« Τοὺς τοῦ Ἄθω πατέρας καὶ ἀγγέλους ἐν σώματι, ὁμολογητὰς καὶ ὁσίους, ἱεράρχας καὶ μάρτυρας, τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς, μιμούμενοι αὐτῶν τὰς ἀρετάς· ἡ τοῦ ὄρους πληθύς, πᾶσα τῶν μοναστῶν, κραυγάζοντες ὁμοφώνως· δόξᾳ τῷ στεφανώσαντι ὑμᾶς· δόξᾳ τῷ ἁγιάσαντι· δόξᾳ τῷ ἐν κινδύνοις ἡμῶν, προστάτας δείξαντι. »

Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,

Θά ἤθελα ἀρχίζοντας αὐτήν τήν ὀμιλία μέ τό ἀπολυτίκιον τῶν Ὁσιων Ἁγιορειτῶν Πατέρων, νά ἐκφράσουμε τήν εὐχαριστία γιά μίαν εἰσέτι φορά πρός τόν ἀγαθοδότην Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστόν καί τήν Παναγία, τήν  Μητέρα μας καί ἔφορο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθώς καί πρός τούς ὁσίους πατέρες μας, γιά τήν τιμή πού μᾶς ἔγινε, νά ὀνομαζόμαστε καί ἐμεῖς, ἀναξίως φυσικά, Ἁγιορείτες. Πιό πολύ ὄμως, ἐυχαριστούμε τόν Τριαδικό μας Θεό, γιά τήν τιμή πού μᾶς γίνετε νά διωκώμαστε γιά χάριν τοῦ παναγίου ὀνόματος τοῦ Κύριου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἁγίας καί ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, τιμώντας ἔτσι καί ἐμεῖς τούς ὁσίους ἁγιορείτες πατέρες μας, ἀφοῦ ὅπως λένε οἱ ἅγιοι, τιμή ἁγίου, μίμησις Ἁγίου. Σέ καμμία περίπτωση δέν τολμάμε νά συγκρίνουμε τήν ἐλαχιστότητά μας, μέ αὐτά τά τέρατα τοῦ πνεύματος καί τῆς Ὀμολογίας. Παρ’ ὄλα αὐτά, προσπαθούμε ἔστω καί στό ἐλάχιστο, νά μιμηθοῦμε τούς ἀγώνες τους ὑπέρ τής πίστεως, καθότι αὐτό ἀποτελεῖ καθήκον καί ἱερή ὑποχρέωσιν, ὄχι μόνον γιά ἐμᾶς τούς μοναχούς, ἀλλά γιά ὄλους τούς Ὀρθοδόξους. Γιά αὐτόν τόν λόγο, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἐντολή λέγοντας: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.»  (Ματθ. 11, 32-33)

Ἑδραίοι καί ἀνυποχώρητοι ἕως θανάτου, στάθηκαν οἱ ἁγιορεῖτες πατέρες μας, ἀκολουθώντας τήν μοναστική παράδοση, πού θέλει τούς μοναχούς νά εἶναι οἱ ὑπερασπιστές τής Πίστεως, ὄταν αὐτή κινδυνεύει ἀπό τίς ἀντίχριστες αἱρέσεις. Ἔτσι ἀκολούθησαν τό παράδειγμα τῶν μεγάλων ἁγίων Βασιλείου καί Ἀθανασίου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυστοστόμου, Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, καθῶς καί τῶν Ὁσίων Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Μαξίμου τοῦ ὀμολογητοῦ, Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, καί πολλών ἄλλων.

Ὠς ἀστέρες ὑπέρλαμπρους ἐν τῷ στερεώματι τῆς ὀμολογίας, βρίσκουμε ἐν πρώτοις τούς ἐπί Βέκκου ὁσιομάρτυρες. Ὅταν τό 1274 στήν ψευδοσύνοδο τῆς Λυών ὁ Αὐτοκράτορας Μιχαήλ Η’ ὁ Παλαιολόγος  μαζί μέ τόν Πατριάρχη Ἰωάννη Βέκκο, ὑπέγραψαν ἔνωση μέ τούς Λατίνους, προκειμένου νά ἐξασφαλίσουν τήν πολιτική ὑποστήριξη τοῦ πάπα, οἱ Ἁγιορεῖτες ἀντέδρασαν, στέλνοντας κατ’ ἀρχήν γενναία ὁμολογιακή ἐπιστολή πρός τόν Αὐτοκράτορα καί τήν σύνοδο τῶν ἱεραρχῶν. Μέ αὐτήν ἐπικρίνουν μέ παρρησία τίς παπικές πλάνες καί αἱρέσεις, χαρακτηρίζοντας τόν πάπα αἱρετικόν, καί ἀπόστολο τοῦ σατανά, τούς δέ λατίνους ἄθεους, ἐκδηλώνοντας τήν ἀπορία τους, «πῶς ἄρα καί προσδεκτέοι καί ἑνωτέοι τῷ ἀμωμήτῳ καί ὀρθοδόξῳ σώματι τῆς ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας; Τό σημαντικό ὄμως εἶναι πώς ταυτόχρονα διέκοψαν κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ ὅσους ἐνώθηκαν καί ἀποδεχόταν τούς Λατίνους. Ὁ αὐτοκράτορας ἀποφασισμένος νά ἐπιβάλλει τήν ἕνωση μέ κάθε τρόπο, σέ συνεργασία μέ τόν Λατινόφρονα Πατριάρχη Ἰωάννη ΙΑ’ Βέκκο (1275-1282) στράφηκε μέ μανία ἐναντίον τῶν Ἁγιορειτῶν, μεταβαίνοντας στό Ἅγιον Ὄρος μέ παπική ἐπικουρία γιά νά τούς ἀναγκάσει νά δεχθοῦν τήν ἕνωση.

