Σεβαστοί πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῶ ἀδελφοί καλησπέρα.
Στήν σημερινή ὁμιλία, θά καταδείξουμε πώς ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πού ἐσυγκλήθει εἰς τό Κολυμπάρι Χανίων, εἶναι μία ψευδοσύνοδος, μία σύνοδος ληστρική, ἀντορθόδοξη καί οἰκουμενιστική, κατά τά πρότυπα τῆς Β΄ Βατικανείαςν συνόδου, καί ὄχι Ὀρθόδοξη, καθῶς πολλοί ἐπίσκοποι, κληρικοί καί λαϊκοί ὑποστηρίζουν, χωρίς ὅμως νά τό ἀποδεικνύουν. Τό μόνο πού ὑποστηρίζουν εἶναι ὅτι πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία. Αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἰσχυρίζονται πώς πρέπει νά κάνουμε εἶναι μιά ὑπακοή παπικοῦ τύπου, δαιμονική, καί ὄχι κατά Θεόν. Γνωρίζουμε ὄτι σέ θέματα Πίστεως δέν ἀκολουθούμε νεωτερισμούς, ἀλλά ὑπακούομε στήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σέ αὐτά δηλαδή πού δογμάτισαν οἱ Ἅγιοί μας, οἱ Ἀπόστολοι, καί οἱ Οἰκουμενικές καί Τοπικές Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, καί ὄχι στόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς λοιπούς Οἰκουμενιστές, πού ἀποδομοῦν ὀλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοση.
Τό συμπέρασμα πού ἀβίαστα ἐξάγεται ἐκ τῆς μελέτης των κοινοποιηθέντων τελικῶν κειμένων τῆς λεγομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, καθώς καί ἀπό τίς ἀπαντήσεις καί ἀναλύσεις ἐγκρίτων θεολόγων καί μητροπολιτῶν εἶναι ὅτι τελικῶς ἡ σύνοδος αὐτή ἀποδεικνύεται ἀντορθόδοξη, ληστρική καί αἱρετική, διότι:
- Ἐπετεύχθη τελικά ὁ στόχος τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων, δηλαδή ἔγινε δεκτό ὅτι ὁ Παπισμός καθώς καί λοιποί αἱρετικοί εἶναι Ἐκκλησίες καί ὄχι αἱρέσεις, καθώς ἀναγνωρίζει τό Προτεσταντικό λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾽Εκκλησιῶν ἤ μάλλον αἱρέσεων.
- Καταλύει ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
- Παραποιεῖ τήν Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα.
- Ἀπέκλεισε τούς Ἐπισκόπους καί κατέλυσε τήν Ὀρθόδοξη συνοδικότητα καί ἐν γένει χρησιμοποιήθηκαν ἀντορθόδοξοι μέθοδοι στόν τρόπο λειτουργίας της.
- Καταστεῖ ὑποχρεωτικές τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας καταλύοντας ὅμως τόν ρόλο τῶν λαϊκῶν καί κατωτέρων κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τήν ευθύνη για τη διατήρηση ανόθευτης της Ορθόδοξης Πίστης.
- Δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καί δέν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων συνόδων, καί κυρίως τῆς 8ης καί τῆς 9ης Οἰκουμενικής. Αὐτά λοιπόν τά σημεία θά ἀναλύσουμε γιά νά καταδείξουμε ὅτι τελικῶς ἡ σύνοδος αὐτή εἶναι ὄντως ληστρική αἱρετική καί ἀντοθρόδοξη.
1ον. Τό κύριο ἔργο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ἀναφυωμένων αἱρέσεων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν σύνοδο ἔγινε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά δημοσιευμένα πλέον ψηφισθέντα κείμενα – καί ἰδίως ἀπό τό κείμενο «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο»[1] – υἱοθετεῖ, θεσμοθετεῖ, νομιμοποιεῖ καί ἐπισημοποιεῖ μέ «πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφαση» τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπίσημη καί νόμιμη γραμμή καί διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικότητα, ἀποστολική διαδοχή, ἱερωσύνη, Χάρη καί μυστήρια στούς αἱρετικούς Παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες καί υἱοθετώντας τίς κακόδοξες, πλανεμένες, αἱρετικές καί οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «βαπτισματικῆς θεολογίας», «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «Διηρημένης Ἐκκλησίας», ἐνῶ παράλληλα ἐπικυρώνει τήν παραμονή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτέρμονους, ἀντιπατερικούς καί ἀτελέσφορους σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους καί στό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν» ἤ καλύτερα αἱρέσεων καί πλανῶν.
Στό 6ο ἄρθρο γίνεται ἐπισημη ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησιῶν, καθῶς γίνεται καί λόγος γιά τήν ἀπολεσθεῖσα ἐνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησία. Ἡ συγκεκριμένη δογματική ἀπόφαση πού ἀναγνωρίζει ὡς «ὀρθοτομούσες Ἐκκλησίες» καί ὄχι ὡς αἱρέσεις, ὅπως πράγματι εἶναι, τούς Μονοφυσίτες (ἤ Προχαλκηδόνιους), τούς Παπικούς, τούς Παλαιοκαθολικούς, τούς Ἀγγλικανούς καί λοιπούς Προτεστάντες, βρίσκεται στήν ἐξῆς σοφιστική καί δαιμονική φράση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτής ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικών Ἐκκλησιών καί Ὁμολογιών» (παρ. 6).
