« Ἀσπαζόμεθα δέ καί τάς Κυριακάς καί ἀποστολικάς καί προφητικάς φωνάς, δι’ ὧν τιμᾶν καί μεγαλύνειν ἐδιδάχθημεν, πρῶτα μέν τήν κυρίως καί ἀληθῶς Θεοτόκον, τήν ἀνωτέραν πασῶν τῶν οὐρανίων δυνάμεων, τάς τε ἁγίας καί ἀγγελικάς δυνάμεις, τούς τε μακαρίους καί πανευφήμους ἀποστόλους, προφήτας τε τούς ἐνδόξους, καί τούς καλλινίκους καί ὑπέρ Χριστοῦ ἀθλήσαντας μάρτυρας, καί τούς ἁγίους καί θεοφόρους διδασκάλους, καί πάντας τούς ὁσίους ἄνδρας καί ἐξαιτεῖσθαι τάς τούτων πρεσβείας, ὡς δυναμένας ἡμᾶς οἰκειῶσαι τῷ παμβασιλεῖ τῶν ὅλων Θεῷ……….»
Κατόπιν παρακλήσεως ἀπὸ τοὺς ἀγαπητοὺς συναγωνιστὲς πατέρες ἀπὸ τὴν Ρουμανία, νὰ ἀναλύσουμε τὰ αἱρετικὰ σημεία τοῦ 5ου κειμένου τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, μὲ τὴν βοήθεια τοὺ ἁγίου Τριαδικοὺ Θεου μας καὶ τὶς πρεσβείες τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς Ἐφόρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μητέρας μας, καθὼς καὶ τῶν ἁγίων πατέρων μας καί ἱδιαιτέρως τῶν ἀντιπαπικῶν Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ Μάρκου τοὺ Εὐγενικοῦ, προχωρήσαμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα, γιὰ νὰ καταδείξουμε τὶς πλάνες καὶ τὶς αἱρέσεις ποὺ πλέον κατοχυρώνονται ὡς ὀρθόδοξη διδασκαλία, καὶ ποὺ παραπλανητικῶς εἰσχωροὺν εἰς τὴν ζωή πλέον τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ πώς ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος», πού ἐσυγκλήθει εἰς τό Κολυμπάρι Χανίων, εἶναι μία ψευδοσύνοδος ἀντορθόδοξη καί οἰκουμενιστική, κατά τά πρότυπα τῆς Β΄ Βατικανείαςν συνόδου, καί ὄχι Ὀρθόδοξη, καθῶς πολλοί ἐπίσκοποι, κληρικοί καί λαϊκοί ὑποστηρίζουν, χωρίς ὅμως νά τό ἀποδεικνύουν, ἰσχυριζόμενοι πώς σέ ὅ,τι θεσπίζει ἡ «ἐκκλησία» (ἐννοώντας τοὺς ἐπισκόπους, βλέπε ἐπισκοποκεντρισμὸ) πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή. Αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἰσχυρίζονται πώς πρέπει νά κάνουμε, εἶναι παπικοῦ τύπου, δαιμονική, καί ὄχι κατά Θεόν. Γνωρίζουμε ὄτι σέ θέματα πίστεως δέν ἀκολουθούμε νεωτερισμούς, ἀλλά ὑπακούομε στήν διαχρονική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σέ αὐτά δηλαδή πού δογμάτισαν οἱ Ἅγιοί μας, οἱ Ἀπόστολοι, καί οἱ Οἰκουμενικές καί Τοπικές Ὀρθόδοξοι Σύνοδοι, καί ὄχι στόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς λοιπούς Οἰκουμενιστές, πού ἀποδομοῦν ὀλόκληρη τήν Ὀρθόδοξο Παράδοση.
Τὰ συμπεράσματα ποὺ ἀβίαστα ἐξάγονται ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν τελικῶν κειμένων εἶναι ὅτι:
- Ἀκολούθησε καινοφανεῖς μεθοδεύσεις στήν θεματολογία καί τίς πρακτικές της.
- Ἀπέκλεισε τούς Ἐπισκόπους καί κατέλυσε τήν Ὀρθόδοξη συνοδικότητα καί ἐν γένει χρησιμοποιήθηκαν ἀντορθόδοξοι μέθοδοι στόν τρόπο λειτουργίας της.
- Δέν ὑπῆρχε ἐπαρκής ἐνημέρωση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος· ἀντίθετα ὑπῆρχε ἀπόκρυψη τῶν ἀποφασιζομένων κατά τήν προσυνοδική διαδικασία.
- Καθιερώνει τήν μεταπατερική καὶ βαπτισματικὴ θεολογία.
- Νομιμοποιεῖ ἐπίσημα καί συνοδικά τήν παναίρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
- Ἐπετεύχθη τελικά ὁ στόχος τῆς ἐκκλησιαστικοποιήσεως τῶν αἱρέσεων, δηλαδή ἔγινε δεκτό ὅτι ὁ Παπισμός καθώς καί λοιποί αἱρετικοί εἶναι Ἐκκλησίες καί ὄχι αἱρέσεις.
- Ὑποβιβάζει τόν χριστιανισμό στό ἐπίπεδο τοῦ κοινωνισμοῦ («κοινωνικό εὐαγγέλιο»).
- Δέν ἐκφράζει τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
- Δέν ἀκολουθεῖ τήν ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς καί δέν ἔγινε ἐξ’ ἀρχῆς ἀναγνώριση ὅλων τῶν προηγουμένων συνόδων, καί κυρίως ἀναγνώριση ὡς Οἰκουμενικῶν συνόδων τῆς 8ης καί τῆς 9ης.
- Καταλύει ἀποφάσεις Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καὶ συνεπῶς δὲν ἀκολουθεῖ τὸν ἁγιοπνευματικὸ τρὸπο συγκλήσεως ὀρθοδόξων συνόδων, ὅπου ἐν πρώτοις ἐπικύρωναν καὶ δέχονταν τὶς ἀποφάσεις ὄλων τῶν προηγουμένων ὀρθοδόξων συνόδων, καὶ κατόπιν συνέχιζαν τὸ ἔργο αὐτῶν, δηλαδὴ τὴν καταδίκη τῶν ἀναφυομένων αἱρέσεων ἐντὸς τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας.
- Ἀναγνωρίζει στὰ μέλη τοῦ Προτεσταντικοῦ λεγομένου Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιῶν κανονικὴ ἱερωσύνη, μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή, καθὼς καὶ τὰ αἱρετικὰ καὶ ἀντορθόδοξα κείμενά του.
- Παραγκωνίσθηκε καί ἀγνοήθηκε ὁ ρόλος τοῦ Μοναχισμοῦ, καί ἰδιαίτερα ἡ στάση τῶν Ἁγιορειτῶν ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τό κύριο ἔργο μιᾶς Ὀρθοδόξου Συνόδου, εἶναι, ὡς γνωστόν, ἡ ἀντιμετώπισις τῶν ἀναφυωμένων αἱρέσεων ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ αὐτήν τήν σύνοδο ἔγινε ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Διότι, ὅπως φαίνεται ἀπό τά δημοσιευμένα πλέον ψηφισθέντα κείμενα – καί ἰδίως ἀπό τό κείμενο ποὺ θὰ ἀναλύσουμε «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο»[1] – υἱοθετεῖ, θεσμοθετεῖ, νομιμοποιεῖ καί ἐπισημοποιεῖ μέ «πανορθόδοξο συνοδική ἀπόφαση» τήν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἐπίσημη καί νόμιμη γραμμή καί διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικότητα, ἀποστολική διαδοχή, ἱερωσύνη, Χάρη καί μυστήρια στούς αἱρετικούς παπικούς, Προτεστάντες καί Μονοφυσίτες καί υἱοθετώντας τίς κακόδοξες, πλανεμένες, αἱρετικές καί οἰκουμενιστικές θεωρίες περί «βαπτισματικῆς θεολογίας», «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας» καί «Διηρημένης Ἐκκλησίας», ἐνῶ παράλληλα ἐπικυρώνει τήν παραμονή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στούς ἀτέρμονους, ἀντιπατερικούς καί ἀτελέσφορους σύγχρονους θεολογικούς διαλόγους καί στό παμπροτεσταντικό Παγκόσμιο Συμβούλιο «Ἐκκλησιῶν» ἤ καλύτερα αἱρέσεων καί πλανῶν. Τὸ ἐξόχως προβληματικὸ κείμενο τῆς συνόδου ποὺ κατοχυρώνει τὰ ἀνωτέρω, εἶναι τὸ 5ο ἔχοντας τὴν ὀνομασία «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον» πρὰγμα ποὺ ἀπὸ μόνο του ἀποτελεῖ διαστροφὴ τῆς ἀληθείας.
Ἀπό τούς παλαιοτέρους μεγάλους φωστήρες τῆς Ἐκκλησίας παρέλαβαν καί οἱ νεώτεροι ἅγιοι Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί Μᾶρκος Ἐφέσου ὁ Εὐγενικός. Ὁ πλοῦτος τῆς Θεολογίας τους εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τους, πού εἶναι ὁ πλοῦτος τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς, Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ζωή καί θάνατος, ἀλήθεια καί ψεῦδος δέν ἠμποροῦν νά συνυπάρξουν.