Οἱ μονές Μεγίστης Λαύρας, καί Ξηροποτάμου δυστυχῶς ἐξώμωσαν καί ἀποδέχθηκαν τήν βδελυρή ἔνωση. Ὄμως στό ὑπόλοιπον Ἅγιον Ὄρος εἴχαμε παραγωγή μαρτύρων. Ἔτσι οἱ μοναχοί τῆς Μονῆς Ἰβήρων τούς ἤλεξαν μέ αὐστηρότητα καί παρρησία ὡς αἱρετικούς καί παρανόμους. Ὁ Μιχαήλ ἐξοργισμένος, μέ ἐντολή του, ἔβαλαν τούς μοναχούς  σ’ ἕνα πλοίο καί τό βύθισαν αὔτανδρο. Τούς ἁγίους Ἰβηρίτες Ὁσιομάρτυρες τούς γιορτάζουμε τήν 13η Μαΐου. Ἀλλά καί στήν Μονή Βατοπαιδίου, ἀφού κατάλαβαν πώς δέν ὑπήρχε περίπτωση νά λυγίσουν τούς μοναχούς στό θέμα τῆς Πίστεως, ἄρχισαν νά τούς κακοποιούν καί ἐν τέλει ἀπηγχόνισαν τόν Προηγούμενο Ὅσιο Εὐθύμιο, μαζί μέ 12 ἄλλους μοναχούς, τῶν ὁποίων τήν μνήμη ἑορτάζουμε στίς 4 Ἰανουαρίου.

Στήν μονή τοῦ Ζωγράφου, ἔχουμε τούς ὁσιομάρτυρες Ζωγραφίτες, οἱ ὁποίοι εἰδοποιήθηκαν γιά τήν ἔλευση τοῦ αὐτοκράτορος ἀπό τόν ὅσιο Γαβριήλ, κατόπιν τοῦ ὀράματος ὅπου εἴχε ἀπό τήν Παναγία, καί ἡ ὁποία τοῦ εἴπε τά ἐξῆς. « Ἄπελθον ταχέως εἰς τήν  Μονήν, ἀνάγγειλον εἰς τούς ἀδελφούς καί τόν Καθηγούμενον ὅτι οἱ ἐχθροί ἐμοῦ καί τοῦ Υἱοῦ μου ἐπλησίασαν. Ὅστις λοιπόν ὑπάρχει ἀσθενής τῷ πνεύματι, ἐν ὑπομονῇ ἄς κρυφθῇ, ἕως ὅτου παρέλθει ὁ πειρασμός. Οἱ δέ ἐπιθυμοῦντες μαρτυρικούς στεφάνους ἄς παραμείνωσιν ἐν τῇ Μονῇ». Εἴκοσι ἔξι ἀπό αὐτούς λοιπόν, παρέμειναν εἰς τό Μοναστήριον, ὅπου ἀπό ἐκεῖ μέσα ἤλεξαν καί αὐτοί μέ παρρησία τούς λατινόφρονες ὡς αἱρετικούς. Εἶναι φοβερόν, ὅτι ἡ Παναγία χαρακτηρίζει τούς  λατινόφρονας ὡς ”ἐχθρούς ἰδικούς Της καί τοῦ Υἱοῦ Της”. Τότε ὁ βασιλέας ἔδωσε ἐντολή καί ἔκαψαν ζωντανούς τούς ἁγίους πατέρες, καί ἔτσι ἐκέρδισαν τόν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου. Ἡ Μνήμη τῶν 26 Ζωγραφιτῶν Ὁσιομαρτύρων ἑορτάζετε τήν 22 Σεπτεμβρίου.

Τέλος, ἔχουμε τούς Καρεώτες Ὁσιομάρτυρες, μέ ἔξαρχον τόν Πρώτο τοῦ Ἁγίου Ὄρους Κοσμᾶ τόν Ὁσιομάρτυρα. Ὁ Βασιλέας ἔκανε ἐπίμονες προσπάθειες γιά νά τούς μεταπείσει, οἱ ὁποίες ὄμως ἀπέβησαν ἄκαρπες. Καί ἐδῶ ὅμως οἱ μοναχοί στάθηκαν ἀκλόνητοι καί ἀμετάπειστοι. Ἔτσι διατάχθηκε γιά αὐτούς ὁ Θάνατος. Τόν μέν Πρῶτο ὅσιο Κοσμᾶ τόν ἀπαγχώνησαν, ἐνῶ τούς ὑπόλοιπους μοναχούς τούς ἔσφαξαν. Τούς Καρεώτες Ὁσιομάρτυρες τούς ἑορτάζουμε τήν 5η  Δεκεμβρίου.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς διασώζει τήν ἱστορική μαρτυρία ἀπό ἕναν ἄλλον Ἁγιορείτη Ὁμολογητή, τόν Ὅσιο Νικηφόρο

Νά πῶς περιγράφει τήν σύλληψη του καί τήν ὁμολογία του ὁ ἴδιος:

«Ὅταν παντοῦ ἄναψε γιά τά καλά ἡ φλόγα τῆς ἀσεβείας, τότε ἔφθασε ὁ καπνός μέχρι καί τό Ἅγιον Ὄρος, ἐπειδή ὁ βασιλεύς ἄκουσε ὅτι οἱ Πατέρες ἔπαυσαν τελείως τό μνημόσυνό του». Βλέπουμε καί ἐδῶ μιά ἄλλη μαρτυρία, ὅτι ἐδιώχθησαν ἐπειδή εἶχαν διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ βασιλέα καί ὄχι ἐπειδή δέν μνημόνευαν τόν Πάπα· αὐτό οὔτε κἄν τό συζητοῦν οἱ Ἁγιορεῖτες.

«Ἀφοῦ λοιπόν γέμισε μέ θυμό, ἀπέστειλε σέ ἐμᾶς πλῆθος δημίων, τούς πλέον σκληρούς καί φοβερούς ὑπασπιστές του. Μόλις αὐτοί ἔφτασαν σέ ἐμᾶς ὥρμησαν ὅπως οἱ ἄγριοι σκῦλοι πάνω στά πρόβατα… Τούς μέν ποιμένες τῶν μοναχῶν ἀπέστειλαν τότε ἁλυσοδεμένους στόν βασιλέα, τά δέ λογικά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ διεσκόρπισαν στίς ἐξορίες σάν νά ἦσαν σκλάβοι…ἀπαιτῶντας νά κοινωνήσουμε μαζί του καί δι᾽ αὐτοῦ μέ τήν λατινική Ἐκκλησία, διαφορετικά ἀπειλοῦσε νά μᾶς ἀφαιρέσει τήν ζωή μέ βίαιο τρόπο».

