αναμενόντων τον εν λόγω επίγειον άνθρωπον Μεσσίαν και των αναμενόντων την επέμβασιν του Κυρίου της Δόξης εντός της παραδόσεως των προφητών, οίτινες ως φίλοι εγνώριζον τον Χριστόν προ της ενσαρκώσεως Αυτού και εις την παράδοσιν ταύτην ανήκουν οι μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού και του Χριστού.

Δεν είναι τυχαίον πρόσωπον ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, του οποίου δύο μαθηταί πρώτον ηκολούθησαν τον Χριστόν και ο οποίος πρώτος εδέχθη την αποκάλυψιν ότι ο Χριστός είναι ο εμφανίσας Εαυτόν εις τους προφήτας Κύριος της Δόξης και το απρόσιτον φως εν τω οποίω κατοικεί ο Θεός5. “Στραφείς δε ο Ιησούς και θεασάμενος αυτούς ακολουθούντας λέγει αυτοίς τί ζητείτε; Οι δε είπον αυτώ, ραββί … , που μένεις; Λέγει αυτοίς, έρχεσθε και όψεσθε. Ήλθαν ουν και είδαν που μένει, και παρ’ αυτώ έμειναν την ημέραν εκείνην, ώρα ήν ως δεκάτη”.6 Ο τόπος ούτος όπου μένει ο Χριστός είναι η δόξα του Χριστού, την οποίαν είδον οι προφήται και ο πνευματικός αυτών πατήρ ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. “Ήν Ανδρέας ο αδελφός Σίμωνος Πέτρου είς εκ των δύο των ακουσάντων παρά Ιωάννου και ακολουθησάντων αυτώ”.7 Εν συνεχεία κατά την κλήσιν των υπολοίπων αποστόλων αποκαλύπτεται ότι ο Ιησούς είναι ο αναμενόμενος Μεσσίας, αλλά και ο Υιός του Θεού.8

Η διάκρισις αυτή των Ισραηλιτών 1) εις τους ως άνω αποδεχομένους τον Ιησούν και ως Μεσσίαν και ως Υιόν του Θεού και 2) τους Ιουδαίους τους πιστεύοντας ότι ο Μεσσίας θα εμφανισθή μόνον ως άνθρωπος, φαίνεται σαφώς από την εξής περικοπήν του Ιωάννου εις ήν ο Χριστός σαφώς αναφέρεται εις τας δύο αυτάς παρατάξεις και εις τους προφήτας ως εις κατά χάριν Θεούς, “σχίσμα πάλιν εγένετο εν τοις Ιουδαίοις δια τους λόγους τούτους. Έλεγον δε πολλοί εξ αυτών, δαιμόνιον έχει και μαίνεται, τί αυτού ακούετε; Άλλοι έλεγον, ταύτα τα ρήματα ουκ έστιν δαιμονιζομένου, μη δαιμόνιον δύναται τυφλών οφθαλμούς ανοίξαι; … εκύκλωσαν ουν αυτόν οι Ιουδαίοι και έλεγον αυτώ, έως πότε την ψυχήν ημών αίρεις; Ει συ εί ο Χριστός ειπέ ημίν παρρησία, απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς, είπον υμίν, και ου πιστεύετε τα έργα ά εγώ ποιώ εν τω ονόματι του πατρός μου, ταύτα μαρτυρεί περί εμού, αλλ’ υμείς ου πιστεύετε, ου γαρ εστε εκ των προβάτων των εμών, καθώς είπον υμίν. Τα πρόβατα τα εμά της φωνής μου ακούει, καγώ γινώσκω αυτά, και ακολουθούσι μοι, καγώ ζωήν αιώνιον δίδωμι αυτοίς, και ου μη απόλωνται εις τον αιώνα, και ουχ αρπάσει τις αυτά εκ της χειρός μου. Ο πατήρ μου, ός δέδωκέ μοι, μείζων πάντων εστί, και ουδείς δύναται αρπάζειν εκ της χειρός του πατρός μου. Εγώ και ο πατήρ έν εσμέν. Εβάστασαν ουν πάλιν λίθους οι Ιουδαίοι ίνα λιθάσωσιν αυτόν. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς, πολλά καλά έργα έδειξα υμίν εκ του πατρός μου, δια ποίον αυτών έργον λιθάζετέ με; Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι λέγοντες, περί καλού έργου ου λιθάζομέν σε, αλλά περί βλασφημίας, και ότι συ άνθρωπος ών ποιείς σεαυτόν Θεόν. Απεκρίθη αυτοίς ο Ιησούς, ουκ έστι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, εγώ είπα Θεοί εστε; Ει εκείνους είπε Θεούς, προς ούς ο λόγος του Θεού εγένετο, και ου δύναται λυθήναι η γραφή, όν ο πατήρ ηγίασε και απέστειλεν εις τον κόσμον υμείς λέγετε ότι βλασφημείς, ότι είπον, Υιός του Θεού ειμι; Ει ου ποιώ τα έργα του πατρός μου, μη πιστεύετέ μοι, ει δε ποιώ, καν εμοί μη πιστεύητε, τοις έργοις πιστεύσατε ίνα γνώτε και πιστεύσητε ότι εν εμοί ο πατήρ καγώ εν αυτώ”9

Όταν έχει τις υπ’ όψιν την υπό του Ιδίου Χριστού και των αποστόλων ταύτισιν του προσώπου του Χριστού με τον Κύριον και Άγγελον της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης και το γεγονός ότι οι προφήται ήσαν προ της ενσαρκώσεως αυτόπται μάρτυρες της δόξης ή θεότητος του Χριστού, τότε είναι σαφέστατον το νόημα των λεχθέντων του Ησαΐα, “ότι παιδίον εγεννήθη ημίν, υιός και εδόθη ημίν, ου η αρχή εγεννήθη επί του ώμου αυτού, και καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος.”10

Πάντως η διδασκαλία της Αγίας Γραφής περί της Αγίας Τριάδος και της ενσαρκώσεως του μονογενούς Υιού του Θεού είναι σαφεστάτη, όταν ερμηνεύεται εντός της Ιεράς Παραδόσεως των θεουμένων. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι όσοι βαπτίζονται εν τη Εκκλησία είναι της παραδόσεως ταύτης, όπως δεν ήσαν αυτής όλοι οι Ιουδαίοι οι έχοντες διεστραμμένην περί Θεού, Κυρίου της Δόξης, Μεσσίου και λυτρώσεως ερμηνείαν της περί αυτών διδασκαλίας των προφητών. Ό,τι είναι οι Ιουδαίοι οι παρερμηνεύοντες και αγνοούντες την εν Θεώ δια του Κυρίου της Δόξης και εν Πνεύματι θεωρίαν των προφητών και την περί ενσαρκώσεως προφητείαν αυτών, είναι και οι εντός της Εκκλησίας αναφυέντες αιρετικοί οι αποκόπτοντες εαυτούς από την παράδοσιν ταύτην της θεώσεως.

Εξ αιτίας των τοιούτων αιρετικών ηναγκάσθη η Εκκλησία να διατυπώση τα ήδη υπάρχοντα δόγματα μέσω ωρισμένης ορολογίας, ήτις είχε σκοπόν όχι εμβαθύνσεως βαθυτέρας ή διασαφήσεως καλυτέρας των δογμάτων, αλλά κατοχυρώσεως αυτών δια της σαφεστέρας εκφράσεως αυτών έναντι των εντός της Εκκλησίας αναφυέντων κακοδοξιών προς απομάκρυνσιν αυτών και διαφύλαξιν απ’ αυτών των πιστών. Το παράδοξον όμως είναι ότι μεταξύ των Ορθοδόξων και των αιρετικών υπήρχε μία ερμηνευτική περί Αγίας Γραφής ενότης, η οποία ουδόλως υπάρχει σήμερον μεταξύ των Ορθοδόξων και των απογόνων των Φράγκων και κυρίως των φιλελευθέρων Προτεσταντών. Παραδόξως εις έν τουλάχιστον θέμα υπήρχε μεγαλυτέρα ερμηνευτική ενότης μεταξύ Ορθοδόξων και Γνωστικών τινων από ότι υπάρχει μεταγενεστέρως μεταξύ Αυγουστίνου και φραγκολατίνων Δυτικών αφ’ ενός, και της ορθοδόξου πατερικής λατινοφώνου και ελληνοφώνου ρωμαϊκής παραδόσεως αφ’ ετέρου.

 

β) Οι Γνωστικοί και οι Μοναρχιανοί

Επηρεασμένοι από την διδασκαλίαν της Εκκλησίας οι Γνωστικοί γενικώς ισχυρίζοντο ότι ο Άγγελος του Κυρίου ή ο Κύριος της Δόξης, όστις ενεφανίζετο εις τους προφήτας είναι ο δημιουργός του κόσμου τούτου Θεός. Αλλά προσέθετον οι Γνωστικοί ούτοι ότι μόνος Του εδημιούργησε τον κόσμον άνευ της συνεργασίας του Υψίστου Θεού και ότι ούτος παρεπλάνησε τους Ισραηλίτας οι οποίοι επίστευσαν εις αυτόν ως τον μόνον Θεόν. Δια του Χριστού και άλλων ανωτέρων όντων απεκαλύφθη ο Ύψιστος Θεός, όστις απέστειλεν αυτούς, ίνα οδηγήσουν τας ψυχάς των Γνωστικών εις τον άϋλον κόσμον, όπου ανήκουν κατά φύσιν (διδασκαλία των περισσοτέρων) ή κατά χάριν (διδασκαλία Μαρκίωνος).11

Ήδη ανεφέραμεν εν γενικαίς γραμμαίς τα βιβλικά πλαίσια εντός των οποίων αντιμετώπισαν οι Πατέρες τους Γνωστικούς. Εκείνο το οποίον προξενεί εντύπωσιν είναι το γεγονός ότι οι Γνωστικοί συνεφώνουν με την ορθόδοξον παράδοσιν ότι ο Άγγελος και Κύριος της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης είναι δημιουργός του κόσμου και Θεός, ενώ ο Αυγουστίνος, οι μετ’ αυτόν Φράγκοι και οι απόγονοι αυτών κατεβίβασαν τον Άγγελον της Δόξης εις κτίσμα.

Εκτός όμως από την αντίδρασιν των Πατέρων κατά των Γνωστικών υπήρχε και η αντίδρασις των λεγομένων σήμερον Μοναρχιανών, οι οποίοι, ενώ παρέμειναν πιστοί εις το δογματικόν σχήμα της Ιεράς Παραδόσεως, εντούτοις εισήγαγον εκ της φιλοσοφίας ορολογίαν, ήτις παρεμόρφωσε το δόγμα και κατ’ ανάγκην επροκάλεσε την υπό της Εκκλησίας ανάλογον ορθήν διατύπωσιν του δόγματος.

Ούτοι ισχυρίζοντο ορθώς ότι η ενέργεια του Πατρός και του Υιού είναι ταυτόν. Επομένως δημιουργός είναι ο Κύριος της Δόξης ο εμφανίσας Εαυτόν εις τους προφήτας, αλλά δημιουργός είναι και ο Πατήρ, όστις και Αυτός εμφανίζεται εις τους προφήτας. Αλλά επροχώρησαν οι Μοναρχιανοί εις τον ισχυρισμόν ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι ονόματα μιας ουσίας και υποστάσεως του Θεού, ο οποίος ως κεκρυμμένος λέγεται Θεός, και όταν φαίνεται τοις προφήταις, λέγεται Άγγελος του Θεού, και όταν ενσαρκούται ο Θεός λέγεται και Πατήρ και Υιός, δηλαδή Πατήρ εξ αιτίας της κεκρυμμένης θεότητος και Υιός εξ αιτίας της ανθρωπίνης αυτού φύσεως. Ούτω κατά τους τροπικούς Μοναρχιανούς (Σαβελλιανούς) ο Χριστός λέγεται Υιοπάτωρ και ούτως ο Πατήρ συνεσταυρώθη μετά του Χριστού επί του Σταυρού.12 Οι Δυναμικοί Μοναρχιανοί δεν εδέχοντο την περί πραγματικής ενσαρκώσεως του Θεού, διδασκαλίαν των Τροπικών Μοναρχιανών.13

Οι εν λόγω Γνωστικοί ισχυρίζοντο βάσει της δυαρχικής των μεταφυσικής ότι ο εμφανίσας Εαυτόν Άγγελος Δημιουργός της Παλαιάς Διαθήκης είναι κατώτερον όν, αφού υποπίπτει εις τας αισθήσεις των προφητών, ενώ ο Ύψιστος Θεός ενοράται μόνον εις καταστάσεις απελευθερώσεως του πνευματικού και μόνου ουσιαστικού μέρους του ανθρώπου από το σώμα, τας αισθήσεις και τα πάθη.14

Ούτως εξηγείται η αντίδρασις των Μοναρχιανών ότι ο Άγγελος και ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης και ο Πατήρ και ο Υιός του Θεού εν τη Καινή Διαθήκη είναι ταυτόν όχι μόνον κατ’ ενέργειαν, θεότητα, δόξαν, βασιλείαν κ.τ.λ. αλλά και κατ’ ουσίαν και υπόστασιν. Ο Θεός κατ’ αυτούς λέγεται Άγγελος και Λόγος και Υιός του Θεού, όταν οράται, και Θεός και Πατήρ, όταν κρύπτεται.15

Όμως η εναλλαγή και σύγχυσις των ιδιοτήτων της Πατρότητος και της Υιότητος είναι αίρεσις και ουχί βιβλική, δηλαδή ουχί σύμφωνος προς την εμπειρίαν της θεώσεως των θεουμένων.

