“Τί ἑπλάνησας ἡμᾶς, Κύριε ἀπό τῆς ὁδοῦ σου; Ἐσκλήρυνας τάς καρδίας ἡμῶν, τοῦ μή φοβεῖσθαι;” ( Ἠσ.ξ, 17).

“ …oἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμὲ καὶ οἱ προφῆται προεφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὀπίσω ἀνωφελοῦς ( τῶν εἰδώλων), ἐπορεύοντο”.(Ἱερμ. β’ ,8).

Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι φῶς καὶ λύχνος στὴν ζωὴ μας.Τὰ ἀναγνώσματα τῶν ἀκολουθιῶν, τὰ τροπάρια καὶ τὰ συναξάρια εἶναι μέσα στὴν καθημερινότητα τοῦ μοναχοῦ.Τὰ ἀνωτέρω προφητικὰ, διαβάζουμε κατὰ τὸν ἑσπερινό τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου.

.           Στήν ἐποχὴ μας ζοῦμε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε πράγματα ἀπίστευτα. Ἕνα τέτοιο ἀπίστευτο κι ὅμως ἀληθινὸ εἶναι καὶ τὸ κατωτέρω γεγονός.

Διαβάσαμε στὸν Ὀρθόδοξο Τύπο (26 Ὀτωβρίου 2018, ἀρ. φυλ. 2232)-μία ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες ἀγωνιστικὲς ἐφημερίδες, ποὺ ἔχουν ἀπομείνει καὶ ἡ πιὸ πολύχρονη ἐπὶ πενήντα χρόνια καὶ πλέον ἱστορία, στὴν ὁποία ἔγραφαν κάποτε ἐξέχοντες ἁγιορεῖτες, ὅπως ὁ Ἡγούμενος Γαβριὴλ καὶ ὁ μοναχὸς Θεόκλητος οἱ Διονυσιὰτες κ.ἄ, γράφει, λοιπὸν, ὃτι οἱ Μητροπολῖτες Δράμας Παῦλος καί Νεαπόλεως Βαρνάβας μαζὶ μὲ τόν Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους Πέτρο, μετέβησαν τήν 14ην Ὀτωβρίου εἰς μουσουλμανικό (μωαμεθανικό) νεκροταφεῖον, ὅπου συμπροσευχήθηκαν μέ Ἰμάμη διά συγγενῆ σημαίνοντος ἐπιχειρηματίου (Τούρκου). Δημοσιεύει δέ καί φωτογραφία, ὅπου μὲ σηκωμένα τά χέρια δέονται ὑπέρ ἀναπαύσεως τοῦ Τούρκου. Ἡ φωτογραφία εἶναι ἀπὸ video, τὸ ὁποῖο ἔχει κυκλοφορήσει καὶ μπορεῖ κάποιος νὰ τὸ δεῖ, καὶ τὰ ὁποῖα ἀπό μόνα τους μιλᾶνε.

Τὶ συμβαίνει, λοιπὸν; Ἐπίσκοποι καὶ ἁγιορεῖτες Ἡγούμενοι, ἄφησαν τὸ Εὐαγγέλιο κι ἔπιασαν τὀ Κοράνιο, ἄφησαν τὸν Χρισταινισμὸ καί προσχώρησαν στὸν Μωαμεθανισμὸ; Ἄλλαξαν μὲ λίγα λόγια θρησκεία; Δὲν θέλουμε νὰ πιστέψουμε κάτι τέτοιο. Μήπως ὅλα αὐτὰ φανερώνουν τὸ μυστήριον τῆς ἀνομίας, κάτι ποὺ ἐδῶ καὶ χρόνια διενεργεῖται διὰ τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, καὶ ποὺ θὰ εἶναι ὁ ἔσχατος πειρασμὸς τῆς Ἐκκλησίας;

Ἔχει περάσει, ἤδη, ἕνας μήνας καὶ περιμέναμε ἀπὸ τὸ θεσμικὸν ἃγιον Ὄρος, τὴν Ἱερὰ Κοινότητα, ὃτι θὰ εἶχε ἐπιληφθεῖ, ἑνὸς τόσο σοβαροῦ θέματος. Ἄν ζοῦσαν οἱ παλαιοὶ ἁγιορεῖτες πατέρες σήμερα, θὰ κλαίγανε, ὃπως οἱ προφῆτες τῆς Π.Διαθήκης.“ …oἱ ποιμένες ἠσέβουν εἰς ἐμὲ καὶ οἱ προφῆται προεφήτευον τῇ Βάαλ καὶ ὁπίσω ἀνωφελοῦς ἐπορεύοντο”.(Ἱερμ. β’,8).