Ἐπίσης, ἄλλος Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἐσφιγμενίτης, πατριάρχης  Κων/πόλεως, κατά τήν περίοδο τῆς ἡσυχαστικῆς του ζωῆς στό Ἄθωνα, λόγῳ τῶν πιέσεων τοῦ αὐτοκράτορα νά πειθαρχήσουν οἱ μοναχοί, ἀναγκάσθηκε μέ ἄλλους μοναχοί νά ἀναχωρήσει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Κατέφυγε πάλι στό ὄρος τοῦ Γάνου καί ἐκεῖ δέν ἀμέλησε, ἀλλά ἐδίδασκε, ὄχι μόνο στήν ἔρημο, ἀλλά καί στίς πλατεῖες ἀκόμη, τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως.» Τότε ὁ ἐπίσκοπος Γάνου «…… πού εἶχε διοριστεῖ ἀπο τόν Βέκκο, ἐξοργίσθηκε μέ τόν ἅγιο καί τόν κάλεσε μαζί μέ τούς μαθητές του. Στή ἀρχή λοιπόν προσπάθεισε μέ τό καλό νά τούς πείσει νά τούς ἀποσπάσει ἀπό τήν εὐσέβεια…Στήν συνέχεια ἀπαιτοῦσε ἀπό αὐτούς νά συμμετάσχουν μαζί τους τοὐλάχιστον στήν προσευχή πρό τῆς τραπέζης καί νά φάγουν ἀπό τό κοινό φαγητό. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ὁ ἅγιος ἦταν καί σ᾽αὐτό ἀνένδοτος καί παρουσίαζε στήν συζήτηση τόν ιʹ Ἀποστολικό Κανόνα, πού λέγει ὅτι «ἐάν κάποιος συμπροσευχηθεῖ μέ ἕναν ἀκοινώνητο, ἔστω καί μέσα σέ σπίτι, νά εἶναι καί αὐτός ἀκοινώνητος», δέν μπόρεσε πλέον νά ἀντέξει τήν ἀπτόητη καί θαρραλέα εὐθύτητα τοῦ μεγάλου Πατρός. Ἀφοῦ λοιπόν κυριεύτηκε ἀπό θυμό, σηκώνεται ἀπό τόν θρόνο του,καί ἁρπάζει τόν μέγα ἅγιο ἀπό τήν σεβάσμια γενειάδα, τόν ρίχνει κάτω καί μέ τά δύο χέρια του τόν χτυποῦσε, τόν ἔσερνε καί τόν κατεξέσκιζε.

Ἄλλος Ἁγιορείτης Ὁμολογητής εἶναι ὁ ὅσιος Ἡσαΐας, συνασκητής τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὅπως τόν ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «Οὗτος ὁ μακάριος ἔπαθε πολλά κακά ἀπό τόν βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον τόν λατινόφρονα, διά τί δέν ἤθελε νά συγκοινωνήσῃ μέ τόν τότε Πατριάρχη τόν Βέκκον διά τήν καινοτομίαν τοῦ Ὀρθοδόξου Δόγματος, ἀλλά θείῳ ζήλῳ κινούμενος ἠγωνίσθη πολλά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μέ τήν ἀκούραστον διδασκαλίαν του ἥνωσεν ὅλους μέ τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ πλέον τελεώτερον» (βλ. ὡς.ἄ.σελ.251).

 

Ὁ Ἁγιορείτικος Μοναχισμός, προσέφερε ἕνα ἀπό τά ἐκλεκτότερα τέκνα του, γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Πίστεώς μας, τόν Μέγα καί θεοφόρο Πατέρα μας Γρηγόριον τόν Παλαμᾶ. Ὅταν ὁ ἡσυχασμός δέχθηκε τήν ἐπίθεση ἑνός φιλοσόφου, τοῦ Καλαβροῦ μοναχοῦ Βαρλαάμ, τότε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καλούμενος ἀπό τούς φίλους του ἡσυχαστές τῆς Θεσσαλονίκης, ἐξήλθε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἀναλαμβάνοντας τήν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθοδοξίας, μιμούμενος καί ἐδώ τούς μεγάλους πατέρες τῆς ἐρήμου, μέγα Ἀντώνιο, Σάββα τόν ἠγιασμένο, πού ὄταν κινδύνευε ἡ πίστις μας, ἄφηναν τήν ἠσυχία καί ἔτρεχαν ἀγαλομένο ποδί, τόν καλόν ἀγώνα τῆς ὀμολογίας. Μέ τόν ἄνωθεν φωτισμό καί τίς θεολογικές του γνώσεις συνέγραψε τό  θεολογικό του ἔργο «Ἁγιορειτικός Τόμος ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, τό ὁποῖον παρουσίασε τούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες πρός ἔγκριση καί ὑπογραφή.  

Τήν 10ην Ἰουνίου τοῦ 1341, συνεκλήθη Σύνοδος στόν ναό τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ὅπου ἔλαβον μέρος ὁ αὐτοκράτωρ Ἀνδρόνικος ὁ Γ´, ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Καλέκας καί σύμπας ὁ ἀνώτερος κλῆρος, πλῆθος μοναχῶν ἐξ Ἁγίου Ὄρους, ἡγούμενοι διαφόρων Μονῶν καί πλῆθος λαοῦ, σχεδόν σύμπασα ἡ Πόλις. Ὁ Ἅγιος μετέβη ἐκεί συνοδευόμενος ἀπό τούς κορυφαίους συνεργάτες του μοναχούς Ἰσίδωρο, Μᾶρκο καί Δωρόθεο, καί μέ τήν συμπαράσταση τῶν λογίων μοναχῶν Δαυΐδ Δοσιπάτου καί Ἰωσήφ Καλοθέτου ὅπου ἀνέπτυξε μέ θαυμαστό τρόπο τήν Ὀρθόδοξη θεολογία.

 «Μετά τήν καταδίκη τοῦ Βαρλαάμ ἡ σκυτάλη τοῦ ἀντιησυχασμοῦ περιέρχεται στά χέρια τοῦ Γρηγορίου Ἀκινδύνου. Ὁ Ἀκίνδυνος συμφωνοῦσε μέ τόν Βαρλαάμ στό θέμα τῆς ταυτίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ὁ Πατριάρχης, συμφιλιούμενος μέ τόν Ἀκίνδυνο,  τοῦ ἐπέτρεπε νά διαδίδει τίς αἱρετικές του δοξασίες. Ὁ ἅγιος καί οἱ ἡσυχαστές διαμαρτύρονταν, ἀλλά ὁ Πατριάρχης τούς ὑπέβαλε σέ διωγμό.