γ) Ορθόδοξοι και αιρετικαί αντιδράσεις κατά των Μοναρχιανών

Εναντίον των Μοναρχιανών ενεφανίσθησαν τέσσαρες αντιδράσεις, δύο ορθόδοξοι και δύο αιρετικοί.

1) Οι ορθόδοξοι της Ανατολής με πρωταγωνιστάς τους Αλεξανδρινούς αντέταξαν την διδασκαλίαν ότι η Αγία Τριάς δεν είναι μία υπόστασις ή μία ουσία αλλά 1) τρεις υποστάσεις ή ουσίαι όμοιοι κατά πάντα και 2) κατά πάντα ταυτόν εις την βασιλείαν, θεότητα, κράτος, δόξαν, βούλησιν και ενέργειαν.16 Μάλιστα διασώζεται ρητόν αποδιδόμενον εις τον Μέγαν Αθανάσιον ότι ο Θεός δεν είναι μονοούσιος.17 Όμως υπάρχουν χωρία όπου ο άγιος Αθάνασιος γράφει ότι η Αγία Τριάς έχει μίαν θεότητα. Αλλά ο όρος μία θεότης δεν σημαίνει μίαν ουσίαν ως νομίζουν πολλοί, εις την πατερικήν ορολογίαν, ως θα ίδωμεν.18 Φαίνεται ότι οι ιδρυταί της περί τριών υποστάσεων ορολογίας ήσαν κατ’ εξοχήν ο Ωριγένης και ο Διονύσιος Αλεξανδρείας.19

Πρό του 362 οι όροι ουσία, υπόστασις και φύσις ήσαν εν Αλεξανδρεία μάλλον ταυτόν.20 Εκ της επόψεως ταύτης ο Θεός ασφαλώς δεν είναι μονοούσιος ως ισχυρίζοντο οι Σαβελλιανοί (Τροπικοί Μοναρχιανοί) και οι Σαμοσατιανοί (Δυναμικοί Μοναρχιανοί).

2) Οι Ορθόδοξοι της Ρώμης και κυρίως ο Πάπας Διονύσιος, εφάνησαν συντηρητικοί και ούτως απέφευγον την χρήσιν των όρων SUBSTANTIA και ESSENTIA εις την αρχήν και ως γνωστόν παρεξήγησεν ο Πάπας Διονύσιος την ορολογίαν του Διονυσίου Αλεξανδρείας.21 Εξ αιτίας του δισταγμού των επισκόπων της Ρώμης να διευκρινήσουν την θέσιν των δια της νέας ορολογίας των Μοναρχιανών και των Αλεξανδρινών κατηγορήθησαν ως κλίνοντες προς τον Μοναρχιανισμόν.22 Πάντως οι λατινόφωνοι Ορθόδοξοι ουδέποτε υιοθέτησαν τον όρον τρεις υποστάσεις, δηλαδή TRES SUBSTATIAE. Τελικώς υιοθέτησαν τον όρον TRES SUBSISTENTIAE ως αντίστοιχον του τρεις υποστάσεις.23

3) Οι αιρετικοί Μοντανισταί και Φωτινιανοί και Ορθόδοξοι τινες της ελληνόφωνης Ανατολής και οι οπαδοί των Μοντανιστών εις την Δύσιν υιοθέτησαν την ορολογίαν των Μοναρχιανών.24 Οι Μοντανισταί εξεδιώχθησαν εκ των κόλπων της Εκκλησίας πριν τελειοποιηθή η περί Αγίας Τριάδος ορολογία και ούτω δεν έλαβον μέρος εις την περαιτέρω εξέλιξιν των εν προκειμένω όρων.

Οι Φωτινιανοί και άλλοι τινες ηρνήθησαν να ασπασθούν την ορολογίαν τρεις υποστάσεις των Αλεξανδρινών, και συγχρόνως κατεπολέμησαν τους παλαιοτέρους Μοναρχιανούς.25 Ούτοι παρέμειναν μερικώς πιστοί εις μίαν αρχαίαν περί Αγίας Τριάδος ορολογίαν, ήτις εξέφραζεν ορθοδόξως το εν λόγω δόγμα, αλλά ως εχρησιμοποιήθη υπό των Μοντανιστών και των Φωτινιανών εξέφραζε αιρετικάς διδασκαλίας.

Ομάς αρχαίων ορθοδόξων θεολόγων και Πατέρων26 επρέσβευον εν γενικαίς γραμμαίς ότι εν αρχή προ της κτίσεως του κόσμου υπήρχεν ο Θεός με τον ενδιάθετον Αυτού Λόγον. Προς δημιουργίαν του κόσμου ο Θεός εγέννησε τον ενδιάθετον Αυτόν Λόγον, Όστις έγινεν ούτω προφορικός. Ούτως ο Θεός έγινε Πατήρ και ο Λόγος Υιός μονογενής. Ο ενδιάθετος και ο προφορικός Λόγος είναι ο Είς και ο Αυτός Λόγος. Ο Θεός και ο Πατήρ είναι Είς και ο Αυτός. Ο Λόγος και ο Υιός του Θεού ο Μονογενής είναι επίσης Είς και ο Αυτός. Ο Προφορικός Λόγος Υιός του Θεού Μονογενής είναι αεί εκ του Θεού. Πάντοτε υπήρχεν, εν τω Θεώ και ο Θεός εν Αυτώ και δι’ Αυτού ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον, κ.τ.λ. Ο Λόγος ούτος σάρξ εγένετο και ως εκ τούτου λέγεται Χριστός.

Πάντως ουδόλως πρόκειται περί υποστατοποιήσεως του Λόγου δια της υπό του Θεού γεννήσεως Αυτού. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα είχωμεν υποστατοποίησιν του Θεού γενομένου Πατρός. Εις την ορολογίαν των θεολόγων και Πατέρων τούτων οι όροι προφορικός Λόγος, Πατήρ και Υιός Μονογενής του Θεού δηλώνουν την προς τον κόσμον σχέσιν του Θεού, ως και την ενσάρκωσιν του Μονογενούς κατά φύσιν Θεού Λόγου, και την υπό του Θεού υιοθεσίαν των θεουμένων αδελφών του Χριστού του Θεού γενομένου Πατρός κατά χάριν αυτών, ενώ υπήρξε κατά φύσιν Πατήρ του Λόγου. Η ορολογία αυτή είναι κατά πάντα ορθόδοξος και δύναται επιτυχώς να εφαρμοσθή εις την ερμηνείαν της Αγίας Γραφής. Μεταξύ της ορολογίας ταύτης και αυτής των μεταγενεστέρων Πατέρων ουδεμία ουσιαστική διαφορά υπάρχει.

Δυστυχώς όμως ως προσηρμόσθη εις την διδασκαλίαν των Μοντανιστών και των Φωτινιανών, και μετά εις αυτήν των Μοναρχιανών και των Αρειανών, έλαβεν αιρετικήν τροπήν με αποτέλεσμα να εξαφανισθή τελικώς μεταξύ των Ορθοδόξων ως ορολογία αλλά να παραμείνη ως διδασκαλία. Εις την επικρατήσασαν μετά την Α’ Οικ. Σύνοδον ορολογίαν εταυτίσθησαν οι όροι Θεός και Πατήρ, Λόγος και Υιός του Θεού Μονογενής, και η γέννησις εκ του Πατρός του Λόγου ανεφέρθη εις την αιωνίαν σχέσιν μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και ουχί πλέον εις την δημιουργίαν και ι;ήή ενσάρκωσιν. Εις την αρχαίαν περίοδον η ορολογία αυτή υπάρχει εις την παράδοσιν του αγίου Ειρηναίου Λουγδούνων.27

Εναντίον των ασχολουμένων με τα τοιαύτα θέματα Δυτικών και συγχρόνων Ισραηλιτών θεολόγων πρέπει να τονισθή ότι η εξέλιξις αυτή εις την ορολογίαν, ούτε αλλαγήν τινα του δόγματος σημαίνει, ούτε στοχαστικήν εμβάθυνσιν εις το δόγμα αποτελεί, ως διατείνονται αρκετοί εξ αυτών.28 Επίσης πρέπει να τονισθή ότι οι εν λόγω αρχαίοι Πατέρες ούτε ημιαρειανοί, ούτε SUBORDINATIONISTS υπήρξαν, ως ισχυρίζονται σχεδόν όλοι οι Δυτικοί.

Αντί να υιοθετήσουν εναντίον των Μοναρχιανών τον Αλεξανδρινόν όρον τρεις υποστάσεις, οι Μοντανισταί κατέφυγον εις παράδοξον απόδειξιν περί της διαφοράς και των μονίμων ιδιοτήτων του Πατρός και του Υιού, και εδίδασκον ότι προ των αιώνων ο Θεός εγέννησεν ήδη τον αιωνίως υπάρχοντα Λόγον. Ο Θεός έγινεν ούτω Πατήρ και ο Λόγος Υιός Μονογενής, ίνα δημιουργήση τον κόσμον και γίνη ορατός εις τους προφήτας. Ο Λόγος έγινεν ορατός εις τους προφήτας, διότι κατά την εν λόγω προ των αιώνων γέννησιν απέκτησε δια της δημιουργικής ενεργείας Αυτού μίαν κτιστήν φύσιν ή σάρκα, την οποίαν απέβαλεν όταν εγεννήθη ως άνθρωπος εκ της Θεοτόκου. Απόδειξις της διαφοράς μεταξύ των προσώπων του Θεού και του Λόγου και της μη συγχύσεως και εναλλαγής αυτών είναι ότι ο Λόγος και όχι ο Θεός ούτως ορατώς εις την Παλαιάν Διαθήκην και εις την Καινήν Διαθήκην εγένετο άνθρωπος εσταυρώθη, ανεστήθη κ.τ.λ.29

4) Οι Φωτινιανοί και οι Σαμοσατιανοί εγκατέλειψαν την απόδοσιν των ονομάτων Πατήρ και Λόγος Μονογενής εις τον Θεόν και Λόγον προ της δημιουργίας του κόσμου και τα συνεσχέτισαν αποκλειστικώς με την ενσάρκωσιν του Λόγου και την εκ Παρθένου γέννησιν του Χριστού.30 Τούτο έκαμον προφανώς, ίνα στηρίξουν την διδασκαλίαν των ότι ο Πατήρ και ο Υιός είναι μία άκτιστος φύσις, υπόστασις και ουσία, η οποία εσαρκώθη και προσέλαβεν κτιστήν ανθρωπίνην φύσιν.