Στη συγκεκριμένη δογματική απόφαση δεν αναφέρεται καθόλου η λέξη «αίρεση», σε αντίθεση με τα δογματικά μνημεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους ιερούς της κανόνες, που κάνουν εκτεταμένη χρήση του όρου «αίρεση». Αυτό σημαίνει ότι η ίδια δογματική απόφαση θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μια άλλη χριστιανική Εκκλησία ή Ομολογία. Τόσο δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και οι άλλες ετερόδοξες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες έχουν την ίδια πίστη, αλλά διαφέρουν μόνο στη θεολογική διατύπωσή της. Και γι’ αυτό το λόγο, προκειμένου να υπάρξει συγκρητιστική – δηλ. όχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης – ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες, τό μόνο πού ἀπομένει εἶναι να υπάρξει πρόοδος στη σύγκλιση των θεολογικών τους διατυπώσεων ως προς το θέμα της δήθεν κοινής τους πίστης. Ἡ ἐν λόγω δογματική απόφαση διατυπώνετε ὡς ἐξῆς: «ταχυτέρα και αντικειμενικωτέρα αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυτοίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης, και αποστολικής διαδοχής»).
Ενώ κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας, η ενότητα ήδη υπάρχει και γι’ αυτό είναι αδύνατο να διαταραχθεί, εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία αποσκοπεί αντικειμενικά στην προλείανση, δηλ. την εξομάλυνση, της οδού που οδηγεί σε μια άλλη ενότητα, διαφορετική της οντολογικής, δηλ. στην συγκρητιστική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες καί ὄχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης. Η εξομάλυνση αυτή επιδιώκεται να επιτευχθεί με τους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς ( πού στό ἐξῆς θά καλοῦνται λοιποί Χριστιανοί ὄπως και οι Ορθόδοξοι) στα πλαίσια τῆς παναιρέσεως τοῦ Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα στήν παράγραφο 16, σημειώνονται τά ἑξῆς: «Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ Ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ)... Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ «Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν» (ΚΕΚ), τό «Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (ΣΕΜΑ) καί τό «Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν». Ταῦτα μετά τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου». Ἐδώ θά κάνουμε μία παρένθεση γιιά νά καταδείξουμε πώς οἱ δηλώσεις τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν σύνοδο καί τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφησαν. Θά παραθέσουμε μόνον μία. Κατά τήν πρόσφατη συνάντησή του στά Ἱεροσόλυμα τόν Μάϊο τοῦ 2014 μέ τόν αἱρεσιάρχη πάπα Φραγκῖσκο εἶπε: «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία… λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι… αἱ κατά τόπους ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν… Ἐρχόμεθα ὁ πάπας καί ἡμεῖς διά νά τάμωμεν ὁδούς… διά νά συνεχισθῇ ἡ πορεία τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῆς καταντήσεως εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».Τότε εἴχαμε γράψει στήν Ἱερά Κοινότητα καί στήν Λαύρα ὡς διαμαρτυρία γιά τό συμβάν τά ἐξῆς: Ἀλήθεια πατέρες, ποιός ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες ἐδίδαξε ὅτι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν διαιρεῖ καί διασπᾶ τήν Ἐκκλησία, ὅτι, ἐπειδή ὑπάρχουν αἱρετικοί, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἑνότητα καί εἶναι διασπασμένη; Ἡ Ἐκκλησία καί μετά τήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν παραμένει πάντοτε Μία, ἀκεραία καί ἀλώβητη, δέν διασπᾶται σέ πολλές ἐκκλησίες, ὅπως θέλει ὁ πατριάρχης, ἐξισώνοντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, τήν Μία Ἐκκλησία μέ τίς ὁμάδες τῶν κακοδόξων. (τώρα καί μέ συνοδική πράξη) Ἐπί τόσους αἰῶνες λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἦταν διηρημένη καί διεσπασμένη, μή ἐπιτελοῦσα τό σωτηριῶδες καί ἁγιαστικό της ἔργο, καί ἐπερίμενε νά ἔλθουν ὁ πάπας Φραγκῖσκος καί ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, γιά νά τήν ἑνώσουν καί νά τήν σώσουν; Καί οἱ Ἅγιοι τόσων αἰώνων τί ἔκαναν; Προσδοκοῦσαν τούς παρουσιαζομένους σήμερον «θεόσταλτους» σωτῆρες τῆς ἑνότητος; Ἤ μᾶλλον κατά τήν πατριαρχική θέση ἔπεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ μετά τό Σχίσμα Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» καί διήρεσαν τήν Ἐκκλησία;
Περιληπτικά λοιπόν ὄχι μόνον δέν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση), ἀλλά καί κατοχυρώθηκε θεσμικῶς ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό συνιστά μιά φοβερή ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἔκπτωση οὐσιαστικά ἀπό τόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Στό συμβούλιο τῆς ἀνομίας τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, (καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἴχε στείλει ἐπίσημο ἀντιπρόσωπο, πού ἀποδέχθηκε πλήρως τήν ὀρθοδοξότητα τῶν κειμένων τῆς συνόδου,) ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἡ Συνοδική ἀπόφαση λοιπόν ἀναγνωρίσεως ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους στό Κολυμπάρι, εἰσάγει τόν συγκρητισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, ὡς τήν κυρίως θεολογική γραμμή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς θά ἀκολουθήσουν αὐτοί πού θά παραμείνουν σέ κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς σύν αὐτῷ. Ἄλλωστε ἀμέσως μετά τήν σύνοδο, τό αὐτό δηλώθηκε καί ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο λέγοντας: Μπήκαμε στήν μεταπατερική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΜΩΣ Η ΠΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Συγκρητιστικός Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, αποτελεί διαχρονική θρησκευτική διδασκαλία του Σατανισμού και της Θεοσοφίας, που είναι παρακλάδι του και η οποία αποτελεί την πνευματικότητα τῆς Νέας Ἐποχῆς τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἀποτελεί διαχρονικό προϊόν του Γνωστικισμού, πού ὡς γνωστόν αποσκοπεί στην ανατροπή όλης της Ορθόδοξης πίστης, μέσω νοθεύσεως του συνόλου των Ορθόδοξων εννοιών των θεολογικών όρων. Αὐτό επιτυγχάνεται μέσω της μεθόδου της μεταπατερικῆς θεολογίας
1 – νομιμοποιεῖ όλες τίς καταδικασθέντες αιρέσεις από τις Οικουμενικές Συνόδους,
2 – υποστηρίζει για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική Ιστορία, τήν εκκλησιολογική αίρεση ότι η Εκκλησία του Χριστού δεν ταυτίζεται μόνο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά επεκτείνεται και στις αιρετικές ομάδες που δεν έχουν την Ορθόδοξη πίστη,
3 – υποστηρίζει, για πρώτη φορά στην Εκκλησιαστική Ιστορία, τήν σωτηριολογική αίρεση, ὅτι ὄχι μόνον ἡ Ὁρθοδοξία, ἀλλά καί ὄλα τά θρησκεύματα και οι αιρετικές ομάδες, πού δέν πιστεύουν στον Τριαδικό Θεό σώζουν καί παρέχουν τήν Θεία Χάρη
Καί ὄλα αὐτά μέ τελικό σκοπό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία να ενωθεί συγκρητιστικά με τον Παπισμό, ο οποίος έχει ήδη αποδεχθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό με τη Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (1962-1965), και μέσω του Παπισμού, να ενωθεί, επίσης συγκρητιστικά, δηλαδή αυτονόητα χωρίς καμία ταυτότητα Ορθόδοξης Πίστης, με τα λοιπά θρησκεύματα σε μια παγκόσμια θρησκεία, η οποία θα προσκυνήσει τον Αντίχριστο.