Τόσοι Ἡγούμενοι, τόσοι Ἱερομόναχοι, Πνευματικοὶ καὶ Μοναχοὶ σὲ Μοναστήρια , Κελλιὰ καὶ Σκῆτες, δέν ἐνδιαφέρονται πιὰ γιὰ τὰ θέματα τῆς πίστεως;

Τὰ ἐκ τῆς Εὐρώπης μασωνικὰ κονδύλια μὲ τὰ ὁποῖα οἱ Μονὲς ”ἐξωραΐζουν” μὲ χλιδὴ καὶ πολυτέλειες τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὥστε νὰ τὸ κάνουν πιὸ ἑλκυστικὸ καὶ τουριστικὸ, κατασκανδαλίζοντας τὸν λαὸ, ὁ ὁποῖος ζεῖ μέσα στὴν φτώχεια καὶ πεινάει, εἶναι πιὸ ἀγαπητὰ, θεάρεστα καὶ πατροπαράδοτα; Μήπως τὰ οἰκονομικὰ θέματα ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία γιὰ τὴν σωτηρία μας;

Ἐμεῖς, ὅμως, πῶς μποροῦμε νὰ σιωπήσουμε μπροστὰ σὲ μία τέτοια ἀσέβεια! Θὰ σηκωθοῦν καὶ οἱ πέτρες ἐναντίον μας. Ὡς ἐλάχιστοι, ἁπλοὶ καὶ ἄσημοι ἁγιορεῖτες μοναχοὶ, γιά λόγους, λοιπὸν, καθαρὰ συνειδήσεως καί ὀρθοδόξου ὁμολογίας, ὅπως ἔχουμε, ἤδη διαχωρίσει τήν θέσι μας ἐκκλησιολογικῶς, ὃσον ἀφορᾶ τὶς αἱρετικὲς ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου Κρήτης, κατὰ τὴν ὁποίαν ἀνεγνωρίσθησαν συνοδικῶς οἱ Παπικοὶ οἱ Μονοφυσῖτες καὶ ἡ πανσπερμία τῶν Προτεσταντῶν, ὡς Ἐκκλησίες, κάτι τὸ ὁποῖο ἀντιβαίνει στὴν ὀρθόδοξη πίστι μας καὶ τὸ ἔχουμε ἀναλύσει ἁγιοπατερικῶς καὶ θεολογικῶς στὸ δημοσιευθὲν κείμενο “Ὁμολογία πίστεως”, ὡς Ἁγιορεῖτες Πατέρες, μὲ τὴν ἴδια αἴσθησι εὐθύνης καταγγέλουμε καὶ τὸ παρὸν γεγονὸς, ἐνώπιον τῆς θεσμικῆς ἀρχῆς τοῦ Ἱεροῦ ἡμῶν Τόπου.

Ὁ ἐν λόγῳ ἁγιορείτης ἡγούμενος, δὲν μπορεῖ νὰ δικαιολογηθεῖ, διὰ ἄγνοια τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως κὰι τῶν Ἱερῶν κανόνων. Πῆγε σὲ καθαρὰ θρησκευτικὸ χῶρο, σὲ Μωαμεθανικὸ νεκροταφεῖο καὶ συμπροσευχήθηκε μὲ Ἰμάμη, δεόμενος ὑπὲρ ἀναπαύσεως, ὄχι αἱρετικοῦ μόνον, ἀλλὰ καὶ ἀλλοθρήσκου, αὐτὸ εἶναι ἀνήκουστο. Εἶναι συνάμα ἀξιοσημείωτο, καὶ πολὺ ὀδυνηρὸ, ὅτι πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία, ἁγιορεῖτες, τολμοῦν καὶ συμμετέχουν σὲ συμπροσευχὲς καὶ μάλιστα προχωροῦν ἀπὸ τὸν διαχριστιανικὸ Οἰκουμενισμὸ στὸν διαθρησκειακὸ Οἰκουμενισμὸ, καθότι, τελευταίως, ἔχουν προηγηθεῖ καὶ ἀπὸ ἄλλους ἁγιορεῖτες μοναχοὺς συμπροσευχὲς μὲ αἱρετικοὺς παπικοὺς, μέσα σὲ ναοὺς, ὅπως στὸ Φανάρι, στὴν Σμύρνη κ.ἀ,καὶ ὅλοι αὐτοὶ σύν τοῖς ἄλλοις καυχῶνται ὅτι εἶναι καὶ ἀπόγονοι μεγάλων νηπτικῶν Γερόντων …