Πάντως οι Φωτινιανοί, αν και δεν εδέχοντο την περί Θεού ορθόδοξον διδασκαλίαν, εν τούτοις κατεδίκαζον ως αιρετικούς τους Σαμοσατιανούς (Δυναμικούς Μοναρχιανούς). Οι Φωτινιανοί των άκρων οπαδοί του Μαρκέλλου Αγκύρας επίστευον ότι η Αγία Τριάς είναι πλατυασμός του Θεού εις Υιόν και Πνεύμα δια τινος διαστολής, και πάλιν δια τινος συστολής θα επανέλθη εις μονάδα, ότε θα λήξη και η βασιλεία του Χριστού και θα γίνη ο Θεός τα πάντα εν πάσι.31

Το πρόβλημα περί της ορατότητος του Θεού εις τους προφήτας ήγειρον, όπως είδαμεν, κατά δυναμικόν τρόπον οι Γνωστικοί και απήντησαν οι Μοναρχιανοί κατά τρόπον αιρετικόν με αποτέλεσμα να καταργηθή η περί Αγίας Τριάδος διδασκαλία. Τούτο διότι εδέχθησαν ως προϋπόθεσιν τας αντιλήψεις των Γνωστικών, των Πλατωνικών ή Νεοπλατωνικών, των Αριστοτελικών ως και άλλων επιδράσεων, ότι αόρατος Θεός και ορατός Θεός Λόγος ή Άγγελος δεν δύνανται να είναι ταυτόν ή κατά πάντα όμοιοι, ή ομοούσιοι. Οι Μοναρχιανοί έλυσαν το πρόβλημα δια της ταυτίσεως του Θεού και του Λόγου. Οι Μοντανισταί ισχυρίσθησαν ότι ο Λόγος είναι και Αυτός αόρατως ως ο Πατήρ, αλλά γίνεται ορατός δια της κτιστής φύσεως ήν προσέλαβεν προ της κτίσεως του κόσμου. Την άποψιν των Μοντανιστών υιοθέτησεν ο Ιλάριος Πηκτάβων εντός των πλαισίων των αποφάσεων της Α’ Οικ. Συνόδου συνδυάζον αυτήν με απάντησιν προς τους Αρειανούς εις τον ισχυρισμόν αυτών ότι το χωρίον Παροιμίαι 8,22 “Κύριος έκτισέ με αρχήν οδών αυτού εις έργα αυτού” αναφέρεται εις την φύσιν του Λόγου προ της κτίσεως του κόσμου. Δηλαδή ο Ιλάριος συμφωνεί ότι αναφέρεται εις τον Λόγον προ της δημιουργίας, αλλά εις την κτιστήν Αυτού φύσιν και όχι εις την θείαν, ως έλεγεν ο Άρειος.

Όπως η διδασκαλία των Μοναρχιανών ήτο αποτέλεσμα αντιδράσεως κατά των Γνωστικών και η των Μοντανιστών εναντίον των Γνωστικών και των Μοναρχιανών, ούτω και η του Ιλαρίου ήτο αποτέλεσμα αντιδράσεως εναντίον των Αρειανών, οίτινες ισχυρίζοντο μετά των Ευνομιανών ότι απόδειξις του κτιστού του Λόγου είναι αι εμφανίσεις Αυτού εις τας αισθήσεις των προφητών.

 

ΣΤ’ Το δόγμα και η διατύπωσις αυτού

Όπως διεπιστώσαμεν μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών υπήρχε περίπου η βασική συμφωνία ότι η διδασκαλία της Εκκλησίας βασίζεται επί της φανερώσεως του Λόγου και της δόξης και βασιλείας Αυτού εν τω Πνεύματι Αυτού εις τους προφήτας, τους αποστόλους και τους αγίους.

Οι αιρετικοί οίτινες ετέλουν υπό την επίδρασιν πνευματικοτήτων ξένων προς την εν τη ακτίστω δόξη και θεότητι του Θεού φανέρωσιν του Λόγου εις τους προφήτας, εφαντάζοντο τον ούτω φανερούμενον Λόγον ή 1) ως κτίσμα ή 2) ως δια κτίσματος φανερούμενον, ή 3) ως ταυτόν κατ’ ιδιότητα προσωπικήν με τον Θεόν. Εις την πρώτην κατηγορίαν ανήκουν οι Γνωστικοί, οίτινες κατεβίβασαν τον δημιουργόν Άγγελον και Κύριον της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης εις αγνοούντα τον Ύψιστον Θεόν κατώτερον και πλάνον Θεόν και τον Χριστόν Λόγον εις κατώτερον υπερβατικόν, άνευ πραγματικού σώματος αντιπρόσωπον του Υψίστου Θεού φανερούμενον δια την απελευθέρωσιν των ψυχών των εκλεκτών Γνωστικών από την ύλην. Εις την δευτέραν κατηγορίαν είναι οι Μοντανισταί και ο Ιλάριος Πηκτάβων καί, ως είδαμεν, ο Αυγουστίνος. Εις την τρίτην κατηγορίαν είναι οι Μοναρχιανοί. Η πρώτη και η δευτέρα κατηγορία συνδέονται δια της πνευματικότητος της εκστάσεως, ήτις ως προϋπόθεσιν έχει την πλάνην, ότι το σώμα δεν δύναται να μετέχη εις την εν Θεώ θεωρίαν. Ως εκ τούτου αι θεοφάνειαι της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης πρέπει να είναι εμφανίσεις κτισμάτων, εφόσον ως περιγράφονται εν τη Αγία Γραφή, φαίνεται ότι γίνονται εις τας αισθήσεις των προφητών και των αποστόλων. Οι Μοναρχιανοί εβασίζοντο ως φαίνεται δια την διδασκαλίαν αυτών εις μίαν λογικήν ερμηνείαν της Αγίας Γραφής, πιστεύοντες ότι ούτω δύνανται να δώσουν μίαν φιλοσοφημένην ερμηνείαν των περί Θεού Λόγου και της ενσαρκώσεως Αυτού διδασκαλιών της Αγίας Γραφής και της Ιεράς Παραδόσεως.

Είναι φανερόν ότι και από τας τρεις ανωτέρω κατηγορίας λείπει η εμπειρία και η διδασκαλία περί θεώσεως και η δι’ αυτής αποκάλυψις του Θεού και η επ’ αυτής στηριζομένη αποφατική των θεουμένων θεολογία, ως περιγράφεται εν τω δοκιμίω τούτω και σαφώς αναπτύσσεται εις τα σχετικά κείμενα εν τω Β’ τόμω.[1]

Εντός των μέχρι τούδε αναπτυχθέντων προϋποθέσεων δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις την μελέτην της περί Αγίας Τριάδος διδασκαλίας των Πατέρων της Α’ Οικ. Συνόδου, αφού πρώτον περιγράψωμεν εν περιλήψει την υπ’ αυτής καταδικασθείσαν αίρεσιν και τας προϋποθέσεις αυτής.

 

α) Συμφωνίαι και διαφωνίαι Ορθοδόξων και καταδικασθέντων αιρετικών

Μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών υπήρχεν η απόλυτος συμφωνία ότι ο εμφανισθείς εις τους προφήτας εν δόξη Άγγελος και Κύριος της Δόξης είναι ο Λόγος του Θεού, Όστις σάρξ εγένετο και δια της σαρκός ταύτης εφανέρωσε την δόξαν του Πατρός εις τους αποστόλους. Οι μεν ορθόδοξοι Πατέρες εδίδασκον και επέμενον εις τα της αγιογραφικής και πατερικής παραδόσεως, ότι ο Λόγος εν τη Παλαιά και Καινή Διαθήκη είναι άκτιστος και Θεός κατά φύσιν και ότι οι προφήται αοράτως είδαν και ανηκούστως ήκουσαν και υπερλογικώς και υπερνοητώς εγνώρισαν άκτιστον Λόγον εν τη ακτίστω φυσική Αυτού δόξη του Θεού και του Πνεύματος Αυτού. Οι δε Αρειανοί επρέσβευον ότι ο εμφανισθείς εις τους προφήτας και τους αποστόλους Λόγος είναι κτίσμα εκ του μη όντος προ του χρόνου και των αιώνων δημιουργηθείς τη βουλήσει του Θεού και ουχί εκ της ουσίας και υποστάσεως Αυτού.

Πάντως ούτε οι Ορθόδοξοι, ούτε οι Αρειανοί και μετ’ αυτούς ούτε οι Ευνομιανοί υπεχρεώθησαν να αποδείξουν ότι ο Λόγος είναι ο ούτως εμφανισθείς. Δια τούτο δεν συνεζητήθη το θέμα αυτό καθ’ αυτό εκτός από εκείνους, οίτινες ήθελον να ξεφύγουν από τα αρειανικά πυρά, όπως έκαμον προηγουμένως έναντι των Γνωστικών και των Μοναρχιανών οι Μοντανισταί, δια του ισχυρισμού του Ιλαρίου ότι οι προφήται δεν είδον τον Λόγον, αλλά κτιστήν φύσιν του Λόγου, ή του Αυγουστίνου, ότι οι προφήται είδον γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα συμβολίζοντα την Αγίαν Τριάδα.2

Μη πτοηθέντες οι Πατέρες από τα επιχειρήματα των αιρετικών παρέμειναν πιστοί εις την παράδοσιν της Αγίας Γραφής, ως έχει, και δεν υπέκυψαν εις τα γνωσιολογικά πυρά των αιρετικών. Τουναντίον αντεπετέθησαν με τα γνωσιολογικά πυρά της Αγίας Γραφής αλλά και της προσωπικής πείρας των αγίων, όπως είδαμεν.3

Επειδή όμως το θέμα, εάν ο Λόγος ήτο Εκείνος, Όστις ενεφανίζετο εις τους προφήτας, δεν συνεζητήθη μεταξύ των ορθοδόξων Πατέρων και των αιρετικών Αρείου και Ευνομίου, εξέφυγεν από την αντίληψιν των μελετητών των σχετικών θεμάτων περί της Α’ και Β’ Οικ. Συνόδου ότι αυτό τούτο το γεγονός των θεοφανειών είναι το πραγματικόν επίκεντρον της εν λόγω διαμάχης.

Δια τούτο ακριβώς βλέπει κανείς τους αγίους Πατέρας, αλλά και τους Αρειανούς και τους Ευνομιανούς και τους Πνευματομάχους, να επικαλούνται αδιακρίτως χωρία από την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην προς στήριξιν των θέσεών των.

Εκτός τούτου υπήρχον και άλλα σπουδαία σημεία απολύτου συμφωνίας μεταξύ Ορθοδόξων και Αρειανών, Ευνομιανών και Πνευματομάχων. Η ουσιαστικωτέρα είναι ότι, ίνα αποδειχθή το άκτιστον του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να αποδειχθή ότι όλαι αι ενέργειαι του Θεού, όχι μόνον ανήκουν εις τον Λόγον και το Πνεύμα το Άγιον, αλλά ανήκουν ουχί κατά χάριν αλλά κατά φύσιν. Η αντίστροφος συμφωνία ήτο ότι, εάν αποδειχθή ότι υπάρχει έστω μία ενέργεια του Πατρός, την οποίαν δεν έχει κατά φύσιν ο Λόγος ή το Πνεύμα το Άγιον, τότε αποτελεί τούτο απόδειξιν του κτιστού του Λόγου ή του Αγίου Πνεύματος. Τα θεολογικά ταύτα αξιώματα είχον κληρονομηθή από την αποστολικήν παράδοσιν και απετέλουν μέρος της περί Αγίας Γραφής ερμηνευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας και εχρησιμοποιήθησαν κυρίως εναντίον των Γνωστικών.

Επίσης μεταξύ Ορθοδόξων, και Ευνομιανών υπήρχεν ομοφωνία εναντίον των Μοναρχιανών, ότι αι υποστατικαί ιδιότητες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ούτε συγχέονται ούτε εναλλάσονται. Η ριζική διαφορά μεταξύ των Ορθοδόξων και των αιρετικών τούτων ήτο εις το τί ακριβώς είναι αι υποστατικαί ιδιότητες και τί διακρίνονται από αυτάς ως ενέργειαι του Θεού και ως ενέργειαι κτιστής φύσεως, και εάν αι κτισταί ενέργειαι αποδίδονται εις την ανθρωπίνην φύσιν του Λόγου μόνον ή και εις την θείαν φύσιν του Λόγου, οπότε θα πρέπει ο Λόγος να θεωρήται κτίσμα και Θεός μόνον κατά χάριν.