Ὁ Ἅγιος μέ τίς «Ἀναιρέσεις» του ἐλέγχει τόν Πατριάρχη ὡς «λαμπρότατον ψεύστην καί συκοφάντη προφανέστατον». Γράφει: «Αὐτός (ὁ Καλέκας), ἀποχωρίζει πολλαπλῶς τόν ἑαυτό του ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὁλόκληρο τό σύστημα τῶν Ὀρθοδόξων». « Ἐφ᾽ ὅσον αὐτός εἶναι μέ αὐτόν τόν τρόπο καί τόσες φορές ἀποκομμένος ἀπό ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῶν Ὀρθοδόξων, εἶναι κατά συνέπειαν ἀδύνατο νά ἀνήκει στούς εὐσεβεῖς ὅποιος δέν ἔχει ἀποχωρισθεῖ ἀπ᾽ αὐτόν. Ἀντιθέτως ὅποιος γιά τούς λόγους αὐτούς εἶναι ἀποχωρισμένος ἀπό τόν Καλέκα, τότε ἀνήκει πράγματι στόν κατάλογο τῶν Χριστιανῶν καί εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό κατά τήν εὐσεβῆ πίστι» .

Ἐδῶ φαίνεται σαφῶς, ὅτι ὁ Ἅγιος καί οἱ ἡσυχαστές μοναχοί εἶχαν διακόψει κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Πατριάρχη. Τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1343 συνελήφθη ὁ ἅγιος καί ὕστερα ἀπό μερικά συνοδικά «προσχήματα», τελικῶς, ὁ πατριάρχης Καλέκας τόν ἀναθεμάτισε καί τόν καθαίρεσε, τίς ὁποῖες πράξεις ὑπέγραψαν καί πολλοί ἐπίσκοποι καί οἱ εὑρισκόμενοι ἐν Κωνσταντινουπόλει, Πατριάρχες, Ἰγνατιος Ἀντιοχείας καί Γεράσιμος Ἱεροσολύμων. Τέλος, τόν φυλάκισε στίς φυλακές τῶν ἀνακτόρων, ὅπου ἔμεινε σχεδόν τέσσερα χρόνια, μαζί μέ πλῆθος πολιτικῶν κρατουμένων.

Ἡ βασίλισσα Ἄννα συγκάλεσε Σύνοδο, τό 1347, ὑπό τήν προεδρίαν τοῦ υἱοῦ της. Ἡ Σύνοδος «ἔλυσε τόν θεῖον Γρηγόριον ἀπό τοῦ ἀναθέματος, ἀκύρωσε πάντα τά καταδικαστικά ἔγγραφα τῶν κλειστῶν ψευδοσυνόδων, ἀνεκήρυξε τούς περί τόν μέγαν Παλαμᾶν προμάχους τῆς Ὀρθοδοξίας καί κατεδίκασε εἰς ἔκπτωσιν ἀπό τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου τόν Καλέκαν ὡς ἀκινδυνόφρονα, διά τε τήν ἄδικον καταδίκην τοῦ θείου Ἡσυχαστοῦ καί διά τήν ἀπόκλισίν του “πρός τά κακόδοξα δόγματα τῶν λατίνων, ἐν οἷς καί ἡ ἀναγνώρισις τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα”»[1].

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποτελεῖ τήν ἐπισφράγιση καί ἐπιτομή ὅλης τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί πάντοτε θά μᾶς εἶναι ὁ ἀπλανής ὁδηγός σέ κάθε ἐποχή καί σέ κάθε ἀντίθεο δύναμη πού θά ἐπιχειρεῖ νά νοθεύει τήν Ὀρθόδοξη Πατερική Παράδοση.

 Γιά τούς Ἁγιορείτες πατέρες, τούς ἐπονομαζομένους κολλυβάδες, ὄλοι γνωρίζουμε τούς διωγμούς πού ὑπέστησαν, λόγω τῆς ἀκριβείας ὅπου τηροῦσαν στό θέμα τῶν μνημοσύνων τῶν Κυριακῶν, καί τῆς συχνῆς θείας μεταλήψεως, θέματα πού δέν ἄπτονται τῶν δογμάτων, ἀλλά εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένα μέ τήν πνευματική ζωή. Ἄν οἱ Ἅγιοι πατέρες τηρούσαν τέτοια ἀκρίβεια σέ θέματα ἐκτός τοῦ δόγματος, φαντασθείτε ἀν σήμερα ζούσαν, πώς θά ἀντιμετώπιζαν τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, πού ἔχει ἰσοπεδώσει ὄλα τά δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οἱ ὁσιομάρτυρες Ἁγιορεῖτες ἐπί Βέκκου, ὁ Ἁγιος Γρηγόριος, οἱ ἀγώνες τῶν κολλυβάδων καί τῶν λοιπῶν πατέρων ἀποτελοῦν τήν συνέχεια στήν ἀλυσίδα τοῦ μαρτυρικοῦ καί σταυρικοῦ φρονήματος τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔμεῖς λοιπόν, ἔχοντες παραλάβει τέτοια παράδοση, ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ στάση καί ἡ πορεία μας; Περιμέναμε ἀπό τούς Ἡγουμένους καί εἰδικά ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα, ὡς τήν θεσμική καί πνευματική ἀρχή τοῦ Ἁγιωνύμου τόπου τήν δυναμική ἀντίδρασή του στά ἀδιαπραγμάτευτα θέματα τῆς πίστεως, καί ἐν τέλει τήν μίμηση τῶν προκατόχων τους, καί τήν διακοπή κοινωνία ἀπό τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές. Ὅμως ἡ σιωπή τους, καί στήν καλύτερη περίπτωση ὁ χλιαρός ἔλεγχος πρός αὐτούς, ὅχι μόνον δέν μᾶς ἀνέπαυε ἀλλά καί δημιούργησε τήν ἐντύπωση συμπορεύσεώς τους μέ τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. καί καθώς μᾶς λέει καί ἡ ἀποκάλυψη: ὄφελον ψυχρὸς ἦς ἢ ζεστός. 16 οὕτως ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι ἐκ τοῦ στόματός μου. (Ἀποκ. 3, 15-16) Καί ἐκτός τῶν ἄλλων ὄχι μόνον δέν ἀνέκοπταν τήν ξέφρενη πορεία τοῦ Πατριάρχου πρός τήν αἵρεση, ἀλλά τρόπον τινά, δίνουν συγκατάθεση στίς κινήσεις του καί στόν καταστροφικό κατήφορο πρός τόν οἰκουμενισμό.