Μέτοχοι τῆς ἀκηράτου ζωῆς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὁ ἀσκητής τοῦ Ἄθω καί Ἀρχιερεύς τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ ἅγιος Μάρκος, ὁ μοναχός πρῶτα καί Πρόεδρος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐφέσου ἔπειτα, δέν ἠμποροῦν νά συνυπάρξουν μέ τόν θάνατο τῆς λατινικῆς πλάνης. Ζοῦν ὀρθόδοξα, δηλαδή ἐν χάριτι καί θεανθρώπινα καί κηρύττουν ὀρθόδοξα, δηλαδή ἄκτιστο τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καί τόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, κέντρο μοναδικό τῆς σωτηρίας καί τῆς Ἐκκλησίας. Ὄταν οἱ ἄλλοι δέν ἀνησυχοῦν ἤ συμμαχοῦν μέ τίς λατινικές κακοδοξίες, αὐτοί ἀγρυπνοῦν καί μάχονται νά μή παύση ὁ Λόγος τοῦ Σταυροῦ νά εἶναι σκάνδαλο καί μωρία: «ἐπειδή καί Ἰουδαίοι σημεῖον αἰτοῦσι καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέν μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν…….[2]»
Οἱ ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων μας κατά τοῦ παπισμοῦ καὶ ἐν γένει τῶν αἱρέσεων, δέν εἶναι ἀγῶνες μιᾶς ἰδεολογίας ἐναντίον ἄλλης ἰδεολογίας ἤ μιᾶς ἑρμηνείας τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐναντίον ἄλλης ἑρμηνίας τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι ἀγῶνες τῆς πίστεως «τῆς ἅπαξ παραδοθείσης τοῖς ἁγίοις[3]» πρός τήν συγκεκαλυμμένη ἀθεΐα τοῦ λατινικοῦ ὀρθολογισμοῦ. Στόν ἀγώνα αὐτό οἱ ἅγιοι πατέρες μας, ἔδωσαν τήν ζωήν τους γιατί ἐγνώριζαν ὅτι ὅλη ἡ εὐαγγελική πίστις καί μαζί μ’ αὐτήν ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου διακυβεύεται. Ὁ ἀγώνας τους γινόταν χάριν τοῦ Θεοῦ (τῆς ἀληθείας περί Θεοῦ) καί συγχρόνως χάριν τοῦ ἀνθρώπου (τῆς δυνατότητος τῆς σωτηρίας καί τῆς θεώσεώς του). Ἐπανέλαβαν μέ τήν ἰδική τους γλῶσσα τόν τολμηρό λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρός τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν οἱ πνευματομάχοι ἠρνοῦντο τήν θεότητά του: « εἰ μή Θεός τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, θεωθήτω πρῶτον, καί οὕτω θεούτω με τόν ὁμότημον.[4]»
Τὸ 5ο κείμενο ἐξόχως ἀπηχεῖ εἰς βάθος τὴν οἰκουμενιστικὴ θεολογία τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, ποὺ χάριτι θείᾳ θά προσπαθήσουμε ἐν συντομίᾳ νὰ καταδείξουμε, ἔτσι ὥστε καὶ οἱ ἀπλοὶ χριστιανοὶ νά μποροὺν νὰ καταλάβουν τὸ μέγεθος τῆς βλασφημίας ποὺ ἔφθασαν οἱ ἀρχιερεῖς ὅπου δέχονται αὐτὴν ὡς Ὀρθόδοξη.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκληςιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου.
Ἀπό τίς πρώτες γραμμές τοῦ κειμένου βλέπουμε τήν αἱρετικὴ πλέον γραμμή τοῦ αἱρεσιάρχου πατριάρχου Βαρθολομαίου νά ἐπικρατεί καί νά δεσπόζει. Ἐνῶ ὁμολογήται ὅτι Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, παρόλα αὐτὰ μέ τό νά συνεχίζει λέγοντας πώς κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου, ἐννοεῖ ἀπροκάλυπτα πλέον πώς ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἀπολεσθεῖ, πράγμα ἀπαράδεκτον καὶ κακόδοξον, διότι ἡ ἑνότης δέν χάνετε, ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ ἀποκόβονται ἀπὸ τὸ σώμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἡ Ἐκκλησία τοὺς καλεῖ στήν ἐπανένταξη αὐτῶν στό ἅγιον σώμα αὐτῆς. Ὁπότε ἐδῶ βλέπουμε νά κυριαρχοὺν τὰ κακόδοξα κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε. ὅπου θέλουν ὅλες τίς αἱρέσεις νὰ θεωροῦνται ἐνεργὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μὲ ἔγκυρα καὶ ἁγιαστικὰ μυστήρια, συμπεριλαμβανομένης καί τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας μας, πού τό μόνον ποὺ ἀπομένει εἶναι ἡ ἑνότης ἐν τῇ πράξει, δηλαδὴ κατ’ αὐτούς τὸ κοινὸ ποτήριον.
Πράγμα αἱρετικό, ἀντιπατερικὸ καὶ ἀβάσιμο, διότι κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, καὶ μόνον ἡ συμπροσευχὴ ἀρκεὶ γιὰ νὰ δηλώση τὴν ταύτιση τῆς πίστεώς μας μὲ αὐτοὺς ποὺ συμπροσευχόμαστε. Γιὰ αὐτὸ ἐξ’ ἄλλου ΟΛΟΙ οἱ κανόνες ὁμιλοῦν γιά διακοπή κοινωνίας ὅταν ὑπάρχει συμπροσευχή μέ αἱρετικούς, διότι αὐτό σημαίνει apriori κοινή πίστη μεταξύ τῶν συμπροσευχομένων. Συμπέρασμα λοιπὸν εἶναι πὼς τὸ κείμενο εἶναι αἱρετικὸν, διότι δέχετε τὴν αἱρετικὴ βαπτισματικὴ θεωρία καὶ θεωρία τῶν κλάδων. Γιὰ νὰ ἦταν τὸ κείμενο Ὀρθόδοξο θὰ ἔπρεπε νὰ ζητὰ τὴν ἐπανένταξη τὼν αἱρετικῶν στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι τὴν προώθηση μιὰς Χριστιανικῆς ἑνότητος ποὺ ἤδη ὑπάρχει ἐντὸς τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ΜΟΝΟΝ ἡ Ὀρθόδοξη.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τοῖς μυστηρίοις. Ἡ ἑνότης αὕτη ἐκφράζεται διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ.
Ὅπως εἴπαμε καὶ παραπάνω, τὰ κείμενα τῆς συνόδου ἀπηχούν τὴν αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ λεγομένου «παγκοσμίου συμβουλίου τῶν ἐκκλησιῶν» ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἑνότης ὄχι ἐν τῇ πίστῃ ποὺ διδάσκουν οἱ ἁγιοι πατέρες, ἀλλὰ ἐν τῇ θείᾳ εὐχαριστία. Τί λένε ὄμως οἱ ἅγιοι πατέρες γιὰ τὸ θέμα τῆς πίστεως;
«Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι Σύνοδοι, πᾶσαι θεῖαι Γραφαί, φεύγειν τοὺς ἐτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διίστασθαι ».[5]
Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας: «ἀπομακρύνσου ἀπὸ αὐτόν (τὸν αἱρετικό καὶ ἐν γένει τοὺς αἱρετικοὺς) καὶ βάλτον μαζὶ μὲ τὸν διάβολο ἢ καλύτερα καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο πιὸ κάτω»;[6]
«ὁ τοὺς ψευδαποστόλους, καὶ ψευδοπροφήτας καὶ ψευδοδιδασκάλους δεχόμενος, τὸν διάβολον δέχεται»[7].
Μέ βάση τὰ ἀνωτέρω ποία λογική ἔχει ἡ συμμετοχὴ τῆς Ὀρθόδοξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, σ’ ἕνα Σῶμα πού ἀπαρτίζεται ἀπό τούς Μονοφυσίτες Ἀντιχαλκηδονίους καί τήν πανσπερμίαν τῶν προτεσταντικῶν Παραφυάδων; Δέν εἶναι ἡ πίστις ὅλων αὐτῶν κατεγνωσμένη ὡς αἵρεσις ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους; Ἑπομένως οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι εἶναι κατεγνωσμένοι ἀπό τίς Δ΄ Ε΄ καί ΣΤ΄ Ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, ὡς Μονοφυσίται, Μονοθελήται καί Μονοενεργήται . Ὅσον ἀφορᾶ στίς Προτεσταντικές παραφυάδες τοῦ Π.Σ.Ε. δέν εἶναι Εἰκονομάχοι; Δέν ἀρνοῦνται τό ἀειπάρθενον τῆς Θεοτόκου; Δέν ἀρνοῦνται τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί τήν οὐσιαστική μεταβολή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἶνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ; καὶ μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀρνοῦνται καὶ αὐτὴν τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου; Καί ἑπομένως αὐτές οἱ κακοδοξίες τους δέν εἶναι κατεγνωσμένες ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους καί εἰδικώτερα ἀπό τήν Γ΄ καί τήν Ζ΄; Συνεπῶς πῶς σέ ἕνα Πανορθόδοξο κείμενο παρεισφρύουν σχέσεις μέ κατεγνωσμένους ἀπό τήν Ἐκκλησία αἱρετικούς;
Bασικὴ ἰδέα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανισμὸς γενικὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἰδικά, εἶναι «λειψὴ ἀλήθεια» γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ βλάσφημο ὅτι «ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι ὁδοὶ σωτηρίας[8]».