Εις καταπολέμησιν όλων των αιρετικών οι άγιοι Πατέρες ενέμεινον εις την αγιογραφικήν αρχήν, ότι αι αποκαλυφθείσαι άκτιστοι ενέργειαι ανήκουν φυσικώς μόνον εις την άκτιστον φύσιν του Θεού και αι κτισταί ενέργειαι πάντοτε εις την κτιστήν φύσιν.4 Οι δε θεούμενοι προφήται, απόστολοι και άγιοι μετέχουν κατά χάριν είς τινας μόνον των ακτίστων ενεργειών του Θεού, ενώ ο σαρκωθείς Λόγος είναι μετά του Πατρός και του Πνεύματος Αυτού η πηγή των ακτίστων ενεργειών και ούτως εν Χριστώ κατοικεί πάν το πλήρωμα της θεότητος, ουχί κατά χάριν αλλά κατά φύσιν.

Άλλη σπουδαία ομοιότης μεταξύ της διδασκαλίας των Πατέρων και των Αρειανών είναι ότι ο Άρειος, ως ανεπτύξαμεν εις άλλην μελέτην5 και θα είδωμεν και κατωτέρω,6 ακολουθών τους Μοναρχιανούς και την Παράδοσιν, δέχεται την διάκρισιν μεταξύ ακτίστου θείας ουσίας και ακτίστου θείας ενεργείας, ως και το παντελώς άγνωστον, απρόσιτον και ακοινώνητον της θείας ουσίας. Τα ορθόδοξα ταύτα σημεία της διδασκαλίας του Αρείου κατήργησαν οι Ευνομιανοί, ο Αυγουστίνος και οι Φράγκοι ως είδαμεν7 και πάλιν θα ίδωμεν.8

Επειδή το θέμα περί των θεοφανειών, ως το επίκεντρον των προϋποθέσεων της μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών Αρειανών και Ευνομιανών, αλλά και Φωτινιανών9 διαμάχης, δεν τοποθετείται ορθώς υπό των ετεροδόξων και εξηφανίσθη σχεδόν από την νεωτέρα ορθόδοξον θεολογίαν, υποχρεούμεθα να παραθέσωμεν σχετικά πατερικά κείμενα δηλούντα τον τρόπον αντιμετωπίσεως των αιρετικών, ίνα φανή σαφεστέρα και η πατερική ερμηνευτική μέθοδος και ο πραγματικός χαρακτήρ της ορολογίας των Οικουμενικών Συνόδων.

Ο αναγνώστης παρακαλείται να προσέξη γενικώς τα τροπάρια και τας ακολουθίας της Εκκλησίας, ίνα διαπιστώση και εκεί την διδασκαλίαν αυτήν περί του Λόγου, δηλαδή του Χριστού, εις τας θεοφανείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και να προσέξη δεόντως το τίτλον “ο ών” εις το φωτοστέφανον της αγίας Εικόνος του Χριστού τον οποίον εδήλωσεν ο Χριστός εις την αφλέκτως καιομένην Βάτον προς τον Μωϋσέα.10

Παραθέτομεν την εξής επιχειρηματολογίαν του Μεγάλου Αθανασίου κατά των Αρειανών, αλλά παρακαλείται ο αναγνώστης ίνα παρακολουθήση την ακρίβειαν αυτής να μελετήση τα χωρία της Αγίας Γραφής εις ά αναφέρονται τα προσφερόμενα εξ αυτής παραδείγματα, “ει γαρ μη ήν ενότης και ίδιον τής του Πατρός ουσίας γέννημα ο Λόγος, ως το απαύγασμα του φωτός, αλλά διειστήκει τη φύσει ο Υιός του Πατρός, ήρκει τον Πατέρα δούναι μόνον, ουδενός των γενητών επικοινωνούντος πρός τον πεποιηκότα εν τοίς διδομένοις, νυν δε η τοιαύτη δόσις δείκνυσι την ενότητα του Πατρός και του Υιού. Ουκ αν γούν εύξαιτό τις λαβείν παρά του Θεού και των αγγέλων, ή παρά τινος των άλλων κτισμάτων, ουδ’ αν είποι τις, δώη σοι ο Θεός και ο άγγελος, αλλά παρά Πατρός και του Υιού δια την ενότητα και την ενοειδή δόσιν. Δια γαρ του Υιού δίδοται τα διδόμενα, ουδέν δε εστιν, ό μη δι’ Υιού ενεργεί ο Πατήρ, ούτω γαρ και ο λαβών ασφαλή την χάριν έχει. Ει δε ο πατριάρχης Ιακώβ, ευλογών τούς εγγόνους Εφραίμ και Μανασσή έλεγεν, “ο Θεός ο τρέφων με εκ νεότητός μου έως τής ημέρας ταύτης, ο άγγελος ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών, ευλογήσαι τα παιδία ταύτα,”11 ου των κτισθέντων και την φύσιν αγγέλων όντων ένα συνήπτε τω κτίσαντι αυτούς Θεώ, ουδέ αφείς τον τρέφοντα αυτόν Θεόν, παρ’ αγγέλου την ευλογίαν ήτει τοίς εγγόνοις, αλλ’ ειρηκώς, “Ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών”, έδειξε μη των κτισθέντων τινά αγγέλων, αλλά τον Λόγον είναι του Θεού, όν τω Πατρί συνάπτων ηύχετο, δι’ ου και ούς εάν θέλη, ρύεται ο Θεός. Τούτον γαρ και μεγάλης βουλής Άγγελον12 του Πατρός ειδώς καλούμενον, ουκ άλλον ή αυτόν είναι τον ευλογούντα, και ρυόμενον εκ των κακών έλεγεν. Ου γαρ αυτός μεν παρά Θεού ηξίου ευλογείσθαι, τούς δε εκγόνους ήθελε παρ’ αγγέλου, αλλ’ όν αυτός παρεκάλει λέγων, “ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης”13 Θεός δε ήν ούτος, ως αυτός φησιν, “είδον Θεόν πρόσωπον πρός πρόσωπον”,14 τούτον ευλογήσαι και τούς υιούς του Ιωσήφ ηύχετο. Αγγέλου μεν ουν ίδιον το διακονείν τη του Θεού προστάξει, πολλάκις δε και προπορεύεται εκβάλλειν τον Αμορραίον,15 και πέμπεται φυλάξαι τον λαόν εν τη οδώ,16 αλλά και ταύτα ουκ έστιν αυτού, του δε προστάξαντος και αποστείλαντος αυτόν Θεού, ου και το ρύεσθαι έστιν, ούς αν αυτός θελήση ρύεσθαι, δια τούτο ουκ άλλος ή αυτός Κύριος ο Θεός ο οφθείς είπεν αυτώ, “καί ιδού εγώ μετά σού, διαφυλάσσων σε εν τη οδώ πάση, ου αν πορευθής”,17 και ουκ άλλος, αλλά πάλιν ο Θεός ο οφθείς επέσχε του Λάβαν την επιβουλήν, κελεύσας αυτώ μη λαλήσαι πονηρά τω Ιακώβ,18 και αυτός δε ουκ άλλον ή τον Θεόν παρεκάλει λέγων, εξελού με εκ χειρός του αδελφού μου Ησαύ, ότι φοβούμαι αυτόν,19 και γαρ και ταίς γυναιξίν ομιλών έλεγεν, ότι ουκ έδωκεν ο Θεός τω Λάβαν κακοποιήσαί με.20 … Ει δε ουκ άλλου τινός εστι το ευλογείν και το ρύεσθαι, ή του Θεού, και ουκ άλλος τις ήν ο ρυόμενος τον Ιακώβ ή αυτός ο Κύριος, τον δε ρυόμενον αυτόν ο πατριάρχης επεκαλείτο επί τούς εκγόνους, δήλόν εστιν, ως ουκ άλλον εν τη ευχή συνήπτε τω Θεώ ή τον τούτου Λόγον, όν δια τούτο και άγγελον εκάλεσεν, ότι μόνος ούτός εστιν ο αποκαλύπτων τον Πατέρα. … Τούτο δε και επί φωτός και απαυγάσματος21 αν τις ίδοι, και γαρ όπερ φωτίζει το φώς, τούτο το απαύγασμα καταυγάζει, όπερ δε καταυγάζει το απαύγασμα, εκ του φωτός εστιν ο φωτισμός. Ούτω και βλεπομένου του Υιού, βλέπεται ο Πατήρ, του γαρ Πατρός εστι το απαύγασμα, και ούτως ο Πατήρ και ο Υιός έν εισι.

Τούτο δε επί των γενητών και κτισμάτων ουκ αν τις είποι. Ούτε γάρ, εργαζομένου του Πατρός, εργάζεταί τις αυτά των αγγέλων, ή άλλος τις των κτισμάτων, ουδέν γαρ τούτων ποιητικόν αίτιόν εστιν, αλλά των γινομένων εισίν, άλλως τε και κεχωρισμένοι, και διεστηκότες του μόνου, και άλλο την φύσιν όντες, και έργα τυγχάνοντες, ούτε άπερ εργάζεται ο Θεός, δύνανται εργάζεσθαι, ούτε, καθά προείπον, χαριζομένου του Θεού, συγχαρίζεσθαι, ούτε βλεπομένου αγγέλου, είποι αν τις εωρακέναι τον Πατέρα. Άγγελοι μεν γάρ, ως γέγραπται, λειτουργικά πνεύματά εισιν εις διακονίαν αποστελλόμενοι, και τάς παρ’ αυτού δια του Λόγου δωρεάς διδομένας απαγγέλλοντές εισι τοίς λαμβάνουσι. Και αυτός δε ο άγγελος, ορώμενος, ομολογεί απεστάλθαι παρά του Δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ,22 και επί τής Θεοτόκου Μαρίας ο αυτός ωμολόγησε.23 Και ο βλέπων δε αγγέλων οπτασίαν οίδεν, ότι τον άγγελον είδε, και ου τον Θεόν. Είδε γαρ Ζαχαρίας άγγελον, είδε και Ησαΐας τον Κύριον,24 είδε Μανωέ ο πατήρ του Σαμψών άγγελον,25 εθεώρησε δε και Μωϋσής τον Θεόν,26 είδε Γεδεών άγγελον,27 ώφθη δε και τω Αβραάμ ο Θεός,28 και ούτε ο τον Θεόν ορών, άγγελον έβλεπεν, ούτε ο τον άγγελον ορών ενόμιζε τον Θεόν οράν, πολύ γάρ, μάλλον δε το όλον διέστηκε τη φύσει τα γενητά πρός τον κτίσαντα Θεόν. Ει δε και ποτε οφθέντος αγγέλου, ο ορών φωνής ήκουε Θεού, ως επί τής βάτου γέγονεν, Ώφθη γαρ άγγελος Κυρίου εν φλογί πυρός εκ τής βάτου, και εκάλεσε Κύριος Μωϋσήν εκ τής βάτου λέγων, Εγώ ειμι ο Θεός του πατρός σου, ο Θεός Αβραάμ, και ο Θεός Ισαάκ, και ο Θεός Ιακώβ.29 Αλλ’ ουκ ήν ο άγγελος, ο Θεός Αβραάμ, εν δε αγγέλω λαλών ήν ο Θεός. Και ο μεν φαινόμενος ήν άγγελος, ο δε Θεός εν αυτώ ελάλει. Ως γαρ εν στύλω νεφέλης ελάλει τω Μωϋσή εν τη σκηνή,30 ούτω δι’ αγγέλου ελάλει.31 Ά δε λαλεί ο Θεός, πρόδηλον, ότι δια του Λόγου λαλεί, και ου δι’ άλλου. Ο δε Λόγος ου κεχωρισμένος του Πατρός, ουδέ ανόμοιος και ξένος τής ουσίας του Πατρός τυγχάνων, ά εργάζεται, ταύτα του Πατρός εστιν έργα, και μίαν ποιεί την δημιουργίαν, και ά δίδωσιν ο Υιός, ταύτα του Πατρός εστιν η δόσις. Και ο εωρακώς τον Υιόν, οίδεν, ότι, τούτον εωρακώς, ουκ άγγελον, ουδέ μείζονά τινα των αγγέλων, ουδέ όλως τινά των κτισμάτων, αλλ’ αυτόν εώρακε τον Πατέρα, και ο του Λόγου ακούων, οίδεν, ότι του Πατρός ακούει, ώσπερ και ο τω απαυγάσματι καταυγαζόμενος οίδεν, ότι και υπό ηλίου φωτίζεται”.32