2ον – Η «συνοδική» απόφαση «Το Μυστήριον του Γάμου και τα Κωλύματα αυτού» επιτρέπει την εφαρμογή της οικονομίας στην ιερολογία του γάμου ετεροδόξων, παρά το γεγονός ότι ο απαγορευτικός κανόνας 72 της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι ποιμαντικός κανόνας, όπως εσφαλμένα τον θεωρεί το Συνέδριο της Αποστασίας των Χανίων, αλλά εκτελεστικός δογματικών όρων που αναφέρονται στα Μυστήρια εν γένει και ειδικότερα στο Μυστήριο του Γάμου, δηλ. σε θέμα πίστεως. Εξάλλου, δεν επιτρέπεται δογματικώς και κανονικώς η διακοινωνία (intercommunion) αιρετικού ή ετεροδόξου σε κανένα Άγιο Μυστήριο, εκτός αν μετανοήσει και γίνει εισδοχή του στην Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία
Ὁ 72ος Κανόνας τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, θέτει τίς ἐκκλησιολογικές – δογματικές προϋποθέσεις γιά τήν ὕπαρξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Ἡ ἀπόφαση ὄμως τῆς «Συνόδου» τοῦ κολυμπαρίου ὄλως ἀντιΚανονικῶς δίνει τήν δυνατότητα στίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες νά ἀποκλίνουν ἀπό τήν περί τῶν μυστηρίων δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συγκεκριμένα, ἡ προταθεῖσα εἰσήγηση τῶν μικτῶν γάμων εἶναι ἄκρως ἀθεολόγητη, ἐκκλησιολογικῶς. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνιστᾶται αὐστηρῶς ἀπό τόν 72ο Κανόνα ἡ ἀκύρωση καί ἡ διάλυση αὐτοῦ τοῦ γάμου, ὡς παράνομη ἐκκλησιολογικῶς συμβίωση. Ἡ περαιτέρω μάλιστα θεολογική τεκμηρίωση τοῦ Κανόνα, δέν ἀφήνει καθόλου περιθώρια γιά ὁποιαδήποτε οἰκονομία. «Οὐ γάρ χρή τά ἄμικτα μιγνῦναι», σημειώνει ὁ Κανόνας,«οὐδέ τῷ προβάτῳ τόν λύκον συμπλέκεσθαι, καί τῇ τοῦ Χριστοῦ μερίδι τόν τῶν ἁμαρτωλῶν κλῆρον· εἰ δέ παραβῇ τις τά παρ’ ἡμῶν ὁρισθέντα, ἀφοριζέσθω». Δέν εἰσηγεῖται, δηλαδή, ὁ 72ος Κανόνας οἰκονομία, ἀλλά ἐφιστᾶ τήν προσοχή γιά τήν σοβαρότατη παρανομία. Ἡ παρέκκλιση ἀπό τόν συγκεκριμένο Κανόνα συνιστᾶ σοβαρότατη Κανονική παρανομία καί «παραοικονομία», πού ἔχει, ἐπίσης, σοβαρότατες ἐκκλησιολογικές συνέπειες, ἀφοῦ ἀναμειγνύει τά ἄμικτα σέ «ἄμικτη μίξη», «συμπλέκει» ἐκκλησιολογικῶς τό «πρόβατο» μέ τόν «λύκο» καί τήν «μερίδα» τοῦ Χριστοῦ μέ τόν «κλῆρο» τῶν ἁμαρτωλῶν. Δέν εἶναι ὄμως μόνον ὁ 72ος κανόνας πού καταλύεται, ἀλλά καί ὁ 14ος τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς πού μᾶς λέει τά ἐξῆς: «Επειδή εν τισιν επαρχίαις συγκεχώρηται τοις αναγνώσταις και ψάλταις γαμείν, ώρισεν η αγία σύνοδος, μη εξείναί τινι αυτών ετερόδοξον γυναίκα λαμβάνειν […] μήτε μην συνάπτειν (τέκνον) προς γάμον αιρετικώ, ή Ιουδαίω, ή Έλληνι [ειδωλολάτρη], ει μη άρα επαγγέλλοιτο μετατίθεσθαι εις την ορθόδοξον πίστιν το συναπτόμενον πρόσωπον τω ορθοδόξω».