Ἵσως ἐδὼ πρέπει νὰ ἐπαναφέρουμε ὅτι οἱ πατέρες ἐθέσπισαν «ὅλοις τοῖς αἱρετικοῖς ἀνάθεμα»[9] καὶ ὅτι «αὐτὸς ποὺ δὲν πείθεται εἰς τὸν Χριστὸν δὲν θὰ δεῖ Ζωὴ ἀλλὰ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ». (Ἰω. γ΄36)
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε πώς «Ὡς ξένους Θεοῦ καὶ ἐχθροὺς νοήσομεν ὅσους ἢ ἀβάπτιστους ἢ κακόπιστους ὀρῶμεν ὑπάρχοντας» διευκρίνιζε αἰῶνες πρὶν ὁ Ἀγ.Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης.[10]
Ἔξάλλου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς ἔλεγε πώς «Ὁ τοῖς ἐχθροῖς τοῦ βασιλέως Χριστοῦ συμφιλιάζων [αὐτὸς ποὺ γίνεται φίλος μὲ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ βασιλιᾶ Χριστοῦ], οὐ δύναται τοῦ βασιλέως Χριστοῦ φί λος εἶναι, ἀλλὰ οὐδὲ ζωῆς ἀξιοῦται, ἀλλὰ σὺν τοῖς ἐχθροῖς ἀπολεῖται».[11]
Καὶ ὁ Ἅγ. Νικόδημος συμπληρώνει: «Μιμηταὶ τοῦ Ἰούδα εἶναι ὅσοι διὰ φόβου τῶν ἀνθρώπων ἀρνοῦνται τὰ δόγματα τῆς Πίστεως, τοὺς Ἀποστολικούς, Συνοδικοὺς Κανόνας καὶ τὶς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας».[12]
Κατα τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο. «Λαὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλοι ὅσοι δέχονται τὴν διδασκαλία Του»[13] καὶ “ Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρῶτα ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ κρατήσει τὴν καθολικὴ (Ἀποστολική) πίστη.
Ἂν κάποιος δὲν τὴν κρατήσει καθαρὴ καὶ ὁλόκληρη, χωρὶς ἀμφιβολία θὰ κολασθεῖ“” λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος.[14]
Τὰ ἀνωτέρω ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τό ψηφισθέν κείμενο ὅπου ἀναλύουμε καὶ ἔχει γίνει πλέον δόγμα στὴν Ἐκκλησία. Καὶ συνεχίζει:
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν ἱερὴ ἀποστολὴ καὶ ὑποχρέωση νὰ μεταδίδῃ καί κηρύττῃ πᾶσαν τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καί τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθεια, ἥτις καί προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τόν καθολικόν αὐτῆς χαρακτῆρα. Τὸ παρὸν ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸ 4ον ἄρθρο του κειμένου ὅπου μὰς λέγει πώς: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς.
Ἐδῶ βλέπουμε τὴν ἱσοπέδωση καὶ τὴν πλήρη διαστροφὴ τοῦ χωρίου πρὸς Τίτον ἐπιστολὴν κεφ. 3, 10-11, «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.» Ὁ διάλογος δὲν ὑφίσταται στὴν ἁγιοπατερικὴ μας σύνολη παράδοση, ἀλλὰ ἡ νουθεσία καὶ ἡ ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων αἱρετικῶν στὴν μίαν ἁγίαν καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν ἐκκλησία. Τὸ αὐτὸ μὰς τὸ ἐπιβεβαιώνει καὶ ὁ μέγας ἐν ὁμολογηταὶς ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, εἰς τὴν ΟΔ ἐπιστολὴν του πρὸς τὸν βασιλέα Μιχαὴλ ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἡγουμένων, ὅπου συγκεκριμένα λέγει: «Καὶ τὸ νὰ κάνουμε συζήτηση ἀντιρρητικὴ μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ, δὲν ἐπιτρέπεται, ἐκτὸς καὶ ἄν πρόκειται γιὰ νουθεσία μόνο[15].
Ὅμως καὶ κανένας ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες μας δὲν χρησιμοποίησε τὸν διάλογο ἀλλὰ τὴν νουθεσία ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν πλανεμένων χριστιανῶν ἀπὸ τὴν αἵρεση. Ἔχουν αὐτοὶ οἱ νεοπατέρες περισσότερη ἀγάπη ἀπὸ τοὺς ἁγίους μας; ἄν αὐτὸ ὑποστηρίζουν τὸτε ὄχι μόνον βρίσκονται στὴν ἔσχατη πλάνη, ἀλλὰ καὶ ἔχουν καταληφθεῖ ἀπὸ ἑωσφορικὸ ἐγωϊσμό, θεωρώντας τοὺς ἁγίους κατώτερους ἀπὸ αὐτοὺς τόσο θεολογικά, ὅσο καὶ πνευματικά.
Καὶ συνεχίζει τὸ κείμενο:
Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.
Ἐδῶ καὶ πάλιν ἀναφέρετε περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικὴς ἑνότητος ὄπου εἴδαμε παραπάνω. Ἐπ’ αὐτοῦ, ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σημειώνει ὅτι:«Ἐφόσον ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι δεδομένη, τότε τί εἴδους ἑνότητα Ἐκκλησιῶν ἀναζητεῖται στό πλαίσιο τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως; ... δίνεται ἡ ἐντύπωση, ὅτι ὑπάρχει δεδομένη διαίρεση στήν Ἐκκλησία καί οἱ προοπτικές τῶν διαλεγομένων ἀποβλέπουν στήν διασπασθεῖσα ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, εἶναι δεδομένη ἀπό τήν ἴδια τήν φύση τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά στόν Ὅρο – Ἀπόφαση τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν, ὅμως, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «Μία» –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας- τότε, δέν μποροῦν, κατά κυριολεξία, νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες-αἱρετικές Ἐκκλησίες.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἰδιότητα τοῦ ἑνός σώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένη ἀπό τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ αὐτήν ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Κατ’ ἀρχήν, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους –πού συνιστᾶ καί τόν ὑπέρτατο βαθμό ἑνότητας τῶν ἀνθρώπων- εἶναι ὁ κύριος καί οὐσιαστικός σκοπός τῆς ὅλης Θείας Οἰκονομίας, ἡ ὁποία ἐκφράστηκε διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί εἰδικότερα διά τῆς ἐγκαθιδρύσεως τῆς Ἐκκλησίας Του.
Ἡ Ἐκκλησία, ὡς μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές καί ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεανθρωπίνου σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί, ὡς ὀργανικά μέλη Του. Τήν ἀδιάπτωτη ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὡς θεανθρώπινη Κεφαλή της.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καθεαυτήν, εἶναι ἀδιάσπαστη ὀντολογικῶς καί φανερώνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τήν λατρεία καί τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τριπλῆ αὐτή ἑνότητα θεμελιώνεται στό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καί ἀντλεῖται ἀπό αὐτό: δηλαδή, τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς αὐτές φανερώσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ὀργανικά ἀλληλοεξαρτώμενες, ἀλληλοπεριχωρούμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μιᾶς καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως καί καλλιεργεῖται μέ τήν ἄσκηση τῶν θείων ἐντολῶν καί φανερώνεται, κατεξοχήν, εὐχαριστιακῶς. Ἑπομένως, ἡ ἑνότητα αὐτή δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, οὔτε πολύ περισσότερο εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς αὐτονομημένης δραστηριότητας τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀποτελεῖ καρπό καί δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού προκύπτει ἀπό τήν ἐκ μέρους τους οἰκείωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μόνο μέσα στό πλαίσιο τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς μίας καί μόνης Ἐκκλησίας Του. Καί τοῦτο, γιατί ἡ ἑνότητα αὐτή προϋποθέτει τήν ἄνωθεν, ἄκτιστη καί χαρισματική γέννηση καί θεραπεία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως ἀπό τίς ὑπαρξιακές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἀλλά καί τήν δωρεά τῆς ἀκτίστου θείας Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Χρίσματος.
Ἔτσι, ἐγκαθίσταται ἀμετακλήτως ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἄκτιστη Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὅμως παραμένει ἐνεργός μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ἀγαπητικῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν, ἀλλά καί τῆς ἀκατακρίτου μετοχῆς στά θεουργά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή, ἀκριβῶς, ἡ ἐντός τῶν πιστῶν ἐνεργός Βασιλεία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ καί τήν κατεξοχήν ὀντολογική ἑνότητα τῶν πιστῶν κατ’ ἀρχήν μέ τόν Τριαδικό Θεό καί στή συνέχεια μεταξύ τους, ἐπειδή τότε φανερώνεται ἡ χαρισματική –μυστηριακή οἰκείωση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος- καί τότε γίνονται πρακτικῶς ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους. Τότε, τό ἑνοῦν αὐτούς -ἡ ἑνοποιός, δηλαδή, δύναμη- εἶναι ἡ δωρηθεῖσα καί ἐνεργοῦσα χαρισματικῶς σ’ αὐτούς ἄκτιστη θεία ἀγάπη, ἡ θεία Δόξα καί Βασιλεία, ὅπως τήν ἔζησαν ἱστορικά οἱ πρόκριτοι τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν θεία Μεταμόρφωσή Του, καί ὅλοι μαζί μετά καί μόνιμα, κατά τήν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ὁ τρόπος, λοιπόν, πραγματώσεως αὐτῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας δέν εἶναι κτιστός, ἀλλά ἄκτιστος. Καί αὐτό μᾶς τό διαβεβαιώνει ἡ σαρκωμένη Ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν Ἀρχιερατική Προσευχή. Ὁ πυρήνας τῆς Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ τήν ἑνότητα, τόσο ὡς πρός τόν ὀντολογικό χαρακτῆρα της, ὅσο καί ὡς πρός τόν τρόπο οἰκειώσεώς της: «κἀγώ τήν δόξαν, ἥν δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς», λέγει ὁ Χριστός στόν Θεό Πατέρα, «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν‧ ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ μέ ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17,22-23).
Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἄκτιστη Δόξα καί Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ εἶναι ὄχι μόνον ὁ τρόπος πραγματώσεως αὐτῆς τῆς Θεανθρώπινης ἑνότητας, ἀλλά καί τό μοναδικό πνευματικό «κλειδί» τῆς «ἄρρητης» βιώσεως καί τῆς «ἀπερινόητης» κατανοήσεώς της, ὡς φανερώσεως τῆς ἀκτίστου ἀγάπης τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού παρέχεται διά τοῦ Χριστοῦ καί οἰκειώνεται βιωματικῶς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ βαθμός τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν, ὡς κτιστῶν ὄντων, παραλληλίζεται -πάντοτε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν- μέ τόν βαθμό τῆς κατά φύση ἀκτίστου ἑνότητας πού ἔχει ὁ Θεός Πατέρας μέ τόν Υἱό Του ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἀπό τό παραπάνω Βιβλικό χωρίο προκύπτει, ὅτι ὁ σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιά τούς πιστούς –κληρικούς, μοναχούς καί λαϊκούς, ἀγάμους καί ἐγγάμους- εἶναι ὁ ἴδιος ἀκριβῶς γιά ὅλους ἀνεξαιρέτως καί στόν ἴδιο βαθμό. Εἶναι νά γίνουν ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ τους, προκειμένου νά φθάσουν «ἀφθάστως» τήν ἄκτιστη τελειότητα καί νά τήν γεύονται καί στήν παροῦσα ζωή, γιατί μόνον ἔτσι μποροῦν νά δίνουν ἐμπειρικά-βιωματικά τήν μαρτυρία τους γιά τήν τέλεια καί ἄκτιστη ἀγάπη Του καί νά παρέχουν θεοπειθῶς τήν ἱεραποστολή τους πρός τόν ἀλλοτριωμένο ἀπό τόν Θεό κόσμο.
Κατά συνέπεια, μόνο ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, δηλαδή μόνον ἀκτίστως, μποροῦμε νά γίνουμε ἕνα στήν Ἐκκλησία, γιατί τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού παίρνουμε χαρισματικῶς δι’ αὐτῆς, εἶναι ἄκτιστη πραγματικότητα. Διά τῆς ἀκτίστου αὐτῆς ἑνότητας καταξιώνεται στόν ὑπέρτατο βαθμό τόσο ἡ παροῦσα ὅσο καί ἡ μέλλουσα αἰώνια ζωή τῶν πιστῶν, ὡς σκοπός τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μέσα στήν μία καί μόνη Ἐκκλησία Του. Στό πλαίσιο αὐτό τῆς χαρισματικῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν καμμία ὑπαρξιακή θέση οἱ ραφιναρισμένες εἰδωλοποιήσεις οὔτε τῶν ἐγγάμων (συζύγων καί παιδιῶν) οὔτε τῶν ἀγάμων –κληρικῶν ἤ μοναχῶν- σέ ὁποιαδήποτε πρόσωπα ἤ θεσμούς. Γι’ αὐτό, ἄν κάποια μορφή ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας συμβαίνει νά εἰδωλοποιεῖται καί νά ἐμφανίζονται ὡς λάτρεις της κληρικοί ὅλων τῶν βαθμῶν καί λαϊκοί, τοῦτο σημαίνει, ὅτι αὐτή ἡ μορφή ἑνότητας εἶναι κτιστή καί αὐτονομημένη ἀπό τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν, γι’ αὐτό καί εἶναι, σαφῶς, ἀπόβλητη, ὡς ξένη πρός τόν χαρακτῆρα της.
Ἡ τέλεια καί χαρισματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας νοεῖται καί φανερώνεται στήν πράξη, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ὡς συμφωνία στό φρόνημα –τήν πίστη-, ἀλλά καί ὡς συμφωνία στήν ἐσωτερική διάθεση – τήν ἀγάπη. Πρωτίστως, ὅμως, ἡ ἑνότητα προϋποθέτει τό ἴδιο -ἑνιαῖο φρόνημα. Μάλιστα, ἡ ὁμοφροσύνη εἶναι αὐτή πού, πρακτικῶς, ἐγγυᾶται τήν ἑνότητα, ἐνῶ ἡ ἀγάπη –κατά τόν ἴδιο Πατέρα –προκύπτει ἀπό τήν ὀρθή πίστη (PG 62, 509). Γι’ αὐτό ἀκριβῶς, ἡ «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στή θεία Λατρεία προϋποθέτει ὄχι μόνο τήν πίστη, ἀλλά ἀπαραιτήτως καί μία ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωή, ἡ ὁποία εἶναι, κατεξοχήν, ζωή γνήσιας καί ἄκτιστης ἀγάπης. Μέ αὐτές τίς βιωματικές προϋποθέσεις, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς συνόλου, καί ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουν καί τήν ὁρατή φανέρωσή τους στήν Εὐχαριστιακή Σύναξη, στό πλαίσιο τῆς Θείας Λατρείας.
Ἀπ’ ὅσα λέχθηκαν παραπάνω, φρονοῦμε, ὅτι γίνεται σαφές καί ἀπόλυτα κατανοητό, ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατη -ὀντολογικῶς καί πρακτικῶς- ἡ ἑνότητα μέ τούς καταδικασθέντες, ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους, αἱρετικούς, χωρίς τήν ἐν μετανοίᾳ καί τήν κατά τούς Ἱερούς Κανόνες ἔνταξή τους στήν Μία καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τήν Ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί εἶναι προφανές, ὅτι ἡ ἀπροϋπόθετη καί αὐθαίρετη «ἐκκλησιαστικοποίηση» τῶν αἱρετικῶν, ἀπό τή λεγόμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Κρήτης, εἶναι ἐκκλησιαστικῶς ἀπαράδεκτη, ἄκυρη καί ἀνίσχυρη, καί συνιστᾶ πνευματική μοιχεία, τήν ὁποία, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, βδελύσσεται ὁ Θεός, ὡς Θεός «ζηλωτής». Ἡ ἐν λόγῳ ἀντι-Κανονική «ἐκκλησιαστικοποίηση» δέν δεσμεύει ἐπ’ οὐδενί, ἐκκλησιαστικῶς, κανέναν Ὀρθόδοξο πιστό, ὁ ὁποῖος θέλει νά παραμένει -ὡς κυριολεκτικά πιστός- στίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, «ἑπόμενος» –μέ τό συγκεκριμένο αὐτό τρόπο – «τοῖς ἁγίοις Πατράσι[16]».
Τὸ ἴδιο ἀντιορθόδοξο καὶ αἱρετικὸ συμπέρασμα περί ἀποκαταστάσεως τὴς ἑνότητος συνεχίζει καὶ παρακάτω λέγοντας:
Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν.
Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ.
Πάλι γίνετε ἀναφορὰ εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους καὶ στήν συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ποὺ ὄπως εἴδαμε παραπάνω ἀποτελοὺν ἐνυπόγραφή προδοσία τῆς πίστεως. Γιὰ νὰ εἴχαμε ὁμολογία πίστεως καί χαρακτήρα ἱεραποστολικὸ θὰ ἔπρεπε νά δηλούται ἀπὸ τοὺς ἐκπροσώπους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν πὼς Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, ἡ Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ στὴν οὐσία ἀρνούνται τὴν μοναδικότητά της, καὶ μόνον μὲ τὴν ἀποδοχὴν τῆς συμμετοχὴς της εἰς αὐτὴν, καὶ ἀναπόφευκτα τὴν ἀποδοχὴν τοῦ ὄρου «Ἐκκλησίας» στὴν πανσπερμία τῶν μελῶν- αἱρέσεων αὐτής.
Ἐδὼ θὰ πρέπει νὰ διευκρινισθεί ὅτι στὴν ἁγία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι μία καὶ ἐνιαία δὲν ἔχει ἀπολεσθεῖ ποτὲ ἡ ἑνότητα ἐν τῇ πίστει καὶ ἡ κοινωνία ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι μεταξύ τῶν χριστιανῶν καὶ δεδομένου ὅτι ἡ ἴδια θὰ διαρκέσει μέχρι τὸ τέλος τοῦ κόσμου ὅπως εἶπε ὁ Κύριος «καὶ πύλαι ἄδου οὑ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16:8), ἄρα ἡ κοινωνία αὐτῆς θὰ εἶναι ἐπίσης αἰώνια.
Καὶ ἐρχόμαστε εἰς τὸ ἐπίμαχον σημεῖον, τὸ ἔκτο ἄρθρο τοῦ κειμένο ὅπου ἀποκαλύπτετε πλέον ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου διεξήχθει μόνον καί μόνον γιά νὰ κατοχυρώσουν τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ τὰ κείμενα τοῦ Π.Σ.Ε.
- Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς.