Γιὰ ὅλα αὐτὰ, θὰ θέλαμε νὰ καταθέσουμε, ὄχι δικὲς μας προσωπικὲς κρίσεις, ἀλλ ὅπως κάνουμε πάντα, θὰ προβάλλουμε τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀς δοῦμε πρῶτα τί μᾶς λέγουν περί τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ καὶ τοὺς Μωαμεθανοὺς μὲ τοὺς ὁποίους τόσο ἄνετα συμπροσευχήθηκε ὁ ἐν λόγῳ ἡγούμενος καὶ οἱ ἐπίσκοποι.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἁγιορείτης, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλυτέρους Πατέρες καὶ θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν κατὰ τὸ 1354 ταξίδευε διὰ θαλάσσης πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολι διὰ νὰ μεσιτεύσει μὲ σκοπὸ νὰ ἐπέλθει εἰρήνη στὴν ἐμφύλια διαμάχη, μεταξὺ τῆς βασιλικῆς αὐλῆς καὶ τοῦ Καντακουζηνοῦ, συνελήφθη αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ἤδη εἶχαν καταλάβει ὁλόκληρη τὴν Μ.Ἀσίαν, ἐξ αἰτίας τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἀρχόντων. Ὡς αἰχμάλωτος ὤν ἐκλήθη τρεῖς φορὲς σὲ διάλογο μὲ τὸν Ἐμίρη τῶν Ἀχαιμενίδων Τούρκων, (ὄχι βέβαια σάν τούς διαλόγους ποὺ κάνουν οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς), καθώς καὶ μὲ τοὺς Χιόνες, δηλαδὴ ἐξισλαμισμένους Χριστιανοὺς, τότε μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, ὡμολόγησε μὲ παρρησία:

α)  Ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς, ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς, ὁ Πατὴρ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

β) Ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς προφήτης, ἀλλὰ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ διὰ μέσῳ ὅλων τῶν Προφητῶν προφητευόμενος.

γ) Ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ τρόπαιο καὶ ἡ σημαία τοῦ Χριστοῦ ( καὶ δέν τὸν ἔβγαζε γιὰ νὰ μὴ προσβάλλει τοὺς Μωαμεθανοὺς εἰσβολεῖς, ποὺ ἔχουν φέρει στὴν πατρίδα μας, ὅπως κάνουν οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς -Ἀρχιεπίσκοποι, κ.ἄ).

Καὶ δ) στὴν ἐρώτησι τοῦ Τασιμάνη (ἄρχοντα), ἐσεῖς πῶς δὲν δέχεσθε τὸν δικὸ μας προφήτη καὶ δὲν πιστεύετε στὸ βιβλίο του, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπήντησε μὲ θάρρος, φέροντας μαρτυρίες καὶ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Κοράνιο, λέγοντας:.

Ὃτι ὁ Χριστὸς μαρτυρεῖται, ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς Προφῆτες καὶ αὐτὸς μόνο λέγεται ὅτι εἶναι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, καὶ μόνος αὐτὸς γεννήθηκε ἀπὸ Παρθένο Μητέρα. Αὐτὸς μόνος ἀνελήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ διαμένει ἀθάνατος καὶ μόνο σέ αὐτὸν ἐλπίζουμε ὅτι θὰ ἔλθει νὰ κρίνει ζῶντες καὶ νεκροὺς.Ὅλα αὐτὰ ὁμολογοῦνται καὶ ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς Τούρκους, γι αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύουμε στὸν Χριστὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιό Του. Τὸν δὲ Μουχάμετ δέν τὸν εὑρίσκουμε οὔτε ἀπὸ τοὺς προφῆτες νὰ μαρτυρεῖται, οὔτε τίποτε θαυμαστὸ καὶ ἀξιόλογο ἔχει ἐπιτελέσει καὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πίστι, γι αὐτὸ καὶ δὲν πιστεύουμε σ αὐτὸν οὔτε στὸ στὸ βιβλίο του ( τὸ Κοράνιο), ποὺ παρέδωσε. (βλ. Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ε.Π.Ε, τ,70, σ.345 373).