Ἔχουμε λοιπόν κήρυξη κακοδοξιῶν μέ αὐτήν τήν ἀπόφαση διότι:
α) Καταλύοντας ὅπως εἴπαμε παραπάνω ἡ σύνοδος τόν 72ο κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικής Συνόδου, τόν 14ο τῆς 4ης Οἰκουμενικῆς, τόν ι’ καί τόν λα τῆς ἐν Λαοδικείας καί τόν κα, καί κθ κανόνα τῆς Καρθαγένης, σημαίνει στήν οὐσία καταλύσει ὀλοκλήρων τῆς Οἰκουμενικῶν Συνόδων, κατά τό γραφικό : ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος. Ἰάκ. 2, 10. Πώς λοιπόν ἀκυρώνουμε αὐτά πού τό Ἅγιον Πνεύμα ἐδογμάτισε; αὐτό ἀποτελεῖ βλασφημία κατά τῶν Πατέρων, κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί φυσικά τήν ἀπόδειξη πώς μπήκαμε (κατά τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο) στήν Μεταπατερική Ἐποχῆ τῆς Ἐκκλησίας.
β) Μέ τήν ἀπόφαση αὐτή εἰσάγεται ἀκρίτως ὁ Οἰκουμενισμός μέσα στήν Οἰκογένεια, καί ἀποδομήτε ἡ σωτηριολογική ἀποστολή τοῦ γάμου, διότι πώς μπορεῖ νά γίνει συμβίωσει καί κατ’ ἐπέκτασιν κοινή πορεία πρός τόν Χριστό, πού εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ ἔγγαμου βίου, ὅταν τά μέλη τῆς συζυγίας δέν πιστεύουν στόν ἴδιο Θεό;
γ) Ὁ καρπός τῆς συζυγίας, τά τέκνα, ποίον δρόμο θά ἀκολουθήσουν; τόν δρομό τῆς ἀκραιφνούς ὀρθοδόξου Πίστεως, ἤ τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ οἱκογενιακοῦ προτύπου, κατά τό ἰδεώδες πού βιωματικά καί ἐμπειρικά ζούν καί κινοῦνται;
δ) γίνεται ἐν τῇ πράξῃ ἀποδοχή τῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας, διότι πώς μποροῦμε νά εἰσάγουμε ἀβάπτιστο στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας;
3ον – Ἡ «συνοδική» ἀπόφαση « ἡ Σπουδαιότης τῆς Νηστείας καί ἡ Τήρησις αὐτῆς Σήμερον» ἐπιτρέπει τήν παραποίηση τῆς Ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ὄταν προβλέπει τήν δυνατότητα τῆς ἐφαρμογής τῆς οἰκονομίας, μέ ἀπόφαση τῆ Συνόδου Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας, «γιά τήν χαλεπότητα τῶν καιρών». Διότι ἡ ἔννοια «χαλεπότητα τῶν καιρῶν» χρησιμεύει ὡς ἐργαλείο ποσοτικῆς (ἠμερών) ἤ ποιοτικῆς (ἀπαγορευμένων φαγώσιμων ἤ πόσιμων) μειώσεως τῶν θεσπισμένων ἤδη νηστειών, δεδομένου ὅτι ἔτσι ἐξασφαλίζεται ἡ προσαρμογή τῶν νηστειῶν στήν ἐκκοσμίκευση τῆς θεσμικῆς ἐκκλησίας καί τῶν κατ’ ὄνομα πιστών. Γνωρίζουμε πολύ καλά ὄτι στόχος ὄλων αὐτῶν τῶν ἀποφάσεων δέν εἶναι ἡ οἰκονομία τῶν προσώπων πού δέν μπορούν νά νηστέψουν γιά προσωπικούς λόγους, ἀλλά ἡ ἀποδόμηση τῆς ἀσκητικῆς νοοτροπίας τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, κατά τά πρότυπα τῆς Παπικῆς Ἐκκλησίας. Ἀποδομώντας ὄμως τό Ὀρθόδοξο φρόνημα, καί τήν ἀσκητική, στήν οὐσία ἀλλάζουμε ὄλη τήν δομή τοῦ δόγματος. Ἔτσι ξεφεύγουμε ἀπό τό ἐσχατολογικό νόημα τοῦ Εὐαγγελίου, καί μπαίνουμε μέ αὐτήν τήν μεταπατερική θεολογία, στόν ἄκριτο Οὐμανισμό, πού σκοπό του εἶναι νά ἐγκαθιδρύσει μία ἐπίγειο βασιλεία χιλιαστικοῦ τύπου, πού τά πάντα κρίνονται μέ τήν προσωρινότητα, καί μέ τήν παραμονή μας σέ αὐτήν τήν ζωή. Μέ ἀλλά λόγια γινόμαστε Ὀρθόδοξοι ἰεχωβάδες.