Στὴν σοφιστικὴ καὶ δαιμονικὴ φράση: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτής ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικών Ἐκκλησιών καί Ὁμολογιών» ἔχουμε τὴν πλήρη καὶ ἐπισημη ἀναγνώριση τῶν αἱρέσεων ὡς Ἐκκλησιῶν, καθῶς ἡ συγκεκριμένη δογματική ἀπόφαση ἀναγνωρίζει ὡς «ὀρθοτομούσες Ἐκκλησίες» καί ὄχι ὡς αἱρέσεις, ὅπως πράγματι εἶναι, τούς Μονοφυσίτες (ἤ Προχαλκηδόνιους), τούς Παπικούς, τούς Παλαιοκαθολικούς, τούς Ἀγγλικανούς καί λοιπούς Προτεστάντες
Στη συγκεκριμένη δογματική απόφαση δεν αναφέρεται καθόλου η λέξη «αίρεση», σε αντίθεση με τα δογματικά μνημεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τους ιερούς της κανόνες, που κάνουν εκτεταμένη χρήση του όρου «αίρεση».
Αυτό σημαίνει ότι η ίδια δογματική απόφαση θεωρεί την Ορθόδοξη Εκκλησία ως μια άλλη χριστιανική Εκκλησία ή Ομολογία. Τόσο δηλαδή η Ορθόδοξη Εκκλησία όσο και οι άλλες ετερόδοξες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες έχουν την ίδια πίστη, αλλά διαφέρουν μόνο στη θεολογική διατύπωσή της. Και γι’ αυτό το λόγο, προκειμένου να υπάρξει συγκρητιστική – δηλ. όχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης – ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες, τό μόνο πού ἀπομένει εἶναι να υπάρξει πρόοδος στη σύγκλιση των θεολογικών τους διατυπώσεων ως προς το θέμα της δήθεν κοινής τους πίστης. Ἡ ἐν λόγω δογματική απόφαση διατυπώνετε ὡς ἐξῆς: «ταχυτέρα και αντικειμενικωτέρα αποσαφήνιση του όλου εκκλησιολογικού θέματος και ιδιαιτέρως της γενικωτέρας παρ’ αυτοίς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ιερωσύνης, και αποστολικής διαδοχής»).
Ἀποδεχομένη ἔτσι ἡ Σύνοδος ὅτι ὁ Παπισμός εἶναι Ἐκκλησία, συναποδέχεται καί τίς ἀποφάσεις τῶν θεολογικῶν διαλόγων μετά τῶν παπικῶν, οἱ ὁποῖοι τώρα λαμβάνουν καί συνοδικήν ἰσχύν. Σέ αὐτούς, ὅμως, ὅπως γνωρίζετε, γίνεται ἀναγνώρισις ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα, ἀποστολικῆς πίστεως, αὐθεντικῶν μυστηρίων καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς στήν Παπική Αἵρεση (βλ. κείμενα Μονάχου 1982, Μπάρι 1987, Νέο Βάλαμο 1988, Μπαλαμάντ 1993, διά τοῦ λόγου τό ἀληθές.)
Ἐξ αὐτῆς λοιπόν καί μόνον τῆς ἀποφάσεως, ἀποδεικνύεται ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτή ἔχει ἐκπέσει τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ὁμολογίας.
Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα.
Πάλι γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀπωλεσθεῖσαν ἑνότητα, καὶ φυσικὰ γιὰ τὸν διάλογο ποὺ ὅπως εἴπαμε ἀνωτέρω ἀπαγορεύεται ρητῶς ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες. Ἐδὼ βλέπουμε καὶ τὴν διαστρέβλωση τὴς ἀλήθειας, παρουσιάζοντας τὸν διάλογο ὡς «δυναμικὴ μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς», πράγμα ποὺ γίνετε μόνον μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση τὴς Ἐκκλησίας, χωρὶς φυσικὰ ἐκπτώσεις εἰς τὴν πίστη καὶ στὰ δόγματα.
- Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διαλόγους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις καί ἡ συνεργασία τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12).
Στὸ 7ο ἄρθρο τοῦ κειμένου, προσπαθοὺν νὰ δικαιολογήσουν τὰ ἀδικαιολόγητα. Θεωροῦν ὡς ἄκραν ἀπαραίτητη τὴν ἐνεργὴ συμμετοχὴ τὼν Ὀρθοδόξων στοὺς διαλόγους καὶ στὸ Π.Σ.Ε. διὰ ἱεραποστολικοὺς λόγους καὶ προβολὴ τὴς ἀληθείας τὴς πίστεως, καὶ αὐτὸ διατυπώνετε ὡς ἀνωτέρω μὲ τὰ ἐξῆς λόγια:« Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις καί ἡ συνεργασία τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ.»
- Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χειροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνους δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διαλόγους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21).
Ἀν πράγματι τὸ ἐγχείρημα τοὺ διαλόγου γινόταν πρὸς κατήχηση καὶ ἐπιστροφὴ τὼν πλανεμένων αἱρετικὼν θὰ εἴχε ἠμερομηνία λήξεως τὴν δεύτερη καὶ ἀποτυχημένη ἀπόπειρα νουθεσίας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους. Σὲ αὐτὸ τὸ ἄρθρο βλέπουμε καὶ τὴν παρουσία τοὺ βιβλικοὺ ἵνα πάντες ἕν ὦσιν. Αὐτὸ γίνετε ἀπροϋπόθετα ὅπως τὸ θέτει ἡ ψευδοσύνοδος, στηριζόμενη μόνον στὴν στείρα ἀγαπολογία ποὺ συνέχει τὰ οικουμενιστικὰ κείμενα τῶν αἱρετικῶν, καὶ ὄχι στὴν ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεων ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς, καὶ ἐν τέλει στὴν ἐν μετανοίᾳ ἐπιστροφὴ τους εἰς τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι καὶ τὸ ζητούμενο.
- Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι καλοῦνται νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται.
Οἱ πανορθόδοξες διασκέψεις ποὺ ἔχουν ἐγκρίνει τοῦ διμερεῖς θεολογικοὺς διαλόγους δὲν εἶναι ἐγκεκριμένες ἀπὸ τὸ σύνολο τὼν ὀρθοδόξων, ἀλλὰ ἀποτελοὺν ἄλλη μία παραφωνία στό σώμα τὴς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ αὐτὴ τῆς ψευδοσυνόδου, ὅπου δὲν ψήφισαν ὄλοι οἱ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν κατά τόπους ἐκκλησιὼν. Βάναυση δηλαδὴ καὶ κατάφωρη παραβίαση τῆς γνώμης καὶ τελικὴς ἐγκρίσεως τοῦ Χριστεπωνύμου πληρώματος, ποὺ ἀνέκαθεν αὐτὸ ὅριζε τὶς ἀποφάσεις συνόδων ἀν θὰ γινόταν ἀποδεκτὲς.
Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ διμερεῖς καί πολυμερεῖς θεολογικοί διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικάς ἀξιολογήσεις.
Ὅπως εἴπαμε καὶ ἀνωτέρω, οἱ θεολογικοὶ διάλογοι διεξάγονται χωρίς τὴν ἔγκριση κλήρου καὶ λαοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ αὐθαίρετες ἀποφάσεις ἐπισκόπων ὅπου ἐξυπηρετοῦν τὸν οἰκουμενισμό, καὶ ὁδηγοὺν τὴν Ἐκκλησία πρὸς τὴν παναίρεση, καὶ αὐτὸ γίνετε φανερό καὶ ἀπηχήτε σύνολα στὸ παρὸν κείμενο ποὺ ἀναλύουμε.
- Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον.
11.Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι.
Ὅπως ἀναφέραμε παραπάνω συνεχίζετε νὰ γίνετε ἀπροϋπόθετος λόγος γιὰ διάλογο καὶ ὄχι γιὰ ἐπανευαγγελισμὸ καὶ ἔκθεση τῆς ἀληθείας ἐν ἀγάπη στοὺς πλανεμένους καὶ ἀποκοπέντας ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία αἱρετικούς.
12.Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως διαπιστουμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους.
Το αναφερόμενο στο σημείο «κατά την διεξαγωγή των θεολογικών διαλόγων κοινός στόχος όλων είναι η οριστική αποκατάσταση της ενότητος εν τη αληθινή πίστει και αγάπη», είναι εντελώς εσφαλμένο και απαράδεκτο, διότι πρέπει να διευκρινισθεί και να υπογραμμιστεί ότι η επιστροφή στην αληθινή πίστη αφορά αιρετικούς και σχισματικούς και δεν σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Σχετικά πάντα μὲ τὸ σημείο 12, οἱ ἱ. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι:
- Κανών Ι’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω”
- Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός”.
- Κανών ΜΕ’ των Αγ. Αποστόλων: «Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον,αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω”
- Κανών ΞΔ’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω”
- Κανών ΟΑ’ των Αγ. Αποστόλων: «Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω”
- Κανών ΣΤ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει”
- Κανών Θ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι”
- Κανών ΛΒ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι”
- Κανών ΛΓ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι«
- Κανών ΛΔ’ της εν Λαοδικεία Συνόδου. Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς.
- Κανών ΛΖ’ της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: «Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς”
- Κανών Θ’ του Τιμοθέου Αλεξανδρείας: «Ερώτησις. Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών; ή ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις. Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού. «Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε.” Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν”
Στους πιο πάνω κανόνες θα πρέπει να προστεθούν και οι:
- Κανών β’ της εν Αντιοχεία Συνόδου: «Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης, μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ’ οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις, μηδέ μη συναγομένοις. Ει δε φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας«.