Συμφωνών και ο Ευνόμιος με την Ιεράν Παράδοσιν ότι ο αποκαλούμενος εις την Παλαιάν Διαθήκην Άγγελος, Κύριος και Θεός και οφθείς τοις προφήταις είναι ο Λόγος του Θεού προσεπάθησε να αποδείξη ότι τα λεχθέντα προς Μωϋσέα εν τη καιομένη Βάτω υπό του Αγγέλου “Εγώ ειμι ο ών” αναφέρονται ουχί εις τον Λόγον αλλά εις τον Θεόν. Άλλως θα απεδεικνύετο ότι ο Λόγος είναι φύσει Θεός διότι ο τίτλος “ο ών” ανήκει εις τον Θεόν. Παραθέτομεν μέρος της υπό του Γρηγορίου Νύσσης ανασκευής των τοιούτων θέσεων, “ως γαρ εκείθεν ημίν διαλεγομένος τους οικείους μύθους κατ’ εξουσίαν διέξεσι λέγων, ότι “ο μεν αποστέλλων Μωσήν, αυτός ήν ο ών, δι’ ου και απέστειλε και ελάλει, του μεν όντος άγγελος, των δε άλλων απάντων Θεός.” Αλλ’ ότι μεν ουκ εκ των γεγραμμένων εστίν η ρήσις, εξ αυτής έστι της Γραφής ειδέναι. Ει δε τον νουν φησι τούτον είναι του γράμματος, αυτός ημίν εξεταστέος ο πρωτότυπος της Γραφής λόγος. Και πρώτόν γε καταράσωμεν, ότι τον μέτ’ αυτόν Θεόν ο Ευνόμιος ονομάσας τον Κύριον, ουδέν αυτώ πλέον παρά την αγγελικήν δίδωσι φύσιν. Ουδέ γαρ ο Μωϋσής ακούσας Θεός είναι του Φαραώ, εξέβη την ανθρωπότητα, αλλ’ εν τη φύσει το ομότιμον έχων, τη της εξουσίας υπεροχή των ομογενών υπερήρθη, και ουδέν εκώλυσεν αυτόν προς το μη είναι άνθρωπον, το κληθήναι Θεόν. Ούτω και ενταύθα ένα των αγγέλων ο Ευνόμιος αυτόν είναι κατασκευάσας θεραπεύει το τοιούτο πλημμέλημα της θεότητος κλήσει κατά τον αποδοθέντα λόγον, ομωνυμία τινί προς αυτόν την του Θεού προσηγορίαν κοινοποιήσας. Εξετάσωμεν πάλιν αυτά τα ρήματα της βλασφημίας εκθέμενοι. “Ο αποστέλλων, φησί, τον Μωϋσέα, αυτός ήν ο ών, δι’ ου δε απέστειλλεν, ο του όντος άγγελος ήν,” ούτως ονομάζων τον Κύριον. Ουκούν υπ’ αυτής ελέγχεται της Γραφής η ατοπία του λογογράφου, εν οίς ο Μωϋσής ικετεύει τον Κύριον μη άγγελον τη ηγεμονία του λαού επιστήσαι, αλλ’ αυτόν της πορείας αυτών αφηγήσασθαι. Έχει δε ούτως η λέξις εκ προσώπου του Θεού, “βάδιζε, κατάβηθι, και οδήγησον τον λαόν τούτον εις τον τόπον όν είπον σοι, και ιδού άγγελός μου προπορεύεταί σου ή αν ημέρα επισκέπτωμαι”33 και μετ’ ολίγα πάλιν φησί,” Και συναποστελώ πρότερόν σου τον άγγελόν μου.”34 Είτα μικρόν μετά την ακολουθίαν, γίνεται παρά του θεράποντος προς τον Θεόν ικετηρία τούτον έχουσα τον τρόπον, “ει εύρηκα χάριν εναντίον σου, συμπορευθήτω ο Κύριός μου μεθ’ ημών,”35 και πάλιν, “ει μη αυτός συμπορεύη ημίν, μη με αναγάγης ενταύθα.”36 Είτα απόκρισις του Θεού προς τον Μωϋσέα, και τούτόν σοι τον λόγον όν είρηκας ποιήσω. Εύρηκας γαρ χάριν ενώπιόν μου. Και οίδά σε παρά πάντας.”37 Ουκούν ει Μωϋσής μεν παραιτείται τον άγγελον, αυτός δε ο χρηματίζων αυτώ συνέμπορος γίνεται και καθηγεμών της στρατιάς, φανερώς αποδείκνυται δια τούτων, ότι ο τη του όντος επωνυμία εαυτόν γνωρίσας, ο μονογενής εστι Θεός”.

“Ει δε προς τούτό τις αντιλέγοι, της Ιουδαϊκής υπολήψεως έσται συνήγορος, τον Υιόν μη συμπαραλαμβάνων εις την του λαού σωτηρίαν. Ει γαρ άγγελος μεν τοις Ισραηλίταις ου συναπέρχεται, ο δε δια της του όντος επωνυμίας δηλούμενος, ο Μονογενής ουκ έστι, καθώς Ευνόμιος βούλεται, ουδέν άλλο ή τα εκ της Συναγωγής δόγματα προς την Εκκλησίαν του Θεού μεταφέρεται.

Ουκούν των δύο το έτερον εξ ανάγκης ομολογήσουσιν, ή μηδαμώς παρείναι τω Μωϋσή τον μονογενή Θεόν, ή αυτόν τον Υιόν είναι τον όντα, παρ’ ου ο λόγος προς τον θεράποντα γίνεται. Αλλ’ αντιλέγει τοις ειρημένοις αυτήν την Γραφήν προτεινόμενος λέγουσιν, αγγέλου προτετάχθαι φωνήν, και ούτως επήχθαι τον του όντος διάλογον. Τούτο δε ουκ αντίρρησις, αλλά βεβαίωσις των ημετέρων εστίν. Και ημείς γαρ φαμέν εναργώς τον προφήτην το περί του Χριστού μυστήριον εμφανές ποιήσαι τοις ανθρώποις βουλόμενον, άγγελον τον όντα προσαγορεύσαι, ως αν μη μόνης της του όντος επωνυμίας κατά τον διάλογον ευρισκομένης, προς τον Πατέρα ο νούς των λεγομένων επαναφέροιτο. Αλλ’ ώσπερ ο ημέτερος λόγος των του νού κινημάτων μηνυτής τε και άγγελος γίνεται, ούτω φαμέν και τον αληθινόν Λόγον τον εν αρχή όντα διαγγέλλοντα του ιδίου Πατρός την βουλήν, τη ενεργεία της αγγελίας επονομαζόμενον, άγγελον λέγεσθαι. Και ώσπερ ο υψηλός Ιωάννης πρότερον αυτόν Λόγον ειπών, ούτως επάγει τον Θεόν είναι τον Λόγον, ως αν μη προηγησαμένης της του Θεού προσηγορίας προς τον Πατέρα ταις υπονοίαις απενεχθείημεν, ούτω και ο μέγας Μωϋσής άγγελον προονομάσας, αυτόν είναι τον όντα τοις εφεξής εκδιδάσκει λόγοις, ως αν φανερώς το κατά τον Χριστόν προαγγελθείη μυστήριον, δια μεν του αγγέλου, τον ερμηνέα του πατρικού βουλήματος Λόγον της Γραφής διδασκούσης, δια δε της του όντος προσηγορίας την κατ’ αυτό το είναι του Υιού προς τον Πατέρα φυσικήν οικειότητα … Ουκούν άγγελός τε και Λόγος, σφραγίς τε και εικών, και πάντα τα τοιαύτα κατά την αυτήν έννοιαν λέγεται, ο την πατρικήν αγαθότητα δι’ εαυτού γνωρίζων. Ότε γαρ άγγελος, μηνυτής τινος γίνεται, και ο Λόγος ωσαύτως εκκαλύπτει το εγκείμενον νόημα, και η σφραγίς εν τω ιδίω τύπω το αρχέτυπον δείκνυσι, και η εικών, το του απεικονισθέντος κάλλος δι’ αυτής ερμηνεύει, ως ισοδυναμείν ταύτα πάντα τω σημαινομένω προς άλληλα. Δια τούτο άγγελος της του όντος επωνυμίας προτέτακται, άγγελος μεν λεγόμενος ως μηνυτής του Πατρός, ών δέ, ως ουκ έχων όνομα γνωριστικόν της ουσίας (ο Ευνόμιος ισχυρίζεται ότι όνομα ουσίας του Λόγου είναι το γέννημα), αλλά πάσης υπερκείμενος της ονομαστικής σημασίας. Διό και το όνομα αυτού υπέρ πάν είναι όνομα παρά της του αποστόλου Γραφής μεμαρτύρηται. Ουχ ως έν τι προτετιμημένον των άλλων, αλλ’ ως υπέρ πάν όνομα όντος του όντως όντος”.38

Επισυνάπτομεν εις τους ανωτέρω αντιπροσώπους της θεολογίας της Αλεξανδρείας και της Καππαδοκίας ως αντιπρόσωπον της λατινοφώνου Ιταλίας τον Αμβρόσιον, όστις χαρακτηριστικώς μετά την υπ’ αυτού γενομένην ορθόδοξον ερμηνείαν της Μεταμορφώσεως39 συμπεραίνει, “Αυτός, λοιπόν, όστις είπεν “Ούτος εστιν ο Υιός μου”, δεν είπεν, “Ούτός εστι κτίσμα του χρόνου,” ή “η ουσία αύτη είναι εκ της κτίσεώς μου, ποίημά μου, δούλος μου,” αλλά “Ούτος εστιν ο Υιός μου, όν βλέπετε δεδοξασμένον.” Ούτός εστι ο Θεός Αβραάμ, Θεός Ισαάκ, Θεός Ιακώβ, ο οφθείς τω Μωϋσή εν τη Βάτω, περί ου ο Μωϋσής είπεν, “ο ών απέσταλκέ με.” Ουκ ήν ο Πατήρ ο λαλήσας τω Μωϋσή εν τη Βάτω ή εν τη ερήμω, αλλ’ ο Υιός. Περί τούτου του Μωϋσέως ο Στέφανος είπεν, “ούτος εστιν ο γενόμενος εν τη εκκλησία εν τη ερήμω μετά του αγγέλου.”40 Όθεν Ούτος εστι ο διδούς τον νόμον, ο λαλήσας τω Μωϋσή λέγων, “Εγώ ειμι ο Θεός Αβραάμ, ο Θεός Ισαάκ, ο Θεός Ιακώβ”. Ούτος ουν εστί ο Θεός των Πατριαρχών, ούτός εστι ο Θεός των προφητών”.40α

Ο Αμβρόσιος συνεχώς τονίζει μετά των ελληνοφώνων και λατινοφώνων Ρωμαίων Πατέρων ότι Ούτος ο Άγγελος Λόγος είναι απαράλλακτος Εικών του Αρχετύπου Πατρός, ώστε ο βλέπων Αυτόν βλέπει τον Πατέρα.41

Επίσης περί του αφλέκτως καιομένου εν τη Βάτω πυρός ο Αμβρόσιος τονίζει ότι αυτό είναι το Πνεύμα το Άγιον.42

Ο θεωρούμενος μαθητής του Αμβροσίου Αυγουστίνος αποχωρεί ριζικώς από την ως άνω πατερικήν περί θεοφανειών παράδοσιν, συμφωνών μετά των Αρειανών, Ευνομιανών και Μοντανιστών ότι οι προφήται είδον τον Θεόν όχι κατά τι το άκτιστον Αυτού αλλά μέσω κτισμάτων. Όμως τα κτίσματα ταύτα δεν είναι ούτε ο Λόγος ως επρέσβευον οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί, ούτε μία κτιστή προ της ενσαρκώσεως φύσις του Λόγου, ως εδίδασκον οι Μοντανισταί43 και ο Ιλάριος Πηκτάβων.44 Δια τον Αυγουστίνον τα κτίσματα, δια των οποίων ο Θεός αποκαλύπτεται, είναι τα εκ του μηδενός γινόμενα και πάλιν εις το μη όν απογινόμενα.45 Η διδασκαλία αυτή ενεφανίσθη εις την Ανατολήν δια πρώτην φοράν με την εδώ άφιξιν του εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ, επολεμήθη υπό των ελληνοφώνωω Ρωμαίων Πατέρων με επί κεφαλής τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμά και κατεδικάσθη υπό των εν Κωνσταντινουπόλει Συνόδων του 14ου αιώνος, των οποίων αι αποφάσεις ευρίσκονται εις τας σελ. 226-342 του Β’ τόμου. Εν άλλαις λέξεσι η εν προκειμένω διδασκαλία του Αυγουστίνου είναι υπό της Ορθοδόξου Εκκλησίας επισήμως καταδικασμένη ως αίρεσις.