Καὶ ἐπιγραμματικὰ ἔλεγε:” Τοῖς πάντων βαρβάρων βαρβαρώτατοι τὸ δυσεβὲς, θεομισὲς καὶ παμμίαρον τοῦτο γένος, πιστεύουν ἀνθρώπῳ ψιλῶ καὶ θνητῷ, Μωάμεθ οὖτος”.(…). Εἶναι ἀρκοῦντος ἱκανὰ ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀποδείξουν πῶς μιλοῦσαν καὶ ὁμολογοῦσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τὴν πίστι τους ἐνώπιον τῶν ἀλλοθρήσκων καὶ αἱρετικῶν.

Ἄς δοῦμε ἀκόμη καὶ ἕναν ἄλλον ἁγιορείτη ἅγιο, τὸν μεγάλο Διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς σκαβωμένης Ρωμιωσύνης, τὸν ὅσιο Νικόδημο, ὅπου καὶ αὐτὸς ζῶντας μέσα στὴν σκλαβιὰ τῆς Τουρκοκρατίας, ὄχι μόνο δέν ἔκανε διπλωματία καὶ πολιτικὴ μὲ τοὺς ἀλλοθρήσκους, ἀλλ ἀπεναντίας δίδασκε διὰ τῶν ἁγιοπνευματικῶν συγγραμμάτων του, καὶ προετοίμαζοντας πολλοὺς νεομάρτυρες διὰ τὸ μαρτύριο, ἀνεδείχθη ἀλλείπτης τῶν Νεομαρτύρων καὶ μᾶς παρέδωσε τὰ συγκινητικὰ μαρτυρολόγιά τους, ὅπως τὰ κατέγραψε στὸ Νέο Μαρτυρολόγιο, γράφοντας. ”…πολλοὶ ἐκ τῶν Νεομαρτύρων τούτων ἐλεήσαντες τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀλλοπίστων, ἐπῆγαν ἐπὶ τούτου εἰς τὸ μαρτύριον καὶ ἐκήρυξαν εἰς αὐτοὺς τὴν ἀλήθειαν, διδάσκοντές τους νὰ ἀφήσουν τὸ σκότος, εἰς τὸ ὀποῖο εὑρίσκονται καὶ νὰ προστρέξουν εἰς τὸ φῶς τῆς τοῦ Χριστοῦ θεοσεβείας καὶ πίστεως, ἵνα μὴ κατακριθῶσιν ἐν τῷ ἀσβέστῳ πυρὶ τῆς κολάσεως” (Λόγος εἰς τοὺς Νεομάρτυρες). Βλέπουμε μὲ τὶ παρρησία γράφει γιὰ τὴν μοναδικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ πῶς ἐλέγχει τοὺς ἀλλοθρήσκους, προκειμένου νὰ διαφυλλάξουν οἱ Χριστιανοὶ τὴν πίστι τους; Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς, ἁγιορείτης καὶ αὐτὸς, μὲ πόσο ἱεραποστολικὸ ζῆλο, ἀποστολικῶς διέτρεξε σὲ ὁλόκληρη τὴν ρωμηωσύνη, σέ βουνὰ καὶ θάλασσες, καὶ πολλὰ χωριὰ, τὰ ὁποῖα ἄλλα εἶχαν ἀλλαξοπιστίσει καὶ ἄλλα ἀλλαξογλωσσίσει, ὕστερα ἀπὸ ἀφόρητες πιέσεις, αὐτὸς μὲ τὸν εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικό του λόγο, τὰ ἐπανέφερε στὴν πατροπαράδοτη πίστι, καὶ στὸ τέλος μαρτύρησε καὶ ἴδιος ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς!

Καὶ, ὅπως ποιητικότατα γράφει καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στὴν ἀσματικὴ Ἀκολουθία: «Νέοι Μάρτυρες παλαιὰν πλάνην, καταστρέψαντες, ὕψωσαν πίστιν, τῶν Ὀρθοδόξων, καὶ στερρῶς ἠγωνίσθησαν...»( Ἀπολυτίκιον Νεομαρτύρων).

«Τῆς Τριάδος τήν δόξαν ἀνακηρύττοντες, τῶν Χριστιανῶν καρδίας χαρὰν πληρώνετε, καὶ τῆς Ἄγαρ τὴν φυλὴν αἰσχύνην λίπετε, Νεομάρτυρες κλεινοὶ ἡ δόξα τῶν Ὀρθοδόξων…»(Ἀπολυτίκιον Νεομαρτύρων).