4ον Ὡς πρός τήν ἐκκλησιαστική τυπικότητα καί Κανονικότητα τῆς λεγομένης «Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου» ἔχουμε τά ἐξῆς:
Ο κανονισμός της συνόδου παραβίασε τόν 34ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἁποστόλων, διότι εἶναι κανονικῶς ἀπαράδεκτον νά ἀκυρώνεται ἡ ψῆφος κάθε Ἐπισκόπου καί ἡ ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς γνώμης του καί νά «ὁμογενοποιεῖται» ἀντικανονικῶς ἡ ψῆφος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας ..”(Ανοιχτή επιστολή του Πειραιώς Σεραφείμ 20/5/2016)
Επιπλέον , ὁ Πατριαρχικός επίσκοπος Περγάμου κ.Ιωάννης Ζηζιούλας στο περιοδικο ΘΕΟΛΟΓΙΑ (Μαρτ.2016) επιβεβαιώνει ότι η σύνοδος είναι άκυρη και αντικανονική, γράφοντας τά ἐξῆς:«… α) η συμμετοχή όλων των Επισκόπων δεν είναι μόνον επιθυμητή αλλά και υποχρεωτική, β) όλοι έχουν ψήφον και είναι αντικανονικόν να αντικατασταθή αυτή από εκείνην του τοπικού τους Προκαθημένου, γ) όποιος αποκλεισθή έχει το δικαίωμα να αρνηθή παντελώς την εγκυρότητα της Συνόδου και τας αποφάσεις της, και δ) ότι είναι αδιανόητος η εκχώρησις «εξουσιοδοτήσεως» Επισκόπων εις άλλους Επισκόπους. …προϋπόθεση μετοχής Εκκλησιών δι’ αντιπροσώπων στις αρχαίες συνόδους ήταν ότι οι Εκκλησίες αυτές θα συμφωνούσαν με τις αποφάσεις της, καθώς επίσης και ότι οι αντιπρόσωποι θα μετέφεραν στη σύνοδο τα προβλήματα της Εκκλησίας τους και τη γνώμη των επισκόπων τους. Εάν υποτεθεί ότι ορισμένοι επίσκοποι δεν δέχονταν να παραχωρήσουν εξουσιοδότηση και επέμεναν να παραστούν οι ίδιοι, τότε ο οποιοσδήποτε αποκλεισμός τους θα έθετε τον κίνδυνο να μη κάνουν δεκτές τις αποφάσεις της Συνόδου, και έτσι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ζήτημα για το οικουμενικό κύρος της Συνόδου. Σημασία έχει η συγκατάθεση όλων των επισκόπων, έστω και αν δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία τους στη σύνοδο». (Ορθόδοξος Τύπος, 18/03/2016) Την Παρασκευή 15 Ιουλίου συνήλθε στην τακτική της συνεδρία η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου της Ρωσίας. Μεταξύ των θεμάτων που απασχόλησαν τη Σύνοδο ήταν και η στάση που θα κρατήσει η Ρωσική Εκκλησία απέναντι στη Σύνοδο της Κρήτης.Η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας επεσήμανε ότι η Σύνοδος που έλαβε χώρα στην Κρήτη είναι ένα σημαντικό γεγονός στην ιστορία της συνοδικής ζωής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τόνισε όμως πως η βάση της πανορθόδοξης συνεργασίας είναι η αρχή της ομοφωνίας. Τα μέλη της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας τόνισαν ότι η αρχή αυτή παραβιάστηκε από τη Σύνοδο της Κρήτης και γι’ αυτό η Σύνοδος αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί πανορθόδοξη και τα έγγραφα που εγκρίθηκαν από αυτήν δεν αποτελούν έκφραση της γενικής ορθόδοξης συναίνεσης. Η Σύνοδος αποφάσισε να αναθέσει την Συνοδική Βιβλική-Θεολογική Επιτροπή την περαιτέρω μελέτη μετά την παραλαβή των επίσημα επικυρωμένων αντιγράφων της Συνόδου της Κρήτης και την υποβολή κατόπιν επισταμένης μελέτης των πορισμάτων που θα προκύψουν στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας. http://paterikiparadosi.blogspot.gr/2016/07/blog-post_80.html
Κατά συνέπεια, οἱ ἀποφάσεις τοῦ παραπάνω ἀνόμου συνεδρίου, δέν ἔχουν δεσμευτικό χαρακτῆρα, καί καμμία ἰσχύ, ὄχι μόνο γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά τίς Τοπικές Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, πού ἀντιπροσωπεύτηκαν ὅλως ἀθέσμως, ἀλλά καί οἱ ἀποφάσεις εἶναι ἄκυρες γιά τόν πρόσθετο λόγο τῆς ἀρχῆς τῆς Ὁμοφωνίας, ἡ ὁποία παραβιάστηκε μέ τήν μή παρουσία τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων (Ἀντιοχείας, Ρωσίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας).
Στο 5ο σημεῖον εἴπαμε πώς οἱ ἀποφάσεις ἔχουν καταστεῖ ὑποχρεωτικές γιά τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στό 22ο ἄρθρο τοῦ κειμένου «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο» γράφει : «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας». Τό ἀνωτέρω, μή ἔγκυρο ἄρθρο εἶναι αἱρετικό, ἐπειδή παραβίαζει τήν ἐκλησιολογική ἀρχή τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐθεντίας τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας (λοιπῶν κληρικῶν, μοναχῶν και λαϊκῶν, μαζί μέ τούς ἀρχιερείς, συνοδικούς καί μή συνοδικούς) νά ἀποδεχθεί ἤ νά ἀπορρίψει ἐκ τῶν ὑστέρων τίς ἀποφάσεις σέ θέματα πίστεως.
Εἶναι σαφῆς ἐδῶ ἡ προσπάθεια ἐπιβολῆς διώξεων, καθαιρέσεων καί ἀφορισμῶν τῶν ἀντιδρώντων στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἐκ μέρους τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Στήν σίγουρη αὐτή περίπτωση διώξεων ὅσων διακόψουν τό μνημόσυνο ἀπό τήν ἐπίσημη Διοικοῦσα Ἐκκλησία, θά πρέπει να καταστεῖ γνωστό καί σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά διασωθεῖ καί θά ὑφίσταται μόνο στούς διακόψαντας τό μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, καί ὄχι στήν ἐπίσημη Διοικοῦσα «Ἐκκλησία», ἡ ὁποία, διά τῆς ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀπό τήν ὀνομαζομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο», θά καταστεῖ αἱρετική καί οἰκουμενιστική.