- Κανών Α’ της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας)
- Κανών Β’ της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
- Κανών Α’ της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
Από την απλή παράθεση των Κανόνων γίνονται σαφή τα εξής:
- Για τους Πατέρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο από πνευματικής απόψεως το θέμα της επικοινωνίας με αιρετικούς στα πλαίσια της προσευχής και της Θ. Λατρείας. Αυτό είναι εμφανές από το μεγάλο αριθμό των κανόνων που διαπραγματεύονται το θέμα αυτό.
- Το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς απασχολεί διαχρονικά την Εκκλησία. Γι’ αυτό και οι σχετικοί απαγορευτικοί κανόνες καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο που συντασσόταν το Κανονικό Δίκαιό της.
- Προφανώς οι παραβάσεις των κανονικών αυτών διατάξεων ήταν συχνές. Η Εκκλησία όμως εμμένει, επανέρχεται και επαναδιατυπώνει τις ίδιες απαγορεύσεις.
- Οι κανονικές διατάξεις είναι σαφείς, απόλυτες και κατηγορηματικές στην απαγόρευση συμμετοχής σε κοινή προσευχή και λατρεία με αιρετικούς ή σχισματικούς.
Ἐνῶ κατά την οντολογική φύση της Εκκλησίας, η ενότητα ήδη υπάρχει και γι’ αυτό είναι αδύνατο να διαταραχθεί, εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία αποσκοπεί αντικειμενικά στην προλείανση, δηλ. την εξομάλυνση, της οδού που οδηγεί σε μια άλλη ενότητα, διαφορετική της οντολογικής, δηλ. στην συγκρητιστική ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις αιρετικές ομάδες καί ὄχι επί της πραγματικής ταυτότητας πίστης. Η εξομάλυνση αυτή επιδιώκεται να επιτευχθεί με τους διμερείς και πολυμερείς θεολογικούς διαλόγους με τους αιρετικούς ( πού στό ἐξῆς θά καλοῦνται λοιποί Χριστιανοί ὄπως και οι Ορθόδοξοι) στα πλαίσια τῆς παναιρέσεως τοῦ Οικουμενισμού. Συγκεκριμένα στήν παράγραφο 16 τοῦ κειμένου σημειώνονται τά ἑξῆς:
16.Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.), τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.) καί τό Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν. Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι αὐτῶν ἰδίαν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας.
Ἐδώ θά κάνουμε μία μικρὴ ἀλλὰ σημαντικὴ παρένθεση γιά νά καταδείξουμε πώς οἱ δηλώσεις τοῦ Οικουμενικοῦ Πατριάρχου ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν σύνοδο καί τίς ἀποφάσεις πού ἐλήφησαν. Θά παραθέσουμε μόνον μία, ἀντιπροσωπευτικὴ ὄμως τοῦ συνόλου τῶν δηλώσεων αὐτοῦ. Κατά τήν πρόσφατη συνάντησή του στά Ἱεροσόλυμα τόν Μάϊο τοῦ 2014 μέ τόν αἱρεσιάρχη πάπα Φραγκῖσκο εἶπε: «Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία… λόγῳ τῆς ὑπερισχύσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας καί τοῦ πεπερασμένου θελήματος τοῦ ἀνθρωπίνου νοός διεσπάσθη ἐν χρόνῳ. Οὕτω διεμορφώθησαν καταστάσεις καί ὁμάδες ποικίλαι… αἱ κατά τόπους ἐκκλησίαι ὡδηγήθησαν εἰς διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς πίστεως, εἰς ἀπομόνωσιν… Ἐρχόμεθα ὁ πάπας καί ἡμεῖς διά νά τάμωμεν ὁδούς… διά νά συνεχισθῇ ἡ πορεία τῆς ἐκπληρώσεως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἤτοι τῆς καταντήσεως εἰς τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας».Τότε εἴχαμε γράψει στήν Ἱερά Κοινότητα καί στήν Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας ὡς διαμαρτυρία γιά τό συμβάν τά ἐξῆς: «Ἀλήθεια πατέρες, ποιός ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες ἐδίδαξε ὅτι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν διαιρεῖ καί διασπᾶ τήν Ἐκκλησία, ὅτι, ἐπειδή ὑπάρχουν αἱρετικοί, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἑνότητα καί εἶναι διασπασμένη; Ἡ Ἐκκλησία καί μετά τήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν παραμένει πάντοτε Μία, ἀκεραία καί ἀλώβητη, δέν διασπᾶται σέ πολλές ἐκκλησίες, ὅπως θέλει ὁ πατριάρχης, ἐξισώνοντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, τήν Μία Ἐκκλησία μέ τίς ὁμάδες τῶν κακοδόξων. (τώρα καί μέ συνοδική πράξη) Ἐπί τόσους αἰῶνες λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἦταν διηρημένη καί διεσπασμένη, μή ἐπιτελοῦσα τό σωτηριῶδες καί ἁγιαστικό της ἔργο, καί ἐπερίμενε νά ἔλθουν ὁ πάπας Φραγκῖσκος καί ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, γιά νά τήν ἑνώσουν καί νά τήν σώσουν; Καί οἱ Ἅγιοι τόσων αἰώνων τί ἔκαναν; Προσδοκοῦσαν τούς παρουσιαζομένους σήμερον «θεόσταλτους» σωτῆρες τῆς ἑνότητος; Ἤ μᾶλλον κατά τήν πατριαρχική θέση ἔπεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί οἱ μετά τό Σχίσμα Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καί Ἀρχιερεῖς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» καί διήρεσαν τήν Ἐκκλησία;» (Οἱ κληροδοτήσαντες εἰς ἡμᾶς τὴν διάσπασιν (τὸ Σχίσμα) προπάτορες ἡμῶν ὑπῆρξαν ἀτυχῆ θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καὶ εὑρίσκονται ἤδη εἰς χεῖρας τοῦ δικαιοκρίτου Θεοῦ!!!)[17]
- Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν δε καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε.
Συνεχίζεται ἡ ἀπὸ μέρους τῶν ὀρθοδόξων προσβολὴ τῆς ἐκκλησίας μας, ἐξισώνοντας αὐτὴν μὲ τὴν κάθε λογῆς αἱρετικῆς προτεσταντικῆς παραφυάδος, μὲ τὴν διατύπωση πώς μετέχουν πλήρως καὶ ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε……. Πλήρης ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ὡς κανονικὲς ἐκκλησίες, ἔχοντας χάρη ἱερωσύνης καὶ ἀγιαστικὴ πληρότητα μυστηρίων.
- Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως.
Στὸ 18ο ἄρθρο, διαφαίνεται πλέον ξεκάθαρα ὁ ἐμπαιγμὸς ποὺ μεθοδεύετε οἰκουμενιστικῷ τῷ τρόπῳ. Καὶ ἐξηγούμαστε. Εἶναι γνωστός πλέον ὁ τρόπος ποὺ θεολογοὺν οἱ οἰκουμενιστές. Ἐν πρώτοις ἐκθέτουν τὴν ὀρθόδοξη γραμμή τὼν πατέρων, (Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή……….. τινα διομολογιακήν προσαρμογήν), καὶ κατόπιν ἀναιρώντας αὐτήν, εἰσάγει τὴν αἱρετικὴ-οἰκουμενιστικὴ τοιαύτη ὡς συνέχεια αὐτῆς (Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ………….τινα διομολογιακήν προσαρμογήν). Καὶ ναὶ μὲν προτάσσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν μπορεὶ νὰ δεχθεῖ ὅτι οἱ πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν ὀμολογιῶν εἶναι ἰσότιμες μὲ αὐτήν, ὅμως στὴν παράγραφο 16 καὶ 17, γίνετε πλήρης ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῶν αἱρετικῶν ὡς κανονικὲς ἐκκλησίες, ἔχοντας χάρη ἱερωσύνης καὶ ἀγιαστικὴ πληρότητα μυστηρίων.
19.Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι ὅσοι πιστεύουν εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦν κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Οὐδεμία Ἐκκλησία ὑποχρεοῦται νά ἀλλάξῃ τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς κατά τήν εἴσοδόν της εἰς τό Συμβούλιον […] Ἐν τούτοις, τό γεγονός τῆς ἐντάξεως αὐτῆς εἰς τό Συμβούλιον δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς ἄλλας ὡς Ἐκκλησίας ὑπό τήν ἀληθῆ καί πλήρη ἔννοιαν τοῦ ὅρου» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2, 3.3, 4.4).
Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀκολουθεῖται ὁ σύνηθες τρόπος τῶν οἰκουμενιστῶν. Μία ἀλήθεια καὶ κατόπιν ἡ ἀναίρεσις αὐτῆς καὶ ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογία τοῦ Π.Σ.Ε βαπτισμένη ὀρθόδοξη. Ἀφοῦ ἀναφέρετε ὁ ἀπαραίτητος ὄρος συμμετοχῆς στὸ Π.Σ.Ε. τό ἄρθρο-βάση τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, «συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι ὅσοι πιστεύουν εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦν κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα,» γίνετε πλήρης ἀποδοχὴ τῶν ἐκκλησιολογικῶν προϋποθέσεων τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), ὅπου ὁ σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν εἶναι νά φέρῃ «τάς Ἐκκλησίας», ἀποδοχὴ τῶν αἱρέσεως ὡς ἐκκλησίες, εἰς ζῶσαν ἐπαφὴ μὲ τὶς «ἄλλες ἐκκλησίες», οὐδεμία ἀναφορὰ γιὰ καταδικασμένες αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες, «γιὰ νὰ προάγουν τὴν χριστιανικὴ ἑνότητα», δηλαδὴ ὅπως ἔχουμε πεῖ παραπάνω ποιός ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους Πατέρες ἐδίδαξε ὅτι ἡ ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν διαιρεῖ καί διασπᾶ τήν Ἐκκλησία, ὅτι, ἐπειδή ὑπάρχουν αἱρετικοί, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἑνότητα καί εἶναι διασπασμένη; Ἡ Ἐκκλησία καί μετά τήν ἀποκοπή τῶν αἱρετικῶν παραμένει πάντοτε Μία, ἀκεραία καί ἀλώβητη, δέν διασπᾶται σέ πολλές ἐκκλησίες, ὅπως θέλει ὁ πατριάρχης, ἐξισώνοντας τήν Ὀρθοδοξία μέ τήν αἵρεση, τήν Μία Ἐκκλησία μέ τίς ὁμάδες τῶν κακοδόξων. (τώρα καί μέ συνοδική πράξη) Ἐπί τόσους αἰῶνες λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία ἦταν διηρημένη καί διεσπασμένη, μή ἐπιτελοῦσα τό σωτηριῶδες καί ἁγιαστικό της ἔργο, καί ἐπερίμενε τὸ Π.Σ.Ε. γιά νά τήν ἑνώσουν καί νά τήν σώσουν. Παραθέτουμε ἐδῶ μέρους τοῦ κειμένου τοῦ Τορόντο, τὸ ὁποῖο ἔχει τὸν τίτλο Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ Π.Σ.Ε.
«Τό Παγκ. Συμβούλιον τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπαρτίζεται ἐξ Ἐκκλησιῶν αἵτινες ἀναγνωρίζουν τόν Ἰ. Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτήρα. Εὑρίσκουν τήν ἑνότητα αὐτῶν ἐν Αὐτῷ.(ὅπως εἴπαμε καὶ ἀνωτέρω ἡ ἑνότητα ὄχι ἐν τῇ πίστῃ ἀλλὰ ἐν τῇ ἀγάπη καὶ τῆ κατανοήσει ἀλλήλων!!!) ………….. Ὁ σκοπός τοῦ Συμβουλίου εἶναι νά ἐκδηλώσῃ τήν ἑνότητά του κατ’ ἄλλον τρόπον. Ἡ ἑνότης πηγάζει ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἥτις συνδέουσα τάς ἀπαρτιζούσας Ἐκκλησίας πρός Αὐτόν συνδέει αὐτάς πρός ἀλλήλας. Σοβαρά ἐπιθυμία τοῦ Συμβουλίου εἶναι, ὅπως ὅλαι αἱ Ἐκκλησίαι συνδεθοῦν στενώτερον μετά τοῦ Χριστοῦ καί ἐντεῦθεν στενώτερον πρός ἀλλήλας. Ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης Του θά ἐπιθυμοῦν συνεχῶς νά προσεύχονται ὑπέρ ἀλλήλων καί νά ἐνισχύουν ἀλλήλας ἐν τῇ λατρείᾳ καί τῇ μαρτυρίᾳ «ἀλλήλων τά βάρη βαστάζουσαι καί οὕτως ἀναπληροῦσαι τόν νόμον τοῦ Χριστοῦ[18]».
Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, ἀπροϋπόθετα ἡ ἕνωση, χωρίς δόγματα χωρίς συνόδους, οἰκουμενιστικῷ τῷ τρόπῳ.
20.Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἐδῶ γιὰ μία ἀκόμη φορὰ, γίνεται διαστροφὴ τῆς ἀληθείας, διότι οἱ διάλογοι δὲν γίνονται «ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως» ἀλλὰ ἐπὶ τῇ βάση τῶν κειμένων τοῦ Π.Σ.Ε. τὰ ὁποία ἀπηχοὺν τὸ κυρίως κείμενο τοῦ Τορόντο καὶ τῶν ἄλλων συνεδρίων τοῦ Π.Σ.Ε. ὅπου ὄλα κινούνται στὸ ἴδιο μήκος κύματος θεολογίας καὶ ἐκκλησιολογίας.
21.Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾷ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα πίστεως καί τάξεως, διότι αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ εὐρίσκουμε τὴν γνωστὴ μέθοδο τῶν οἰκουμενιστῶν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον δὲν εἶναι ξεκάθαρη, νὰ ὁμολογήση δηλαδὴ τὶς αἱρέσεις καὶ κακοδοξίες τῶν ὀνομαζομένων ἐκκλησιῶν τοὺ Π.Σ.Ε. καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τους μόνον μὲ τὴν μετάνοια, ἀλλὰ ὅτι ἔχει γίνει σπουδαία συνεργασία μεταξὺ τῶν ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν γιὰ τὴν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν!!! καὶ ὄχι τὸν ἐπανευαγγελισμὸ ποὺ ὑποχρεοῦται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ προβαίνει παντοῦ καὶ πάντοτε.
22.Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).
Ὅπως παρατηρεῖ γιά τό ἐπίμαχο αὐτὸ σημεῖο ὁ Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης σέ σχετική Ἐπιστολή του πρός ὅλους τούς Ἱεράρχες: «Στό ἄρθρο 22 ἡ λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» προδικάζει τό ἀλάθητο τῶν ἀποφάσεών της... Στό ἄρθρο αὐτό παραγνωρίζεται τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔσχατο κριτήριο εἶναι ἡ γρηγοροῦσα δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία στό παρελθόν ἐπικύρωσε ἤ θεώρησε ληστρικές ἀκόμη καί Οἰκουμενικές Συνόδους. Τό Συνοδικό Σύστημα ἀπό μόνο του δέν διασφαλίζει μηχανιστικά τήν ὀρθότητα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτό γίνεται μόνο, ὅταν οἱ συνοδικοί Ἐπίσκοποι ἔχουν μέσα τους ἐνεργοποιημένο τό Ἅγιο Πνεῦμα καί τήν Ὑποστατική Ὁδό, τό Χριστό δηλαδή, ὁπότε ὡς συνοδικοί εἶναι στήν πράξη καί «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι[19]».
Ἀνάλογη κριτική ἀσκεῖ καί ὁ Μητροπολίτης Λεμεσοῦ κ. Ἀθανάσιος: «Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ διατήρηση τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνο διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, ὡς τοῦ μόνου «ἁρμοδίου καί ἐσχάτου κριτοῦ τῶν θεμάτων τῆς πίστεως», ἐκφεύγει τῆς ἀληθείας, καθότι στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία πολλές σύνοδοι ἐδίδαξαν καί ἐνομοθέτησαν λανθασμένα καί αἱρετικά δόγματα καί ὁ πιστός λαός τίς ἀπέρριψε καί διεφύλαξε τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἐθριάμβευσε τήν Ὀρθόδοξη Ὁμολογία. Οὔτε σύνοδος ἄνευ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε λαός ἄνευ συνόδου Ἐπισκόπων μποροῦν νά θεωρήσουν ἑαυτούς σῶμα Χριστοῦ καί Ἐκκλησίαν Χριστοῦ καί νά ἐκφράσουν σωστά τό βίωμα καί τό δόγμα τῆς Ἐκκλησίας[20]».
Στὴν παραγματικότηα τὸ 22ο ἄρθρο εἰσάγει τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν πιὸ σκληρῆ μορφῆ παπισμοῦ ποὺ γνωρίζουμε. Τὸ συμπέρασμα ποὺ ἐξάγετε ἀβίαστα εἶναι ὅτι ἡ αἱρετικὴ ἐπισκοποκεντρικὴ θεολογία τοῦ μητροπολίτου Περγάμου Ζηζιούλα κάνει τὴν παρουσία της αἰσθητὴ καὶ σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο, ὅπου δήθεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ποὺ ὅντως προασπίζουν καὶ τηροὺν τὴν γνήσια Ὀρθοδοξία, τὴν ἄπαξ παραδοθείσαν ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Δηλαδὴ πλήρη ἀναίρεση τῆς πράξεως καὶ μαρτυρίας τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν καὶ μαρτύρων, καὶ κακοποίηση καὶ βάναυση διαστρέβωση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἰστορίας, διότι ἀπό ὅσο ξέρουμε, οἱ ἅγιοι ὁμολογητές στάθηκαν κυματοθραύστες στὶς κακόδοξες συνόδους καὶ κακόδοξους πατριάρχες καὶ αἱρεσιάρχες, γιὰ νὰ ἔχουμε σήμερα ἐμεῖς ζώσα Ἐκκλησία. Μὲ λίγα λόγια, ἀν κάποιος σήμερα ὁμολογεῖ Ὀρθοδοξία, δημιουργεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία, (πράγμα ποὺ ἔρχετε σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἐξόχως κανόνα ποὺ ρυθμίζει καὶ ἐπεξηγεῖ περί σχίσματος, τὸν 15ο τῆς ΑΒ τοῦ Μεγάλου Φωτίου[21] διότι κατὰ τὴν νέα ἐκκλησιολογία τῶν αἱρετικῶν οἰκουμενιστῶν, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε αὐτὸ, ἐπικαλοῦνται τὸν 6 κανών τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος οὐδεμίαν σχέση ἔχει μὲ τὸ παρόν θέμα, διότι δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὀρθόδοξο πίστη καὶ τὴν ὑπεράσπισή της, ἀλλὰ γιὰ τὸ ποίοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατηγοροὺν τοὺς ὀρθόδοξους ἐπισκόπους διὰ ἐγκλήματα καὶ παρασαλεύουν τὴν εὐταξία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πὼς πρέπει νὰ γίνεται ἡ κρίση. Πλήρη διαστροφὴ τοῦ κειμένου!!!!