Ὕστερα, λοιπὸν ἀπό ὅλες αὐτές τίς θλιβερές διαπιστώσεις, τίς ὁποῖες χρόνια τώρα παρατηροῦμε νά ἐξελίσσονται στό Ἅγιον Ὄρος καὶ ὕστερα ἀπὸ πολὺ πόνο καὶ προσευχὴ, στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 2014 μὲ τὴν χάρι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀναλάβαμε ἕναν παναγιορείτικο ἀγώνα, κατά τῆς παναιρέ-σεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Πανθρησκείας τοῦ ἀντιχρίστου. Σκεφθήκαμε νά προβάλλουμε καὶ πάλι τήν φωνή τοῦ Ἁγίου Ὄρους, μέ τήν ἔκδοση ἑνός βιβλίου τό: «Ἅγιον Ὄρος – Διαχρονική μαρτυρία στούς ἀγῶνες ὑπέρ τῆς πίστεως», συγκεντρώνοντας στό βιβλίο αὐτό χαρακτηριστικά ἀποσπάσματα ἀπό ὁμολογιακά κείμενα Ἁγίων Πατέρων, τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος, τῶν Καθηγουμένων καί διαφόρων σημαντικῶν ἁγιορειτῶν πατέρων.

Τό ἐν λόγῳ βιβλίο εἶχαν τό θάρρος καί τήν τόλμη νά τὸ στηρίξουν καί νά τὸ ὑπογράψουν τέσσαρες Καθηγούμενοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ περὶ τοὺς τρια-κοσίους μοναχοὺς. Κατόπιν τούτου, προχωρήσαμε καί σέ ἀνοικτές ἐπιστολές πρός τήν Ἱερά Κοινότητα καί τά Μοναστήρια, ζητώντας ἀπό αὐτούς νά ἐλέγ-ξουν τόν Πατριάρχη καί τούς σύν αὐτῷ γιά τά ἀντορθόδοξα φρονήματα καί πιστεύω τους. Προειδοποιήσαμε τήν θεσμική ἡγεσία τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὅτι ἄν ψηφισθούν τά τελικά κείμενα τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης εἰς αὐτήν, θά διακόψουμε τήν κοινωνία μέ τόν αἱρετικό πλέον πατριάρχη ἀκολουθόντας τούς ἁγίους μας, καί τήν διαχρονική παράδοση τοῦ ἁγιωνύμου τόπου. Δυστυχῶς ἡ Ἱερά Κοινότητα καί τά μοναστήρια, ὄχι μόνον δέν μᾶς ἀπήντησαν, ἀλλά καί ἐξαπέλυσαν διωγμό ἐναντίον μας, λές καί ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοί πού διασπούμε τήν ἐνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καί κηρύσσουμε αἱρέσεις. Πρίν ἀπό τήν σύνοδο, ἐνημερώσαμε τό εὐσεβές Χριστεπώνυμο πλήρωμα γιά τά πρός ψήφησιν κείμενα τῆς λεγομένης ἁγίας καί μεγάλης συνόδου, κάνοντας ἐκτενείς ἀναφορές στό περιεχόμενό τους, καθώς καί τίς τριαδολογικές αἱρέσεις τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, πού ἡ αἱρετική θεολογία του μαζί μέ αὐτῆς τοῦ Π.Σ.Ε διέπουν σχεδόν ἐξ’ ὀλοκλήρου τά κείμενα. Μᾶς ἐκάλεσαν  γιά ὁμιλίες σέ ὄλη σχεδόν τήν Ἑλλάδα, καί σέ Ὀρθόδοξες χώρες, ὅπως Ρουμανία, Μολδαβία, Οὐκρανία, πρίν καί μετά τήν σύνοδο. Καί ἐκεῖ ἀντιμετωπίσαμε τό μένος τῶν οἰκουμενιστῶν, μέ διωγμούς, κατηγορίες τοῦ τύπου ὅτι εἴμαστε ἀδέσποτοι, ἀνυπάκοοι, ἀνισόρροποι, τρελοί, ἀγύρτες, Θεομπαίχτες, μοναχοί ἀμόναχοι. Μέχρι καί τίς εἰδικές δυνάμεις τῆς ἀστυνομίας ἔφεραν γιά νά μᾶς ἐμποδίσουν νά μιλήσουμε καί νά ἐνημερώσουμε τόν λαό. Γιά  ἐμᾶς ὄλα αὐτά ἀποτελούν τιμή καί ἔπαινο, ἀφοῦ τά ἴδια καί χειρότερα ἔκαναν στούς ἁγίους πατέρες μας. Ἐπιγραμματικά, σέ ὄλους ὅσους μᾶς ἔλεγαν πώς οἱ μοναχοί πρέπει μόνο νά ἡσυχάζουν στά κελλάκια τους, καί νά κάνουν ὑπακοή, τούς ἀπαντούσαμε μέ τό τοῦ μεγάλου Βασιλείου: « Τὸ νὰ ἐφησυχάζῃ κανεὶς, ὅταν τὸ κινδυνευόμενον εἶναι ἡ πίστις, τοῦτο εἶναι ἴδιον τῆς ἀρνήσεως, τὸ δὲ νὰ ὲλέγχῃ εἶναι ὁμολογία εἰλικρινὴς», Ὁ Ἁγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατατάσσει τούς σιωπώντας ἐν καιρῷ αἱρέσεως στούς ἀθέους καί ὁ Ἁγιος Ἰωάννης προσθέτει: «τῆς σιωπῆς τὸ κρίμα φοβερὸν ἐστὶ, ὁ μὴ λέγων τὴν ἀλήθειαν, ὑπεύθυνος ἐστὶ τοῦ αἷματος τουτέστι τῆς σφαγῆς τῶν ψυχῶν τῶν πλανωμένων». Ἄλλωστε γνωρίζουμε καλά ὅτι «οὑδέν ὡφελεῖ βίος ὀρθός δογμάτων διεστραμμένων». Καί ὅταν μάς ἔλεγαν σέ ποίον κάνετε ὑπακοή, τούς ἀπαντούσαμε: στόν ἅγιο Βασίλειο, στόν ἅγιο Γρηγόριο, ἅγιο Μάξιμο, στόν ἅγιο Θεόδωρο, στόν ἅγιο Γρηγόριο, στούς  Φώτιος καί στούς Μάρκους, πού καί αὐτοί μέ τήν σειρά τους, δέν ὑπήκουσαν στούς τότε πατριάρχες καί αὐτοκράτορες, ἀλλά στόν Μέγα Ἀρχιερέα καί σωτήρα μας Ἰησοῦν Χριστόν. Ἐκεῖ κάνουμε ὑπακοή, ὅταν οἱ ποιμένες γίνονται λύκοι.  Ὅταν παρουσιάζετε αἱρεση στήν Ἐκκλησία, τότε εἶναι καιρός ὀμολογίας. Καί ἄν αὐτό τό ἔκαναν οἱ Ἡγούμενοί μας, ἐμεῖς θά σιωπούσαμε καί θά τούς στηρίζαμε στόν θεάρεστο αὐτόν ἀγώνα. Τώρα ὄμως οἱ ἴδιοι οἱ ἀδελφοί μας μοναχοί συντάσσονται μέ τήν αἱρεση. Ἐμεῖς τί πρέπει νά πράξουμε; Χάριν μιᾶς ἐνότητας πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό, θά πρέπει νά ὑποταχθοῦμε στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἥ μάλλον πρέπει νά κρατήσουμε τήν ἐνότητα τῆς πίστες καί τήν κοινωνία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διά μέσου τῶν ἀγώνων πού μᾶς δεικνύουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες μέ τόν ἀγώνα τους καί τήν ὀμολογία τους; Κρείσσον πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης ἀπό τόν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.