Στό 6ο σημεῖον εἴπαμε ὅτι δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική Πα-ράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καί δέν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων συνόδων. Σέ κάθε σύνοδο πού γινόταν στην διαχρονία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἰστορίας, ἔχουμε πρώτον ἀναγνώρισει ὄλων τῶν προηγουμένων ὀρθοδόξων τοιούτων, καί μετά προχωρούσαν εἰς τά θέματα πού τούς ἀπασχολούσαν. Καί γιά νά καταδείξουμε τό χάσμα πού ὑπάρχει μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων συνόδων μέ αὐτῆς τῆς ψευδοσυνόδου θά κάνουμε μιά μικρή ἀναφορά στούς τέσσερις (4) Πατριάρχες τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων οἱ ὁποίοι ἀκολουθούσαν πράγματι τήν Ὀρθοδοξία, στήν Ἐγκύκλιό τους τοῦ ἐτους 1848 κατά τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν, πού συνιστούσαν τά ἐξῆς:
«Να εμείς, εκπληρώνοντας τα ποιμαντορικά μας χρέη, υψώνουμε την φωνή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της κοινής μας μητέρας και τροφού, προς εσάς τα πνευματικά της παιδιά, με την παρούσα πατριαρχική μας και συνοδική εγκύκλιο επιστολή, και προτρέπουμε και συμβουλεύουμε εσάς όλους, να προσέχετε τους εαυτούς σας και να μην συγκοινωνείτε με τα έργα τα άκαρπα του σκοταδιού της εποχής μας. Για να στέκεστε στερεωμένοι πάνω στην ακράδαντη πέτρα της Ορθόδοξης Πίστης, πάνω στην ομολογία, την οποία δώσατε στον καιρό της αναγεννήσεώς σας εκείνης με το λουτρό του θείου βαπτίσματος μπροστά στον φοβερό Θεό και τους αόρατα παριστάμενους εκεί άϋλους λειτουργούς του και θείους αγγέλους και μπροστά στους ανθρώπους, και την οποία πρόκειται να απαιτήσει από εσάς στη δεύτερη του φρικτή παρουσία ο Κύριος. Για να τηρείτε πάντοτε ανόθευτα τα δόγματα και τα μυστήρια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, στην οποία και γεννηθήκατε και βαπτιστήκατε και αυξηθήκατε και φθάσατε σε μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Για να μην αναφανείτε ανεπαίσθητα αρνησίχριστοι, ομολογώντας κεφαλή της Εκκλησίας άνθρωπο γήινο, τον Πάπα, αντί της αληθινής κεφαλής της Εκκλησίας, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, του Σωτήρα και Λυτρωτή των ψυχών μας. Για να μη καταντήσετε σε βάραθρα ασεβείας, νομίζοντας ότι βρήκατε άνετη πίστη. Διότι εκείνος που αποκλίνει από την πίστη του Χριστού, καταβυθίζεται σε ναυάγιο απιστίας και αιρέσεων. Γι’ αυτό και ο Παύλος, γράφοντας στον Τιμόθεο, λέγει: «αυτήν την παραγγελία σου παραθέτω, να είσαι καλός στρατιώτης, έχοντας πίστη και ακατάκριτη συνείδηση, την οποία, αφού μερικοί την απώθησαν, κατέληξαν στο ναυάγιο της πίστης τους» (Α΄ Τιμ. 1, 18-19). Το δε ναυάγιο της υγιούς και ορθής πίστεως είναι ερήμωση και γύμνωση όλων των καλών και κάθε αρετής, και καμία ελπίδα δεν απομένει, αν δεν γίνει επιστροφή. Γιατί ποιό είναι το όφελος, αν υπάρχει διεφθαρμένη η κεφαλή; Κατέχετε, λοιπόν, αγαπητά μας παιδιά, την Ορθόδοξη Πίστη μας στην ακεραιότητά της, με ευθύτητα γνώμης, με άπλαστη καρδιά, με καθαρή συνείδηση ψυχής, ακέραια, απαραχάρακτη, απαράβατη, αμετάθετη, αδιάβλητη, ανυπόκριτη, και όπως ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός αποκάλυψε σε μας, και οι θείοι Απόστολοι παρέδωσαν, και οι θεόπνευστες επτά Οικουμενικές Σύνοδοι επικύρωσαν, χωρίς προσθήκη, χωρίς αφαίρεση, χωρίς κάποια παρεκτροπή ή αλλοίωση, για να έχετε σωτηρία την εν Χριστώ τω Θεώ ημών.
Αυτά λοιπόν η Αγία του Χριστού Εκκλησία, και με το ίδιο φρόνημα και με την ίδια ομοφωνία αποτεινόμενη προς όλους τους Ορθοδόξους, συμβουλεύει πατρικά και προτρέπει πνευματικά, εκπληρώνοντας χρέη ποιμαντικά μπροστά στον Θεό και στους ανθρώπους, για απολογία ευπρόσδεκτη την επί του φοβερού Αυτού βήματος. Και αν εσείς φυλάξετε σώα και ακέραιη την Παρακαταθήκη της Πίστεως την οποία παραλάβατε, μεγάλος θα είναι ο μισθός σας στους ουρανός. Αν όχι, εμείς δεν έχουμε ενοχή μπροστά στο Θεό…» (Ιωαν. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. ΙΙ, σελ.981-982).
Γιά νά ἦταν λοιπόν αὐτή ἡ λεγομένη σύνοδος Ὀρθόδοξη, θά ἔπρεπε:
1ον) Νά καταδίκαζε τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἤ θρησκευτικοῦ Συγκριτισμοῦ.
2ον) Νά καταδίκαζε τό Παγκόσμιον Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὡς Παγκόσμιον Συμβούλιο αἱρέσεων, μέ διακήρυξει πώς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη, καί πώς μόνον μέσα στούς κόλπους της, καταφέρνετε ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Σωτηρία μας.
3ον) Ἡ Σύγκληση νά γινόταν μέ ἔγκυρη ἀπόφαση, καί ὄχι ὄπως ἔγινε, κατά παράβαση δηλ. τῆς πάγιας ἀρχῆς τῆς Ὀμοφωνίας στήν συνεργασία τῶν αὐτοκεφάλων ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν.