23.Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κοινήν τήν συνείδησιν περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, διό καί κρίνει ἀναγκαῖον νά συνοδεύηται οὗτος πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου (Α’ Πέτρ. 1, 8), ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου.
Σὲ αὐτὸ τὸ ἄρθρο, ἀπηχείται διὰ μίαν ἀκόμη φορὰ ἡ ἐκκοσμίκευση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποίοι ἔχουν παραδοθεῖ ἀμαχητὶ εἰς τὴν παναίρεση τοῦ οἰκουμενισμου, καὶ ὄχι μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀγωνίζονται νὰ τὴν θεσμοθετήσουν εἰς τὸ Χριστεπώνυμο πλήρωμα. Καὶ αὐτὸ καταφαίνεται ξεκάθαρα ἀπὸ τὴν τελευταία πρότασση, «Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, τὸ οἰκουμενιστικὸ δηλαδή, τῆς ἀπροϋπόθετης ἀγάπης ὄχι ἐν ἀληθείᾳ ἀλλὰ ὅτιδήποτε ἄλλο, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί, δηλαδή ὀνομάζουμε τοὺς αἱρετικοὺς χριστιανούς, καὶ αὐτοὺς ποὺ δὲν δέχονται αὐτοὺς ὡς χριστιανούς, ὄπως ἔλεγε καὶ ὁ μέγας ἐν θεολόγοις Γρηγόριος Παλαμᾶς, σχισματικοὺς φανατικοὺς καὶ φονταμεταμελιστές, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὡστε κοινὸ τὸ εὐγγέλιο, κοινὴ καὶ ἡ πίστη μας καὶ τὰ δόγματα, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, δηλαδὴ οἱ ἅγιοι δὲν ἔδωσαν ἀπαντήσεις σὲ ὄλα τὰ προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ τώρα πρέπει τὸ Π.Σ.Ε.,
ο πάπας, ὁ πατριάρχης βαρθολομαῖος καὶ τὸ συνάφι του νὰ μὰς δώσουν νέες ἀπαντήσεις διότι τῶν ἁγίων πατέρων ἐπαλαιώθησαν, βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου», δηλαδὴ τὶ λιγότερο εἴπαν οἱ ἅγιοι πατέρες ὥστε ἐμεῖς νὰ πρέπει νὰ δώσουμε ἀπαντήσεις σὲ σχέση ποιοῦ προτύπου;
- Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της.
Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16).
Δὲν θὰ μπορούσε ὁ ἐπίλογος νὰ ἤταν διαφορετικὸς τοῦ κυρίου σώματος τοῦ κειμένου. Ἐπισφραγίζεται ἡ ἀπώλεια τὴς ἑνότητος τῆς ἐκκλησίας μας μὲ τίς ἐξεῖς σοφιστικὲς φράσεις: «κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν», «εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον», «ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν», καθὼς καὶ ἡ Οἰκουμενιστικὴ θεολογία περὶ διηρημένων ἐκκλησιῶν ἔχοντας χάρη στὰ μυστήρια, καὶ ἔγκυρη ἀποστολικὴ διαδοχὴ, ἀπλὼς περιμένουμε τὴν πλήρη ἕνωση μὲ τὶς λοιπὲς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες» ὄχι ἐν τῇ πίστῃ, ἀλλὰ ἐν τῷ κοινῷ ποτηρίῳ, πράγμα ἀπαράδεκτο, ἀντιπατερικὸ καὶ ἐν τέλει ἀντοθρόδοξο.
Ὡς ἐπίλογο καὶ ὡς μία μικρή περίληψη τοῦ ὅλου θέματος λέγομεν πώς ὄχι μόνον δέν καταδικάσθηκε καμμία ἑτεροδοξία (αἵρεση), ἀλλά καί κατοχυρώθηκε θεσμικῶς ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτό συνιστά μιά φοβερή ἔκπτωση ἀπό τήν συνοδικῶς ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, μιά ἔκπτωση οὐσιαστικά ἀπό τόν «Ὅρο Πίστεως» τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Συγκεκριμένα, στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Στό συμβούλιο τῆς ἀνομίας τῆς Κρήτης, δέκα Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, (καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἀφοῦ εἴχε στείλει ἐπίσημο ἀντιπρόσωπο, πού ἀποδέχθηκε πλήρως τήν ὀρθοδοξότητα τῶν κειμένων τῆς συνόδου,) ἀποδέχθηκαν ἀθεολόγητα τήν «Βαπτισματική Θεολογία» καί ἔμμεσα τήν «Θεωρία τῶν Κλάδων», ἀναγνωρίζοντας ὡς Ἐκκλησίες τούς Ρωμαιοκαθολικούς, τούς Μαρωνῖτες, τούς Νεστοριανούς, τούς Μονοφυσῖτες Ἀντιχαλκηδονίους, τούς Μονοθελῆτες, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν γιά τήν χριστολογική τους αἵρεση ἀπό σειρά Οἰκουμενικῶν Συνόδων (ἀπό τήν Τρίτη ἕως καί τήν Ἕκτη), ἀλλά καί τήν πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, πού ἀντιπροσωπεύονται στό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν λεγομένων Ἐκκλησιῶν. Ἡ Συνοδική ἀπόφαση λοιπόν ἀναγνωρίσεως ὡς Ἐκκλησιῶν τῶν καταδικασθέντων αἱρετικῶν ἀπό Οἰκουμενικές Συνόδους στό Κολυμπάρι, εἰσάγει τόν συγκρητισμό καί τόν Οἰκουμενισμό, ὡς τήν κυρίως θεολογική γραμμή στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού ἀπό τώρα καί στό ἐξῆς θά ἀκολουθήσουν αὐτοί πού θά παραμείνουν σέ κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο καί τούς σύν αὐτῷ. Ἄλλωστε ἀμέσως μετά τήν σύνοδο, τό αὐτό δηλώθηκε καί ἐπίσημα ἀπό τόν ἴδιο λέγοντας: Μπήκαμε στήν μεταπατερική περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ὄλα αὐτά μέ τελικό σκοπό ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία να ενωθεί συγκρητιστικά με τον Παπισμό, ο οποίος έχει ήδη αποδεχθεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό με τη Β΄ Βατικάνειας Συνόδου (1962-1965), και μέσω του Παπισμού, να ενωθεί, επίσης συγκρητιστικά, δηλαδή αυτονόητα χωρίς καμία ταυτότητα Ορθόδοξης Πίστης, με τα λοιπά θρησκεύματα σε μια παγκόσμια θρησκεία, η οποία θα προσκυνήσει τον Αντίχριστο.
[1] Τό ὑπό τῆς Ε´ Προσυνοδικῆς Πανορθοδόξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ-Γενεύη, 10-17 Ὀκτωβρίου 2015) ἐγκριθέν σχέδιο κειμένου τῆς Ἀγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ θέμα : «Απόφασις˙ σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν χριστιανικό κόσμο», δημοσιεύθηκε, συμφώνως πρός τάς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού πραγματοποιήθηκε στό Σαμπεζύ τῆς Γενεύης ἀπό 21 ἕως 28 Ἰανουαρίου 2016, στίς 28-1-2016 στήν ἡλεκτρονική διεύθυνση : http://www.romfea.gr/diafora/6177-apofasis-sxeseis-tis-orthodojou-ekklisias-pros-ton-xristianiko-kosmo
[2] Α’ Κορ. α’ 22-24
[3] Ἰουδ. 3
[4] Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου, Ρ.G.36.252.C
[5] Ἅγ. Μᾶρκος P.G.160, 105 C
[6] PG 48, 765
[7] Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Περὶ τῶν πραχθέντων ἐν τῇ πρώτῃ αὐτοῦ ἐξορία, παρ. Ι΄, P.G. 90, 144D – 145A.
[8] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» ἀρ. 603, σελ. 15
[9] Πρακτικὰ Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
[10] Ἀγ.Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλίμαξ λόγος Α
[11]Ἰω. Χρ. P.G.56, 256
[12] Ἅγ. Νικόδημος Ἑρμηνεία τῆς Θ΄ ᾨδῆς
[13] Ἐκλογαὶ καὶ Ἀπανθίσματα Ἱ. Χρυσοστόμου, λόγος ΜΕ΄,36
[14] Σύμβολον τῆς Πίστεως Ἁγίου Ἀθανασίου.
[15] Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καὶ ἀσκητικῶν, Θεοδώρου Στουδίτουυ ἐπιστολές, βιβλίον β’, ἐπιστολὴ ΟΔ, ἐκδόσεις«Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.
[16] Δημ. Τσελεγγίδης, Ἀπόσπασμα ἀπό τὴν 1ην ἐπιστολὴ πρός τὴν ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐλλάδος, 2016.
[17] «ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ» 15-6-1989, «Ἐκκλ. Ἀλήθεια» 16.12.1998 καὶ ἐφημερίδα «Νέοι Ἄνθρωποι» 26-2-1999.
[18] Δήλωσις Τορόντο, Εἰσαγωγὴ (Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ Π.Σ.Ε.), 1948.
[19] Καθηγητῆ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Ἐπιστολή (2η) 10-2-2016 πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
[20] Μητροπολίτου Λεμεσοῦ κ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολή πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, 11-2-2016.
[21] ………….Οἱ γὰρ δι’ αἵρεσίν τινα παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων, ἢ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τὴν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».