Γράφων ο Αυγουστίνος περί του Αγίου Πνεύματος το οποίον κατέβη κατά το Βάπτισμα του Χριστού ωσεί περιστερά και ως πυρ κατά την Πεντηκοστήν, εκφράζει μετά βεβαιότητος την γνώμην ότι πρόκειται περί γινομένων και απογινομένων κτισμάτων τα οποία οι ορώντες είδον με τους σωματικούς αυτών οφθαλμούς. “Η περιστερά και το πύρ, μάλιστα, μοί φαίνονται περισσότερον ως εκείνο το πυρ το οποίον ενεφανίσθη εις τον Μωϋσέα εν τη Βάτω, ή ως εκείνην την στήλην την οποίαν ηκολούθει ο λαός εν τη ερήμω, ως τας βροντάς και τας αστραπάς, αι οποίαι παρεγένοντο ότε εδόθη ο νόμος εν τω όρει. Διότι το σωματικόν είδος των τοιούτων πραγμάτων ήρχοντο εις το είναι δια τον ιδικόν σκοπόν να σημαίνουν κάτι, και τότε να απογίνωνται”.46

Ίνα κατανοήση τις τα περί θεοφανειών γραφόμενα του Αυγουστίνου πρέπει να έχη υπ’ όψιν το γεγονός ότι ούτος ταυτίζει την άκτιστον ουσίαν και ενέργειαν του Θεού47 και πιστεύει ότι αι περί Θεού γνώσεις είναι περί της ουσίας του Θεού γνώσεις μέσω της φιλοσοφίας και της αποκαλύψεως.48 Δια της πίστεως και δια του εκ Θεού φωτισμού οι πιστοί δύνανται να ερευνήσουν και να εμβαθύνουν δια της λογικής εις τα μυστήρια περί της θείας ουσίας και ούτω να γνωρίσουν λογικώς το περί Αγίας Τριάδος και περί ενσαρκώσεως δόγμα.49 Επίσης ως βασικήν προϋπόθεσιν έχει την γνώμην των Πλατωνικών ότι η υπό της ψυχής θέα του Θεού συνεπάγεται την ευδαιμονίαν και ούτω περιορίζεται εις την συντέλειαν των αιώνων,50 και τώρα μόνον δια της εκστάσεως του λογιστικού εκ του σώματος και των μεταβλητών δύναται να έχη τις κάποιαν ενόρασιν της θείας ουσίας.51 Εις την Αγίαν Γραφήν τοιαύτην έκστασιν πιθανόν είχον κατ’ αυτόν και τους Φραγκολατίνους μόνον ο Μωϋσής και ο απόστολος Παύλος.52 Πάντως ως βασικήν αρχήν θέτει το γεγονός ότι “δέν υπάρχει τίποτε το ορατόν το οποίον δεν είναι και μεταβλητόν”.53 Επομένως εάν οράται ο Λόγος και η δόξα Αυτού τότε η φύσις του Λόγου είναι κτιστή. Επίσης εάν οράται τι το άκτιστον τούτο πρέπει εξάπαντος να είναι η ουσία του Θεού ή της Αγίας Τριάδος.54 Επίσης ο Αυγουστίνος αγνοεί το αγιογραφικόν σχήμα της αποκαλύψεως το τόσον ανεπτυγμένον εις όλους τους ελληνόφωνας και λατινόφωνας Ρωμαίους Πατέρας, ότι ο Λόγος είναι απαράλλακτος Εικών του Πατρός, ώστε οι ορώντες τον Λόγον προφήται και απόστολοι έβλεπον τον Πατέρα.55 Τούτο διότι δεν υπάρχει ούτε ίχνος της περί θεώσεως διδασκαλίας των Πατέρων εις τα συγγράμματά του και αι θεοφάνειαι κατεβιβάσθησαν εις εμφανίσεις κτισμάτων, εις τας αισθήσεις, ή νοημάτων εις τον νουν κατ’ ευθείαν εις ωρισμένας περιπτώσεις.56

Πάντως ο Αυγουστίνος εξετάζει λεπτομερώς τας κατά τους Πατέρας και τους Αρειανούς εμφανίσεις του Λόγου εις την Πεντάτευχον57 και προσπαθεί να αποδείξη ότι ο οφθείς τοις προφήταις δεν είναι ο Λόγος αλλά ο Τριαδικός Θεός, μέσω γινομένων και απογινομένων κτισμάτων και νοημάτων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον νομίζει ότι ανατρέπει τα επιχειρήματα των αιρετικών περί του κτιστού του Λόγου.58

Επίσης νομίζει ούτος ότι, αφού αποδεικνύει ότι ουδαμού εις τας θεοφανείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης φαίνεται ότι οράται η ουσία του Λόγου τούτο αποτελεί απόδειξιν ότι ο Λόγος δεν είναι κτίσμα.59 Ασφαλώς γνωρίζει ότι εις αυτό είναι σύμφωνος με όλους τους Πατέρας. Αλλά ούτε ως υποψία φαίνεται εις τα συγγράμματά του ότι γνωρίζει την πατερικήν διδασκαλίαν, ότι ναι μεν ο Λόγος δεν αποκαλύπτει την θείαν φύσιν, αλλ’ όμως αποκαλύπτει την άκτιστον φυσικήν δόξαν Αυτού και εν Εαυτώ τον Πατέρα και το Πνεύμα Αυτού.

Ερμηνεύων την εν τη Βάτω αποκάλυψιν του Θεού προς τον Μωϋσέα ο Αυγουστίνος φιλοξενεί μόνον δύο πιθανάς ερμηνείας. Ότι ο Άγγελος του Κυρίου είναι ή είς των κτιστών αγγέλων, φέρων εν εαυτώ πρόσωπον ή τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος ή γινόμενον και απογινόμενον κτίσμα.60 Αφού εκθέτει τα υπέρ και τα κατά δια την κάθε ερμηνείαν αναβάλλει το συμπέρασμα, ίνα εξετάση πρώτον και τας θεοφανείας εν τη στήλη πυρός και νεφέλης και εν τω όρει61 και ούτω φθάνει εις το γενικόν συμπέρασμα ότι “τώ όντι όλα τα ορατά και αισθητά ταύτα πράγματα, ως πολλάκις είπαμεν, φανερούνται μέσω των υποτεταγμένων κτισμάτων, ίνα σημαίνουν τον αόρατον και νοητόν Θεόν, όχι μόνον τον Πατέρα, αλλά και τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα, εξ ου τα πάντα και δι’ ου τα πάντα και εν ω τα πάντα αν και τα αόρατα του Θεού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης.”62 63

Από τα λεχθέντα ταύτα φαίνεται ότι θέτει εις το ίδιον επίπεδον σχεδόν τας θεοφανείας με την φυσικήν αποκάλυψιν. Ενισχύεται η εντύπωσις αυτή 1) από το γεγονός ότι πάντοτε επίστευεν ότι οι Πλατωνικοί γνωρίζουν την Αγίαν Τριάδα64 και 2) από τα εξαγγελθέντα του ότι “δέν θα βραδύνω να ερευνήσω την ουσίαν του Θεού, είτε δια της Γραφής Αυτού, είτε δια του κτίσματος”.65

Πάντως επειδή ακριβώς νομίζει ότι ο Θεός είναι κατανοητός δια της λογικής, ο Αυγουστίνος δεν ηδυνήθη να συλλάβη την αποφατικήν θεολογίαν και γλώσσαν της Αγίας Γραφής και τας εν Αυτή θεοφανείας. Εις το χωρίον “ειστήκει δε ο λαός μακρόθεν, Μωϋσής δε εισήλθεν εις τον γνόφον, ου ήν ο Θεός”,66 δίδει την εξής ερμηνείαν, “καί τί θα είπω περί τούτου, εκτός ότι ουδείς δύναται να είναι τόσον παράφρων, ώστε να πιστεύη ότι ο καπνός, και το πύρ, και η νεφέλη και ο γνόφος, και ό,τιδήποτε του είδους τούτου, είναι η ουσία του Λόγου και της Σοφίας του Θεού όστις είναι ο Χριστός, ή το Άγιον Πνεύμα; Αφού ούτε οι Αρειανοί ετόλμησαν να είπουν ότι ταύτα ήσαν η ουσία του Θεού Πατρός. Πάντα ταύτα επομένως κατειργάσθησαν δια του υπηρετούντος τον Κτίστην κτίσματος, και ενεφανίσθησαν δια μιας αρμοδίας οικονομίας εις τας ανθρωπίνας αισθήσεις, εκτός εάν ίσως, διότι λέγεται και Μωϋσής προσήγγισε τη νεφέλη ου ήν ο Θεός, νομίσουν σαρκικά νοήματα, επειδή η νεφέλη τω όντι ωράθη υπό του λαού, αλλά εντός της νεφέλης ο Μωϋσής μετά των οφθαλμών της σαρκός είδε τον Υιόν του Θεού, του οποίου οι αιρετικοί φαντάζονται ότι οράται η ιδία Αυτού ουσία”.67 Εις το χωρίον αυτό φαίνεται σαφώς το δίλημμα και η αγωνία του Αυγουστίνου. Ως πιστόν τέκνον της Εκκλησίας ηγωνίζετο να εύρη επιχειρήματα να αποδείξη το άκτιστον του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος. Αλλά ουσιαστικώς σχεδόν μόνον εις αυτό διεφώνει με τους εν λόγω αιρετικούς. Γνωσιολογικώς κατά τα άλλα συνεφώνει με τους αιρετικούς, ότι οι προφήται και οι απόστολοι δεν έβλεπον τί το άκτιστον, ότι μόνον ταις αισθήσεσι έβλεπον ά έβλεπον, και δια της λογικής κατενόουν τα περί Θεού μυστήρια. Ο ισχυρισμός του ότι “ούτε οι Αρειανοί ετόλμησαν να είπουν ότι ταύτα ήσαν η ουσία του Θεού Πατρός” μαρτυρεί περί της τραγικής καταστάσεως της θεολογίας του Αυγουστίνου έναντι των Ορθοδόξων της παραδόσεως, οίτινες επίστευον κατά την Αγίαν Γραφήν και την Παράδοσιν ότι ο Λόγος απεκάλυπτεν εν Εαυτώ τον Πατέρα εις τας θεοφανείας της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Επειδή όμως ο ίδιος εταύτιζε τα εν Θεώ πάντα με την ουσίαν του Θεού δεν ηδυνήθη να φαντασθή ότι η εις τους προφήτας φανέρωσις του Θεού δια του Λόγου δεν είναι φανέρωσις της “πρώτης φύσεως τη Τριάδι γινωσκομένη … αλλ’ όσης τελευταίας και εις ημάς φθανούσης … μεγαλειότητος … μεγαλοπρεπείας (καί) … όσων μετ’ εκείνον εκείνου γνωρισμάτων. …”, ως αναπτύσσει εξ ιδίας πείρας, ως φαίνεται, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος68 και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας.69