4ον) Νά εἴχαν ὄλοι οἱ συμμετέχοντες ἀρχιερεῖς ἀποφασιστική ψήφο, κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία καί τό Ὀρθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, καί ὄχι μόνον οἱ δέκα αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, κατά τό πρότυπο τοῦ Ὀργανισμοῦ Διαχριστιανικοῦ Συγκριτισμοῦ μέ τίτλο Π.Σ.Ε.
5ον) Νά μήν αὐτοαναγορευόταν σέ ἀνώτατη αὐθεντία σέ θέματα πίστεως, διότι ἡ ἀνώτατη αὐθεντία σέ σχέση μέ τό ἀπλανῶς θεολογεῖν, ἀνήκει μόνον στό σώμα τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. στίς συνόδους τῶν συνοδικῶν Ἀρχιερέων, ἐφόσον οἱ ἀποφάσεις σέ θέματα πίστεως ἐκ τῶν ὑστέρων ἐγκρίνονται ἀπό τούς λοιπούς ἀρχιερεῖς καί γίνονται δεκτές ἀπό τούς λοιπούς κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, καί τό κανονικό δίκαιο.
6ον) Νά εἴχε ἀσχοληθεῖ μέ τό παλαιοημερολογίτικο ζήτημα, καί μάλιστα, νά προέβαινε στήν καταδίκη του, καί νά υἱοθετοῦσε ἐπισήμως τό πάτριο ἑορτολόγιον, ἔτσι ὥστε νά ἐπανερχόμασταν στήν ἐκκλησιαστική κατάσταση πρίν τό 1924.
7ον) Νά καταδίκαζε τήν Μασονία, τόν Χιλιασμό, τόν Νεοπαγανισμό, τήν Σαϊεντολογία, καθώς καί ἄλλες καινούριες αἱρέσεις καί παραθρησκευτικές ὁμάδες πού προσηλυτίζουν καί ἀπομακρύνουν τούς χριστιανούς ἀπό τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή.
8ον) Νά καταδίκαζε τήν λεγόμενη Μεταπατερική Θεολογία. Δυστυχῶς, ἀρκετοί Ἱεράρχες καί θεολόγοι μακριά ἀπό τό Πατερικό, ἀσκητικό καί ὀρθόδοξο φρόνημα, θεωροῦν ὅτι δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τούς Πατέρες καί ὅτι ἡ θεολογία τους εἶναι ξεπερασμένη γιά τήν ἐποχή μας. Ἄν εἶναι δυνατόν! Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶναι οἱ φωτεινοί ὁδοδείκτες γιά κάθε ἐποχή.
9ον) Νά καταδίκαζε τήν Νεοαθεΐα, γιατί βλέπουμε πώς καί στή χώρα μας ἔχει δημιουργηθεῖ «Ἕνωση Ἀθέων», ἡ ὁποία κάνει, δυστυχῶς, μεγάλη ζημιά στήν ὀρθόδοξη πίστη μας, ἐπηρεάζοντας κυρίως τίς νεαρότερες ἡλικίες.
10ον) Νά καταδίκαζε τό ἠλεκτρονικό φακέλωμα καί τίς πάσης φύσεως κάρτες πολίτου, πού μᾶς ὁδηγοῦν στήν παγκόσμια δικτατορία τοῦ Ἀντιχρίστου.
Μετά ἀπό αὐτήν τήν Σύνοδο, διαμορφώνεται νέα κατάσταση. Ὁ κόμπος, ὅπως λέει ὁ λαός, ἔφτασε στό χτένι. Δέν μποροῦμε νά ἀνεχθοῦμε αὐτήν τήν ἀπαράδεκτη κατάσταση μέχρι νά συνέλθει Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Τώρα δέν ἀρκοῦνε τά λόγια καί οἱ θλιβερές διαπιστώσεις γιά τήν λεγομένη ἁγία καί μεγάλη σύνοδο. Νά δημοσιεύομε στόν Τύπο καί στό διαδύκτιο ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς χωρίς νά λέμε στόν εὐσεβή λαό τί πρέπει νά πράξουμε. Ἡ πιό θλιβερή διαπίστωση στήν σύνοδο αὐτή, στήν σύνοδο τῶν ἀφώνων ἰχθύων, βαρύνει τοῦς ἐπισκόπους διότι δέν ἀνέκοψαν τήν ξέφρενη πορεία τῆς προδοσίας τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἀπό τόν Πατριάρχη καί τῶν ὁμοῖων του. Αὐτό ἦταν τό ὕψιστο καθήκον τους, ἀκόμη καί μέ προσωπική θυσία. Ἀλλά ὄχι μόνο τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκτασιν ὄλων τῶν Ὀρθοδόξων.
Τώρα ἕνα ἀπομένει, διότι εἶναι πλέον μονόδρομος. Ἡ διακοπή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μέ τούς Οἰκουμενιστάς Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι πρόδωσαν τίς φρικτές ἐπισκοπικές τους ὑποσχέσεις. Αὐτή εἶναι ἡ πατερική ἀντίδραση. Αὐτό πρέπει νά κάνουν οἱ Ἐπίσκοποι, ὁ κατώτερος κλήρος καί ὁ εὐσεβής καί πιστός λαός, κάνοντας χρήση τοῦ 31ου Ἀποστολικοῦ κανόνα καί τοῦ 15ου τῆς πρωτοδευτέρας. Ὀφείλουμε νά ἀποδείξουμε ὄλοι μας ὅτι εἴμαστε ἀντιοικουμενιστές ὄχι μόνον στά λόγια γιά τό θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, ἀλλά καί στά ἔργα.
Ἡ Ἐκκλησία τῶν σωζωμένων ἀποτελεῖται μόνο ἀπό: «τὸ ἄθροισμα τῶν Ἁγίων τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον»[2] κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη.