Μετά ἀπό αὐτήν τήν Σύνοδο, διαμορφώνεται νέα κατάσταση. Ὁ κόμπος, ὅπως λέει ὁ λαός, ἔφτασε στό χτένι. Δέν μποροῦμε νά ἀνεχθοῦμε αὐτήν τήν ἀπαράδεκτη κατάσταση μέχρι νά συνέλθει Ὀρθόδοξος Σύνοδος. Τώρα δέν ἀρκοῦνε τά λόγια καί οἱ θλιβερές διαπιστώσεις γιά τήν λεγομένη ἁγία καί μεγάλη σύνοδο. Νά δημοσιεύομε στόν Τύπο καί στό διαδύκτιο ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς χωρίς νά λέμε στόν εὐσεβή λαό τί πρέπει νά πράξουμε. Ἡ πιό θλιβερή διαπίστωση στήν σύνοδο αὐτή, στήν σύνοδο τῶν ἀφώνων ἰχθύων, βαρύνει τοῦς ἐπισκόπους διότι δέν ἀνέκοψαν τήν ξέφρενη πορεία τῆς προδοσίας τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἀπό τόν Πατριάρχη καί τῶν ὁμοῖων του. Αὐτό ἦταν τό ὕψιστο καθήκον τους, ἀκόμη καί μέ προσωπική θυσία. Ἀλλά ὄχι μόνο τῶν ἐπισκόπων, ἀλλά καί κατ’ ἐπέκτασιν ὄλων τῶν Ὀρθοδόξων. Ἐμεῖς αὐτό πού ὁφείλαμε ἐπράξαμεν. Διακόψαμε τήν κοινωνία μέ ὄσους ἀποδέχθηκαν τήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου καί κατ’ ἐπέκτασιν τόν Οἰκουμενισμό καί ἀκολουθούμε τήν διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία μένει πάντοτε ἄσπιλη καί ἀμόλυντη ἀπό τίς κάθε εἴδους αἱρέσεις καί διδασκαλίες τοῦ ἀρχεκάκου ὅφεως.

Ἡ Ἐκκλησία τῶν σωζωμένων ἀποτελεῖται μόνο ἀπό: «τὸ ἄθροισμα τῶν Ἁγίων τὸ ἐξ ὀρθῆς πίστεως καὶ πολιτείας ἀρίστης συγκεκροτημένον»[2] κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσίδωρο Πηλουσιώτη.  Ἐκκλησία του Χριστού βρίσκεται μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια.

Ἡ Διώξεις, καθαιρέσεις καί ἀφορισμοί γιά τούς ἀντιδρώντες στήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» ἐκ μέρους τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἤδη ἄρχισε. Ὅμως θά πρέπει να καταστεῖ γνωστό καί σαφές ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θά διασωθεῖ καί θά ὑφίσταται μόνο στούς διακόψαντας τό μνημόσυνο τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἀρχιερέων, καί ὄχι στήν ἐπίσημη Διοικοῦσα «Ἐκκλησία», ἡ ὁποία, διά τῆς ἐπίσημης ἀποδοχῆς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἔχει καταστεῖ αἱρετική καί νεοεποχίτικη.

 