Εν αντιθέσει προς τα υπό του Αυγουστίνου γραφόμενα περί του κτιστού και του γινομένου και του απογινομένου της εις τον Μωϋσέα και τους Ισραηλίτας εμφανισθείσης στήλης, νεφέλης και πυρός ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει, “νεφέλης δε του λαού θεία δυνάμει καθηγουμένης, ου κατά την κοινήν φύσιν, ουδέ γαρ εξ ατμών τινων ή αναθυμιάσεων η σύστασις αυτής ήν, παχυνομένου τοις ατμοίς του αέρος δια της ομιχλώδους συστάσεως και προς εαυτόν συμπιλουμένου τοις πνεύμασιν, αλλά κρείττόν τι και υψηλότερον της ανθρωπίνης καταλήψεως, εκείνη τη νεφέλη, της Γραφής μαρτυρούσης, τοιούτον το θαύμα ήν ως καί, της ηλιακής ακτίνος θερμώς επιλαμπούσης, διατείχισμα είναι προς τον λαόν, σκιάζουσάν τε το υποκείμενον και λεπτή δρόσω το φλογώδες του αέρος υποτονίζουσαν και δια της νυκτός πυρ γίνεσθαι, αφ’ εσπέρας εις όρθρον τω ιδίω φωτί τοις Ισραηλίταις δαδουχούσαν το φέγγος”.70

Εν αντιβολή προς τα τοιαύτα ο Αυγουστίνος πιστεύει ότι όλα τα εμφανισθέντα κατά τας θεοφανείας είναι γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα με σκοπόν να οραθούν και να ακουσθούν και ούτω να μεταφέρουν εις τον νουν των προφητών μηνύματα και νοήματα από τον Θεόν, “… το κτίσμα προσελήφθη δια τον σκοπόν του ανά χείρας έργου, ίνα εμφανισθή εις ανθρώπινα όμματα και ακουσθή εις ανθρώπινα ώτα, και κληθή άγγελος του Κυρίου, και Κύριος, και Θεός”.71

Πάντως την κλασικήν διατύπωσιν της περί αποκαλύψεως πλάνης του Αυγουστίνου ευρίσκομεν εις τον γίγαντα των φραγκολατίνων θεολόγων, τον Θωμά Ακινάτον, όστις δέχεται την διάκρισιν μεταξύ αποκαλύψεων γενομένων δια κτισμάτων εις τας αισθήσεις και γενομένων δια νοημάτων κατ’ ευθείαν εις την λογικήν.72 Ισχυρίζεται ότι η τελευταία ομοιάζει περισσότερον με την μακαρίαν όρασιν της θείας ουσίας υπό των εν ουρανοίς αγίων και δια τούτο είναι ανωτέρα της πρώτης.73 Ούτως επιρρεασμένος από τον Αυγουστίνον και την φραγκολατινικήν ταύτην παράδοσιν ο εκ Καλαβρίας Βαρλαάμ κατέπληξε τους ελληνορωμηούς με τον ισχυρισμόν του ότι αι θεοφάνειαι της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης ήσαν φανερώσεις του Θεού δια κτισμάτων και ούτω χείρων νοήσεως, δηλαδή χείρων των ελλάμψεων του Πνεύματος κατ’ ευθείαν εις τον νούν.74

Ακολουθών τους Φραγκολατίνους ο Βαρλαάμ ισχυρίζετο ότι “… ουκ ένι ει μη δι’ αγγέλου τον Θεόν ανθρώπω συντυχείν, δι’ αγγέλων γαρ ιεραρχούμεθα”.75 Και απαντά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, “τί ποιείς, άνθρωπε; Ανάγκας επιτίθης τω και των αναγκών δεσπότη, τω και ταύτας ηνίκ αν εθέλη λύοντι, ενίοτε δε και μετασκευάζονται τελέως; Ειπέ δη μοι, τις ήν αγγέλων ο τω Μωϋσή ειπών, “εγώ ειμι ο ών, ο Θεός Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ”, ει μη ο του Θεού Υιός, ως και Βασίλειος ο Μέγας λέγει;”76

Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύει τας θεοφανείας κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον ως οι αναφερθέντες και ως όλοι οι ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας κατά του Ευνομίου ούτως, “ου παύση μη όντα προσαγορεύων, ω άθεε, τον όντως όντα την πηγήν της ζωής, τον πάσι τοις ούσι του είναι παρεκτικόν; Ός οικείαν εαυτώ και πρέπουσαν τη εαυτού αϊδιότητι εν τω προς τον ίδιον θεράποντα Μωϋσέα χρηματισμώ προσηγορίαν εξεύρεν, όντα εαυτόν ονομάσας; Εγώ γαρ ειμι, φησίν, ο ών.77 Και τούτοις ουδείς αντερεί μη ουχί εκ προσώπου του Κυρίου ειρήσθαι, ούκουν όστις γε μη το Ιουδαϊκόν κάλυμμα επί τη αναγνώσει Μωϋσέως κατά της εαυτού καρδίας επικείμενον έχει. Γέγραπται γάρ, ότι ώφθη τω Μωϋσεί άγγελος Κυρίου επί του Βάτου εν πυρί φλογός.78 Άγγελον τοίνυν προτάξασα της διηγήσεως η Γραφή, Θεού επάγει την φωνήν. Είπε γάρ, φησί, τω Μωϋσεί, Εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ,79 και μετ’ ολίγα πάλιν, Εγώ ειμι ο ών.80 Τις ουν ο αυτός και άγγελος και Θεός; Άρα ουχί περί ου μεμαθήκαμεν, ότι καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής Άγγελος;81

Εγώ μεν ουκ οίμαι πλειόνων δείν προς την απόδειξιν, αλλά τοις μεν φιλοχρίστοις εξαρκείν και την υπόμνησιν, τοις δε ανιάτως έχουσι μηδέν όφελος εκ του πλήθους των λεγομένων έσεσθαι. Ει γαρ και ύστερον εγένετο της μεγάλης βουλής Άγγελος, αλλ’ ουδέ πρότερον απηξίου την του αγγέλου προσηγορίαν. Ου γαρ ενταύθα μόνον ευρήσομεν τον Κύριον ημών και άγγελον και Θεόν υπό της Γραφής ονομασθέντα, αλλά και Ιακώβ, την οπτασίαν ταις γυναιξί διηγούμενος, φησί, Και είπέ μοι ο άγγελος του Θεού,82 και μετ’ ολίγα παρά του αυτού, Εγώ ειμί ο Θεός ο οφθείς σοι εν τω τόπω ου ήλειψάς μοι εκεί στήλην.83 Καίτοι εκεί επί της στήλης τω Ιακώβ είρηται, Εγώ Κύριος ο Θεός Αβραάμ του πατρός σου, και ο Θεός Ισαάκ.84 Ο τοίνυν ενταύθα άγγελος ειρημένος, ούτος εκεί λέγει πεφανερώσθαι τω Ιακώβ. Παντί ουν δήλον, ότι ένθα και άγγελος και Θεός ο αυτός προσηγορεύεται, ο Μονογενής εστι δηλούμενος, εμφανίζων εαυτόν κατά γενεάν τοις ανθρώποις, και το θέλημα του Πατρός τοις αγίοις εαυτού διαγγέλων. Ώστε και επί του Μωϋσέως όντα εαυτόν ονομάσας, ουκ άλλος τις παρά τον Θεόν Λόγον, τον εν αρχή όντα προς τον Θεόν, νοηθείη.”85

Είναι σαφές ότι η ως άνω ερμηνεία των αποκαλύψεων του Θεού δια του Λόγου εν Αγίω Πνεύματι εν τη Παλαιά και τη Καινή Διαθήκη αποτελεί την όλην προϋπόθεσιν του περί Αγίας Τριάδος δόγματος των Οικουμενικών Συνόδων. Πώς άλλως εξηγούνται τα περί της εις Εμμαούς διδασκαλίας του Χριστού μετά την Ανάστασιν, “καί αρξάμενος από Μωϋσέως και από πάντων των προφητών διηρμήνευσεν αυτοίς εν πάσαις ταις γραφαίς τα περί εαυτού”;86 Ταύτα θα ήσαν ανιστόρητα και εκτός πραγματικότητος εάν ως σκοπόν είχον μίαν απλήν συσχέτισιν του Χριστού με μόνον τον Μεσσίαν της Παλαιάς Διαθήκης. Η Εκκλησία εδογμάτισεν ότι ο Λόγος και το Πνεύμα Αυτού είναι άκτιστα και ομοούσια τω Πατρί, διότι ούτως απεκαλύφθησαν εις τους αυτόπτας γενομένους μάρτυρας της κατά πάντα μιας και ταυτόν θεότητος, δόξης, βασιλείας, βουλήσεως, ενεργείας, προνοίας, προγνώσεως, γνώσεως, δυνάμεως κ.τ.λ. της Αγίας Τριάδος, τα οποία πάντα ως άκτιστα και παντελώς ανόμοια τοις κτίσμασι υπερβαίνουν τον νούν, τον λόγον και τας αισθήσεις και ως εκ τούτου είναι χάριτι Θεού μεθεκτά τοις θεουμένοις και πιστοίς υπεραισθητώς, υπερνοητώς, και υπερλογικώς, αλλά τη συμμετοχή των αισθήσεων, των παθών, του λόγου, και της λογικής δηλαδή ολοκλήρου του κεχαριτωμένου μέλους του σώματος του Χριστού.

Πάντως εξ αιτίας των μυθικών περί θεοφανειών ερμηνειών του Αυγουστίνου και των Φραγκολατίνων οι σημερινοί πνευματικοί απόγονοι αυτών υποχρεούνται πλέον να καταβάλουν προσπαθείας να απομυθεύσουν την Αγίαν Γραφήν, ενώ δεν είναι η Βίβλος η χρήζουσα απομυθεύσεως, αλλά η αυγουστίνειος και φραγκολατινική ερμηνευτική παράδοσις. Όπως υπάρχουν σήμερον ορθόδοξα πνευματικά τέκνα των ετεροδόξων, τα οποία φωτισθέντα από τους διδασκάλους των επιμένουν να εισαγάγουν εις την ορθόδοξον θεολογίαν τας απομυθευτικάς μεθόδους Δυτικών τινών, προφανώς μη γνωρίζοντα ότι η πατερική ερμηνεία της Γραφής είναι όχι μόνον η ορθή, αλλά και η μόνη άνευ μυθοπλασιών, ούτως οι Λατινόφρονες του 14ου – 15ου αιώνος αντιστρόφως υιοθέτησαν μαζί με όλας τας δυτικάς μυθολογίας την χαρακτηρίζουσαν τους Φραγκολατίνους μυθικήν ερμηνείαν των θεοφανειών. Όπως ο Αυγουστίνος, οι Φραγκολατίνοι και οι πνευματικοί απόγονοι αυτών πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή διδάσκει ότι κατά την Βάπτισιν του Χριστού και την Πεντηκοστήν κατέβησαν επί του Κυρίου και των αποστόλων γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα, δηλαδή κτιστή περιστερά και κτισταί πύριναι γλώσσαι, συμβολίζουσαι το Πνεύμα το Άγιον, ούτω και οι αγράμματοι λατινόφρονες Γραικοί, οι κατά την τελευταίαν εκατονταετηρίδα της ελευθέρας Κωνσταντινουπόλεως προδίδοντες το έθνος των Ρωμαίων και την πίστιν αυτού, επίστευον εις τα μυθικά ερμηνευτικά πλάσματα των Φράγκων, τύπου Θωμά Ακινάτου και Δάντε. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζει την βιβλικήν πατερικήν ερμηνευτικήν εν προκειμένω παράδοσιν. Οι αντίπαλοι του συνεφώνουν με τους Φραγκολατίνους ότι το μόνον άκτιστον είναι η ουσία του Θεού και επομένως κατά τας θεοφανείας ενεφανίσθη όχι η αόρατος εις τα όμματα θεία ουσία αλλά κτιστόν σύμβολον αυτής. Ούτω κατ’ αυτούς ως κατά τον Αυγουστίνον η περιστερά και αι πύριναι γλώσσαι είναι κτιστά σύμβολα και όχι άκτισται ενέργειαι του Θεού.