Ἡ Ἐκκλησία του Χριστού βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια. «Δὲν ἀνήκουν στὴν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὅσοι δὲν βρίσκονται στὴν ἀλήθεια» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.[3]
Ὁ ἐπίλογος τῆς σημερινῆς ὀμιλίας, καί ἡ ἀπάντηση ὄλων ἐμᾶς πού δέν συμπορευόμαστε μέ τήν αἱρετική καί ληστρική ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, πού μᾶς εἰσάγει μία νέα πίστη ἀπό τήν παραδεδομένη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁγίων Πατέρων, ἄς εἶναι ἡ ἀπάντηση τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν καί τῶν Συνόδων τῶν πρεσβυγενῶν Πατριαρχείων, στήν ἀπάντησή τους, τό 1848 πρός τόν Πάπα Ρώμης Πίο τόν 9ον καί πού τήν βρίσκουμε στά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεία τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικής Ἐκκλησίας τοῦ Ἰωαν. Καρμίρη, τομ. ΙΙ, σελ. 1002-1003).
«Διότι η πίστη μας, αδελφοί, δεν είναι από ανθρώπους ούτε μέσω ανθρώπου, αλλά με αποκάλυψη Ιησού Χριστού, την οποία κήρυξαν οι θείοι Απόστολοι, κραταίωσαν οι ιερές Οικουμενικές Σύνοδοι, παρέδωσαν με διαδοχή οι μέγιστοι σοφοί Διδάσκαλοι της Οικουμένης και επικύρωσαν τα εκχυθέντα αίματα των Αγίων Μαρτύρων. «Να κρατήσουμε την ομολογία», την οποία παραλάβαμε άδολη από τέτοιους ανθρώπους, αποστρεφόμενοι κάθε νεωτερισμό ως υπαγόρευμα του διαβόλου. Εκείνος που δέχεται νεωτερισμό, κατελέγχει σαν ελλιπή την κηρυγμένη Ορθόδοξη Πίστη. Αλλά αυτή πεπληρωμένη ήδη, έχει σφραγιστεί, μη επιδεχόμενη ούτε κάποια μείωση, ούτε κάποια αύξηση, ούτε κάποια αλλοίωση, και εκείνος που τολμά ή να πράξει ή να συμβουλεύσει ή να διανοηθεί τούτο, ήδη αρνήθηκε την πίστη του Χριστού, ήδη καθυποβλήθηκε στο αιώνιο ανάθεμα επειδή βλασφημεί στο Πνεύμα το Άγιο, ότι δήθεν δεν μίλησε ολοκληρωμένα στις Γραφές και μέσω των Οικουμενικών Συνόδων. Το φρικτό αυτό ανάθεμα, αδελφοί και τέκνα εν Χριστώ αγαπητά, δεν εκφωνούμε εμείς σήμερα, αλλά εκφώνησε πρώτος ο Σωτήρας μας. «Όποιος πει κατά του Πνεύματος του Αγίου, δεν θα συγχωρεθεί ούτε στον παρόντα κόσμο ούτε στον μελλοντικό» (Ματθ. 12, 32). «Κατέχομαι από βαθειά έκπληξη και απορία από το γεγονός ότι τόσο εύκολα και γρήγορα φεύγετε από τον Θεό, ο οποίος σας κάλεσε με τη χάρη του Ιησού Χριστού, και μεταπηδάτε σε άλλο ευαγγέλιο (διδασκαλία), την οποία οι ψευτοδιδάσκαλοι παρουσιάζουν ως ευαγγέλιο τάχα του Χριστού. Αυτό δε το ψευτοευαγγέλιο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι σας ταράσσουν και θέλουν να μεταβάλουν και να νοθεύσουν το Ευαγγέλιο του Χριστού. Αλλά, εάν και εμείς ακόμη οι Απόστολοι ή Άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εσείς έχετε παραλάβει από την αρχή από εμάς, ας είναι αυτός αναθεματισμένος (χωρισμένος από τον Θεό)» (Γαλ. 1, 6-8). Εκφώνησαν τούτο οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι και όλη η χορεία των θεοφόρων Πατέρων. Όλοι λοιπόν οι νεωτερίζοντες ή με αίρεση ή με σχίσμα, εκουσίως ενδύθηκαν, κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 98, 18), «κατάρα ως ιμάτιο», είτε Πάπες, είτε Πατριάρχες, είτε Κληρικοί είτε Λαϊκοί έτυχε να είναι. «είτε Άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει ευαγγέλιο διαφορετικό από εκείνο, το οποίο εσείς έχετε παραλάβει από την αρχή από εμάς». Έτσι φρονώντας οι Πατέρες μας και υπακούοντας στους ψυχοσωτήριους λόγους του Παύλου στάθηκαν σταθεροί και εδραίοι στην πίστη που παραδόθηκε εκ διαδοχής σε αυτούς, και διέσωσαν αυτήν άτρεπτη και άχραντη διαμέσου τόσων αιρέσεων, και παρέδωσαν αυτήν σε μας ειλικρινή και ανόθευτη, όπως βγήκε άδολη από το στόμα των πρώτων υπηρετών του Λόγου. Έτσι φρονώντας και εμείς, άδολη, όπως την παραλάβαμε, την μετοχετεύουμε στις επερχόμενες γενεές, χωρίς να αλλοιώνουμε τίποτε, για να είναι και εκείνοι, όπως και εμείς, «ευπαρουσίαστοι και ακαταίσχυντοι, ομιλώντας για την Πίστη των προγόνων τους, Ἀμήν.
[1] Τό ὑπό τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ-Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015) ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἀγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ θέμα : «Απόφασις˙ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο», δημοσιεύθηκε, συμφώνως πρός τάς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού πραγματοποιήθηκε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, στίς 28-1-2016 στήν ἡλεκτρονική διεύθυνση : http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
[2] Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, P.G. 78,685A.
[3] Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, «Ἅπαντα», Β΄, σ. 627.