Ὡς μέλη, λοιπὸν τοῦ σώματος τῆς Ἑκκλησίας καὶ Ὀρθόδοξοι μοναχοὶ τῆς μοναστικῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας, ἑκόντες ἄκοντες, ὁδηγούμεθα σέ μία ἀδήριτη ἀνάγκη νά λάβουμε θέσιν, ἀναλογιζόμενοι τό μέγα βάρος τῆς εὐθύνης μας ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἱστορίας. Διότι αὐτός ὁ Συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός προσβάλλει εὐθέως τὴν πίστη μας πρὸς τό θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς μοναδικοῦ Σωτήρα καὶ τὸ περί Ἐκκλησίας δόγμα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας. Ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅπως καὶ τὸ ὁμολογοῦμε, ὅτι μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κατέχει ἀναλλοίωτη τήν περί Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ Ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ ἀναγκαία προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, δηλαδή τῆς θεώσεώς τους διά τῆς ἀκτίστου θείας χάριτος καί μετανοίας. Μήπως αὐτήν τή συγκεκριμένη σωτηρία τήν ἐξασφαλίζει ἡ αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ ἤ ἡ αἵρεση τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἤ οἱ θρησκεῖες οἱ ἐπινοημένες ἀπό ἀνθρώπους ποῦ τελοῦν ὑπό δαιμονική ἐπήρεια ὅπως πιστεύει τό Π.Σ.Ε. καί οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες πού ὑπογράφουν τά κείμενα του; καί μάλιστα στό κείμενο σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μέ τόν λοιπό Χριστιανικό κόσμο, ἀναφέρετε πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας ἔχει ὡς βάση της τό κείμενο τοῦ Τορόντο, τό ὁποῖο μᾶς λέγει πώς «ὑφίσταται νῦν ἀόρατος ἐκκλησιαστική ἐνότης τοῦ χριστιανισμοῦ, μιᾶς καί ὄλες οἱ αἱρέσεις καί ὀμολογίες εἶναι ὄντως ἀναγνωρισμένες Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ   Αὐτή εἶναι καί ἡ αἱρετικήἘκκλησιολογία τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, πού καί ἐπίσημα πιά εἶναι καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Ἄν μποροῦν αὐτές οἱ ψευδεῖς χριστιανικές ὁμολογίες καί θρησκεῖες νά ἐξασφαλίσουν τή συγκεκριμένη σωτηρία, τἠν ἐν Χριστῷ καί Ἁγίῳ Πνεύματι θέωση, τότε γιά ποιό λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν διαχρονικῶς γιά τήν διαφύλαξη τοῦ ἀνοθεύτου τῶν Δογμάτων τῆς Πίστεώς μας, δηλαδή τοῦ Τριαδολογικοῦ, τοῦ Χριστολογικοῦ, τοῦ Πνευματολογικοῦ καί τοῦ Σωτηριολογικοῦ; Καί γιά ποίον λόγο ἡ ἐνηνθρώπηση καί ἡ θυσία τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ;

Ἄνευ τῆς ἀληθείας ἡ λεγομένη «ἑνότης», τὴν ὁποίαν ἔχουν πλέον οἱ οἰκουμενιστὲς δὲν ὁδηγεῖ στὴ σωτηρία! Ἡ ἑνότης δὲν αὐτονομεῖται ἀπό τὴν ἀλήθεια οὔτε εἶναι δυνατὸν, ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οὐδεὶς μὴ ἐν ἐπιγνώσει ἀληθεύων δύναται νὰ εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀλληλοαναγνώρησις καὶ ἡ κοινωνία τῶν ἱεραρχῶν μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, δὲν ἐκφράζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει Ἐκκλησία ὅπου δὲν ὀρθοτομεῖται ὁ λόγος τῆς ἀληθείας. Ἡ αὐτοαλήθεια –  Χριστὸς – καὶ ἡ Ἐκκλησία ταυτίζονται. Ὅποιος εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, εὑρίσκεται καὶ ἐξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Μόνον ὅποιος εἶναι μὲ τὴν Ἀλήθεια εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτὸ ὁ λόγος τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, συνοψιζόμενος στόν λόγον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περὶ τῆς ἀπαραιτήτου σχέσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μέ τὴν ἀλήθεια καὶ τανάπαλιν, ἀποτελεῖ κριτήριο ἀληθοῦς ἐκκλησιαστικότητος καὶ Ὀρθοδοξίας, « Καὶ γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσὶ καὶ οἱ μὴ τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδὲ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσὶ.» (Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ε.Π.Ε 3, 606).

Ἡ Παναίρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ἡ πιὸ ὕπουλη ὅλων τῶν αἰώνων. Στήν ἀρχή ἔθεσε τά δόγματα τῆς Πίστεως, καί τούς Ἱερούς Κανόνες ὑπό ἀμφισβήτησιν, στήν συνέχεια ὑπό συζήτησιν καί τέλος, τά ἀποδόμησε καί τά κατήργησε,, δηλαδή ἐφάρμοσε τή σατανική μέθοδο, συζήτηση – διείσδυση – συνύπαρξη – ἀνατροπή. Ἀπόδειξις; στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης δέν ὑπήρχαν οἱ λέξεις δόγμα, αἵρεσις καὶ αἱρετικός. Δέν πιστεύουμε, βέβαια, ὅτι ἐμεῖς θά σώσουμε τήν Ὀρθοδοξία, ὅπως κάποιοι εἰρωνεύονται, ὅλους ἐμᾶς πού διαμαρτυρόμεθα. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό κανέναν, ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν χάνεται. Ἐμεῖς θά χαθοῦμε ἐάν ἀφήσουμε τούς πάσης φύσεως αἱρετικούς νά ἀλλοιώνουν τήν πίστη μας. Ἡ Ἐκκλησία δὲν σχίζεται οὔτε διαιρεῖται, οἱ αἱρετικοὶ ἀποκόβονται σὰν τὰ ξερὰ κλήματα ἀπό τὴν ἂμπελο τοῦ Χριστοῦ. Οὔτε κανείς ἐπιδιώκει νά παραστήσει τόν «ὁμολογητή», ποῦ φτάσαμε, ὡσάν νά εἶναι ντροπή σήμερα νά θέλεις νά ὁμολογεῖς τήν ὀρθόδοξη πίστη σου! Ἐμεῖς Πιστεύουμε, ὅτι ὀφείλουμε καὶ εἶναι αὐτονόητο καθῆκον μας νά ὁμολογοῦμε τήν Ὀρθόδοξη Πίστη μας.

Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζουμε ἀπὸ τὴν ἱστορία, ὅτι κλυδωνίζεται ἀλλ᾿ οὐ καταποντίζεται, πολεμᾶται ἀλλ᾿ οὐ νικᾶται καὶ πάντα νικάει. Ὁ δρόμος εἶναι ἕνας, αὺτόν τόν ὁποῖον ἐβάδισαν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Ὁ ὀμολογιακός, ὁ μαρτυρικός, ὁ μέχρι θανάτου, πού ὅμως ὀδηγεί στήν ἀνάσταση καί στήν ἀληθινή ζωή πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Γιά αὐτόν τόν λόγο, μετά ἀπό ὄλον αὐτόν τόν ἀγώνα πού ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες ξεκινήσαμε, βρισκόμαστε ἐδῶ σήμερα, γιά νά διακηρύξουμε ὄλοι μαζί, ὡς  πιστός λαός τοῦ Θεοῦ ὅτι χάριτι θεία, διαφυλλάτουμε τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως καί τῶν δογμάτων μέχρι κεραίας.