Ο άγιος Γρηγόριος γράφει κατά του Ακινδύνου, “τί δε και το είδος των γλωσσών και της περιστεράς προβάλλη κατά της λαμπρότητος της θείας φύσεως; Ουδείς γαρ τοιούτον είδος αϊδίως κεκτήσθαι το Πνεύμα το Άγιον εθεολόγησεν ή ενενόησεν. “Ανάρχως δέ, φησίν,” ο Υιός εκ του Πατρός γεννηθείς, την φυσικήν ακτίνα άναρχον κέκτηται της θεότητος, ουχ ύστερον το είναι, ουδέ αυτήν την δόξαν προσλαμβανόμενος, και η δόξα της θεότητος και δόξα του σώματος γίνεται.”87 Πώς ουν είδεν Ησαΐας μεν θρόνον υψηλόν και επηρμένον,88 Ιεζεκιήλ δε άρματα,89 ο δε Βαπτιστής εν είδει περιστεράς αυτό το Πνεύμα,90 φαίης άν; Σε δη μάλλον ημείς αντερωτήσωμεν, τον πρότερον αποφηνάμενον πλάνην είναι πάσαν αισθητήν φωτοφάνειαν οπωσδήποτε και κακοτεχνίαν του εχθρού πάν το εν σχήματι φαινόμενον, πώς οι προφήται και οι της χάριτος εν σχήμασι και τύποις είδον, καθάπερ και αυτός νυν αύθις ομολογήσας; Επεί δε και την φωτεινήν καρδίαν νυν έφης τα τοιαύτα βλέπειν, πώς η καρδία σχήματα και τύπους βλέπει και περιστεράς είδος και γλωσσών; Ημείς δ’ ίσμεν και πιστεύομεν, τοις πατερικοίς μεμυημένοι λόγοις, ου καρδία μόνον αλλά και οφθαλμοίς ιδείν έσθ’ ότε και τους προφήτας και τους αποστόλους και πολλούς των μετ’ αυτούς αγίων, ου τοιαύτα μόνον, αλλά και μακρώ των τοιούτων υψηλότερα. Κάν εί τις έροιτο πώς είδον, μετά του Χρυσοστόμου πατρός ερούμεν, ως ουκ οίδαμεν, ει δε τις βούλοιτο μαθείν πώς είδον, γενέσθω και αυτός προφήτης, τη γαρ πείρα ταύτα γινώσκεται”.91 Διόπερ και ημείς είπου τι λέγομεν περί του θειοτάτου φωτός, υπό των αντιλεγόντων αναγκαζόμενοι, πίστεως ρήματα λαλούμεν, ότι οφθαλμοίς ετέροις είδον, ότι μη τη καθ’ ημάς αντιληπτική δυνάμει, ότι δια του πνεύματος εώρων. Ταύτα γαρ ου φυσικής ακολουθίας αλλά πίστεως εστι τα ρήματα. Προς δε τούτοις και τα θεία θεάματα εκείνα άρρητα ειδότες θεοπρεπώς εκλαμβάνομεν τα ειρημένα, κατανοούντες εξ αυτών διάνοιαν υψηλοτέραν. Ου γαρ ως αληθώς λέων92 και βούς93 εστιν επ’ ουρανού, ή γλώσσα94 ή περιστερά95 το θείον Πνεύμα πριν ή φανήναι ή μετά το τοιούτον πεφηνέναι. … Πώς δ’ αν και περιστεράν απλώς ιδών ο θείος Βαπτιστής την του Αγίου Πνεύματος κάθοδον συνήκεν; Αλλ’ όπερ είπον, πάντων ανθρωπίνη γλώττη και ακοή και όψει χωρητών, υψηλότερα τα θεάματα εκείνα και τρόπος έτερος άρρητος ο την επιδημίαν του πνεύματος τω θεόπτη παραστήσας”.96

Πάντως είναι σαφές ότι η αιτία της υπό του Αυγουστίνου και των Φραγκολατίνων περί θεοφανειών πλάνης είναι ότι, εφόσον ή όταν λείπη από αυτάς η νεοπλατωνικού τύπου έκστασις, ουδόλως κατ’ αυτούς πρόκειται περί οράσεως και ακοής αοράτων και ανηκούστων ακτίστων θεαμάτων και ρημάτων. Εναντίον του Βαρλαάμ, όστις ισχυρίζετο ότι η δια της εκστάσεως θέα ακτίστων συνοδεύεται υπό της λήθης και επομένως ουδόλως συμμετέχουν εις αυτήν η μνήμη, αι αισθήσεις και το σώμα, ο Παλαμάς γράφει, “αλλ’ ω βέλτιστε, τους ειλικρινώς προσευχομένους ο Θεός, ποτέ μεν εξίστησιν αυτών, υπέρ εαυτούς ποιών και αρπάζων απορρήτως εις τα ουράνια, ποτέ δε εν εαυτοίς ούσιν αυτός δια τε της ψυχής αυτών και του σώματος ενεργεί τα υπερφυά και απόρρητα και τοις του αιώνος τούτου σοφοίς ακατάληπτα. Και πάσι γαρ τοις αποστόλοις, εν τω ιερώ ποτε “προσκαρτερούσι τη προσευχή και τη δεήσει”, το Πνεύμα το Άγιον επιδημήσαν, ουκ έκστασιν έδωκεν, ουδ’ ήρπασεν εις ουρανόν, αλλά πυρίναις γλώσσαις εστόμωσεν αυτούς και δι’ αυτών εκείνα ελάλει, ών πάντων επιλελήσθαι τους εν εκστάσει γενομένους επάναγκες, είπερ και εαυτών”.97

Όπως θα είδωμεν εν οικείω τόπω η έκστασις των Πατέρων διαφέρει αυτής του Αυγουστίνου και των Φραγκολατίνων, καθότι και εν αυτή ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει, λέγεται δε έκστασις μόνον εις την περίπτωσιν του δια πρώτην φοράν πάσχοντος αυτήν και δια τούτο απωλέσαντος τον προσανατολισμόν του.98 Όταν όμως η έλλαμψις επαναλαμβάνεται και ο ούτω πάσχων συνηθίζει προκόπτων, δεν λέγεται πλέον έκστασις αλλά θέα, ήτις γίνεται δια τους προκρίτους των προκρίτων θεουμένων, διαρκής και τελειοτέρα διηνεκώς.99 Ουδόλως και ουδέποτε πρόκειται περί εκμηδενίσεως των φυσικών ενεργειών του ανθρώπου αλλ’ αντιθέτως της θεώσεως αυτών, και της δι’ αυτής υπεραναβάσεως αυτών.100

Εν αντιθέσει προς τον ισχυρισμόν, όν είδαμεν, του Αυγουστίνου ότι ο Μωϋσής δεν είδε τον άκτιστον Λόγον εν τη νεφέλη και τω γνόφω αλλά κτιστά γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα και εναντίον του ισχυρισμού του Βαρλαάμ ότι ο γνόφος ούτος είναι αφαίρεσις νοημάτων και ουχί όρασις υπέρ την νόησιν, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς συνοψίζων την διδασκαλίαν της Ιεράς Παραδόσεως γράφει, “άρα γαρ ο Μωϋσής, πάντων απολυθείς των τε ορωμένων και των ορώντων πραγμάτων τε και νοημάτων και την θέαν υπερβάς του τόπου και εις τον γνόφον εισελθών εν αυτώ εώρακεν ουδέν; Αλλά μην εκεί είδε την άϋλον σκηνήν, “ήν δι’ υλικής μιμήσεως τοις κάτω υπέδειξεν”100α αύτη δ’ αν είη, κατά τους των αγίων λόγους, “Χριστός η Θεού δύναμις και Θεού” αυθυπόστατος “σοφία”,101 άϋλος μεν ούσα και άκτιστος τη εαυτής φύσει, προδεικνύσα δε δια της μωσαϊκής σκηνής ότι δέξεταί ποτε κατασκευήν και εις σχήμα ήξει και ουσίαν ο υπερούσιος και ασχημάτιστος Λόγος, η πάντα υπερέχουσα και προέχουσα και περιέχουσα σκηνή, εν ή έκτισται και συνέστηκεν όσα τε ορατά και όσα αόρατα, και σώμα λαβών θύσει τούτο υπέρ ημών, αρχιερεύς μεν ών αυτός προαιώνιος, ύστερον δε και ως ιερείω εαυτώ χρώμενος υπέρ ημών. Δια τούτο, εν τω θείω γνόφω γεγονώς ο Μωϋσής, ου την άϋλον σκηνήν (δηλαδή τον Λόγον) είδεν μόνον και δι’ ύλης υπέγραψεν, αλλά και αυτήν την της θεαρχίας ιεραρχίαν και τα κατ’ αυτήν, ά και κατά την νομικήν ιερωσύνην υλικώς και ποικίλως διεζωγράφησε. Σύμβολα μεν ουν αισθητά ή τε σκηνή και τα κατά την σκηνήν πάντα, ιερωσύνη τε και τα καθ’ ιερωσύνην, παραπετάσματα των εν τω γνόφω Μωσέως υπήρχε θεαμάτων, εκείνα δε αυτά τα θεάματα σύμβολα ουκ ήν … Έτ’ ουν έχει τις ειπείν ως ουδέν οράται εν τω θείω γνόφω και μετά την κατά απόφασιν θεολογίαν υψηλότερον θέαμα ουδέν; Ή τούτο γούν ότι συμβολικά πάντα τα των αγίων θεάματα; Και συμβολικά τοιαύτα, ως φαίνεσθαι μεν ποτε, είναι δ’ ουδέποτε; Μωϋσής γαρ είδεν ά είδεν” εν τεσσαράκοντα ημέρας και τοσαύταις νυξί.” Κατά τον Νύσσης Γρηγόριον, “τής αειδούς ζωής υπό τον γνόφον μετέχων,”102 ώστε ανείδεα ήν τα θεάματα εκείνα. Πώς ουν συμβολικά; Αλλά και εν τω γνόφω εωράτο, Πάντα δε τα εν τω γνόφω απλά και απόλυτα και άτρεπτα. Τί δε των κυρίως συμβόλων, των μεριστών και αισθητών, ου τρεπτόν, ου σύνθετον, ου τοις ούσι συνημμένον, δηλονότι τοις κτιστοίς; Επεί δ’ εώρα, ορατά ήσαν τα προκείμενα, ή ουν φώς, ή εν φωτί άλλω υπήρχον ορατά, αλλά απλά πάντα τα εκεί, φως άρα πάντ’ εκείνα. Επεί δ’ εαυτόν υπεραναβάς και εν τω γνόφω γενόμενος εώρα, ούτε κατ’ αίσθησιν εώρα, ούτε κατά νούν, αυτοπτικόν άρα εστί το φως εκείνο και τους μεν μη ανομμάτους γενομένους νόας υπεροχικώς αποκρύπτεται. Πώς γαρ το αυτοπτικόν και αυτονόητον δι’ ενεργείας νού οραθείη οιασούν; Όταν δ’ υπεραναβάς πάσαν νοεράν ενέργειαν ο νούς ανόμματος υπεροχικώς τελέση, πληρούται της υπερκάλλου ταύτης αγλαΐας, εν Θεώ χάριτι γενόμενος, και δια της υπέρ νουν ενώσεως αυτό δι’ εαυτού το αυτοπτικόν φως έχων απορρήτως και ορών. Τί ούν; Ουκέτι λοιπόν κρύφιον το θείον είποι τις άν; Και πώς, ό γε ουκ εξίσταται της κρυφιότητος, αλλά και τοις άλλοις μεταδίδωσι, κρύπτον αυτούς υπό τον θείον γνόφον; Ου γαρ έτι Μωσής εωράτο τότε, μόνος εν αυτώ γενόμενος, κατά το γεγραμμένον, το δ’ έτι μείζον, ότι και αυτόν εαυτού υπεραναβιβάσας και απολύσας απορρήτως εαυτού και υπέρ πάσαν θείς αισθητικήν και νοεράν ενέργειαν, κρύφιον αυτόν εαυτώ, ω του θαύματος, εποίησεν, ως και τον θείον Παύλον, ώσθ’ ορώντας αυτούς μη ειδέναι, αλλά διαπορείν, τί ήν εκείνο το ορών. Το δ’ αύθις έτι πάσαν παράδοξον υπερβολήν καθ’ υπεροχήν εκβαίνον, ότι και εν αυτή τη απορρήτω και υπερφυεί εκφάνσει κρύφιος εκείνος μένει και αυτοίς τοις απολυθείσι και κρυβείσιν, ου τους άλλους πάντας μόνον, αλλά και εαυτούς.”103

 

Προηγούμενο άρθροΜαθαίνοντας από την εκκλησιαστική μας ιστορία Νικόλαος Σακαλάκης.
Επόμενο άρθροΣΥΝΟΔΙΚΟΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