Καταδικάζουμε καί ἀπορρίπτουμε τόν Οἰκουμενισμό, τόν Διαθρησκειακό και Διαχριστιανικό Συγκριτισμό ὡς παναίρεση.

Καταδικάζουμε καί ἀπορρίπτουμε τό Παγκόσμιον Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν ὡς Παγκόσμιον Συμβούλιο αἱρέσεων, καί διακηρύσουμε πώς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, καί πώς μόνον μέσα στούς κόλπους της, καταφέρνετε ἡ κάθαρση, ὁ φωτισμός καί ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ Σωτηρία μας.

Δέν ἀποδεχόμαστε τήν λεγομένη ἁγία καί μεγάλη σύνοδο ἐν τῇ νήσῳ Κρήτη, καί τήν ἀπορρίπτουμε ὡς ψευδοσύνοδο, διότι νομιμοποιεῖ στήν Ἐκκλησία τήν αἱρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τά παρελκόμενα αὐτῆς, (Μεταπατερική καί Βαπτισματική θεολογία, θεωρία τῶν προσώπων καί περί πρωτείου εἰς τήν Ἐκκλησία καί εἰς τήν Ἁγία Τριάδα τοῦ Μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα, κατάλυση τοῦ Συνοδικοῦ Θεσμοῦ, νομιμοποίηση τῶν αἱρέσεων ὡς «Ἐκκλησίες» ἔχοντες τήν αὐτήν χάριν μέ τήν Ὀρθόδοξη, κατάλυση τῆς νηστείας, κατάργηση κανόνων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀποδοχή καί νομιμοποίηση τῶν “ἀθέσμων συνοικεσίων”, διότι κατά τόν Ἅγιον Μάξιμο“ Τὰς γενομένας συνόδους, ἡ εὐσεβὴς πίστις κυροῖ ”, καὶ, “ἡ τῶν δογμάτων ὀρθότης κρίνει τὰς συνόδους,”

 

Κατόπιν ὅλων τούτων,

Διατρανώνουμε σήμερον πώς διακόπτουμε τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετι-κούς Οἰκουμενιστάς, καί τούς ἐπισκόπους πού ἀποδέχονται τήν σύνοδο τῆς Κρήτης ὡς Ὀρθόδοξη, καί ἔχοντας κοινωνία μέ τό Πατριαρχεῖον Κων/πόλεως, καί τόν Πατριάρχη Βαρθολομαῖο, ὡς τόν κύριο ἐμπνευστή τῆς Συνόδου, ἐκφραστή  καί κήρυκα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, κάνοντας χρήση τῶν κανόνων 10ου καί 31ου Ἀποστολικῶν, 2ου τῆς ἐν Ἀντιοχεῖᾳ Συνόδου, 33ου τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου, καί τοῦ 15ου τῆς πρωτοδευτέρας Συνόδου ἐπί Ἁγίου Φωτίου τοῦ μεγάλου, ἀκολουθόντας κατά πάντα τούς ἁγίους πατέρες μας, στήν διάγνωση, ἀντιμετώπιση καί θεραπεῖα τῶν ἀναφυωμένων αἱρέσεων.

 

Ὡς ἐκ τούτων, ζητάμε ἀπό τούς ἀπανταχοῦ Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας:

Νά συγκροτηθεῖ Ὀρθόδοξη Σύνοδος καταδίκης τῶν ἀνωτέρω ἐκτεθέντων, πρός ἀποφυγή σχισμάτων καί διαιρέσεων τῶν πιστῶν, καί νά διαφυλάξουμε ὄλα αὐτά πού ἔχουμε παραλάβει ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί τίς Οἰκουμενικές καί τοπικές Συνόδους. Ἡ Ἐκκλησίας μας, μπαίνει σέ μία νέα φάση. Σέ μία φάση διωγμῶν καί ἀγώνων ὑπέρ τῆς ἀληθείας καί τού Δόγματος.

Ἡ ὁμολογία ὑπέρ τῆς πίστεως εἶναι ἀδιάρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό μοναδικό ἀγγελικό πολίτευμα, πού ἀποδεικνύει τήν εἰλικρίνεια τῶν ἀσκητικών ἀγώνων καί τήν πιστότητα στήν Ὀρθοδοξία καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ σιωπή ἔναντι τῆς αἱρέσεως εἶναι συγκατάθεση καί συμπόρευση μέ αὐτήν, βεβαιώνουν οἱ ἅγιοι. Ὁ μοναδικός τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς καταδίκης της, ἡ διακοπή κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς οἰκουμενιστές, εκλαμβάνετε ως «διάρρηξη» της εκκλησιαστικής ενότητας, ἐνώ η σιωπή καί ἡ κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ως διάκριση καί ἑνότητα! Ἡ ἀντίσταση πρὸς τὴν Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς ἀσεβείας δὲν ἐξαρτᾶται πλέον ἀπὸ εὐσεβεῖς λόγους ἤ ἀπολογητικὲς ἀντιλογίες, ἀλλὰ ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐφαρμογὴ ὅσων ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ παράδειγμα τῶν Ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι προβλέπουν σχετικῶς καὶ ἑπιτάσσουν. Ὡς ἐκ τούτου, ἀναφωνώμεν καί ἐμεῖς σήμερον τό συνοδικό τῆς 7ης Οἰκουμενικῆς συνόδου, ἐπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι καί λέγομεν:

« Οἱ Προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν, ἡ ἀλήθεια ὡς ἀποδέδεικται, τό ψεῦδος ὡς ἀπελήλαται, ἡ σοφία ὡς ἐπαρρησιάσατο, ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν, οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν». ΑΜΗΝ.

[1]  βλ. Μοναχοῦ Θεοκλήτου Διονυσιάτου, Ὁ Ἅγ. Γρ. Παλαμᾶς, σελ. 229, ἐκδ. «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Θεσσαλ. 1984.

[2] Ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης, P.G. 78,685A.

Προηγούμενο άρθροὉ Διωγμός γιά τήν Ὀρθόδοξο Πίστη ἀρχίζει γιά τά καλά
Επόμενο άρθροΚΑΡΤΑ ΠΟΛΙΤΗ = ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