Ὅλοι αὐτοὶ  «οἱ καρτερόψυχοι, τῇ τοῦ Χριστοῦ δυνάμει θωρακισθέντες, εἰς τὸ στάδιον τῆς ἀθλήσεως ἀπεδύσαντο, τὴν τῶν Ἀγαρηνῶν ἀσέβειαν θριαμβεύσαντες, τὴν δὲ τοῦ Χριστοῦ πίστιν, ἐν παρρησίᾳ ἀνακηρύξαντες»(Ὁ Οἶκος τῶν Νεομαρτύρων). Ὅποιος, λοιπὸν ἐγκύψει τόσο στὴν ἀσματικὴ ἀκολουθία ὅσο καὶ στὸν ἐξαίσιο πανηγυρικὸ ἐγκωμιαστικὸ λόγο τοῦ ὁσίου, θὰ γευθεῖ λίγο ἐκ τῆς ἐσταυρωμένης, ἐκείνης γλυκύτητος τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πυρπολοῦσε τίς ψυχές τῶν Νεομαρτύρων. Αὐτὸς θὰ νοιώσει τὶ θὰ πεῖ θεϊκὸς ἔρωτας τῶν μαρτύρων,καὶ τὶ σχέσι μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτὸς μὲ τὴν σημερινὴ ἄγευστη, πλαδαρὴ, οἰκουμενιστικὴ ἀγαπολογία τῶν ” ποιμένων” μας.

Κατόπιν ὅλων τούτων, καθὼς καὶ πολλὰ ἄλλα ποὺ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ παραθέσει, εἶναι πιὰ τελείως ξεκάθαρο καὶ ἠλίου φαεινώτερον, ὅτι αὐτὰ ποὺ διενεργοῦνται, σήμερα δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖα. Ζοῦμε πλέον μιά ὁλοκληρωμένη, μεθοδευμένη καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀποστασία ἀπὸ τὴν πατροπαράδοτη Ὀρθόδοξη πίστι, τὴν ὁποία κατεργάζονται μάλιστα, ὡς πρωτεργάτες, οἱ ἴδιοι οἱ ποιμένες, πατριάρχες, ἐπισκόποι, ἡγουμένοι, ἱερεῖς, θεολόγοι, εἶναι καὶ αὐτὰ ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν.

Ὁ ἴδιος ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀς μὴ ξεχνᾶμε μοιράζει Κοράνια, συμποσιάζεται στὸ Ραμαζάνι, συμπροσεύχεται μὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες καὶ διακηρύσσει ξακάθαρα: « Ἐμεῖς οἱ θρησκευτικοὶ ἡγέτες πρέπει νὰ φέρουμε στὸ προσκήνιο τὶς πνευματικὲς ἀρχὲς τοὺ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφοσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ πετύχουμε αὐτὸ πρέπει νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι στὸ πνεῦμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, Ρωμαιοκαθολικοὶ, καὶ Ὀρθόδοξοι Προτεστᾶνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοὶ, Βουδισταὶ». (Ἐπίσκεψις ἀρ. 494, σ.23, Γενεύη 1994).Αὐτοῦ τὸ ὅνομα μνημονεύεται, ἑπτάκις τῆς ἡμέρας στὸ ἅγιον ὄρος, “ὡς ὀρθοτομῶν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας-Ὀρθοδοξίας.”….

Αὐτοὶ εἶναι οἱ ψευδοποιμένες, γιὰ τοὺς ὁποίους ἐδῶ καὶ 2000 χρόνια μᾶς ἔχει προειδοποιήσει ἡ Γραφὴ, οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες. “Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν”. (Πετρ. Β, 1).

Τὸ μεγάλο πρόβλημα, ὅμως δὲν εἶναι πλέον αὐτοὶ, διότι αὐτοὶ ἔχουν ἀκολουθήσει, ἤδη τὴν ὁδόν τῆς ἀπωλείας, δὲν προσκυνοῦν πλέον τὸν Χριστὸν. Τὸ μεγάλο πρόβλημα εἶναι ἐμεῖς τὶ κάνουμε ἀπέναντι ὅλων αὐτῶν; Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενον καὶ τὸ ἀναγκαῖον, τὸ ὁποῖον θὰ πρέπει πολὺ σοβαρὰ νὰ μᾶς προβληματίσει, «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας οὗτος μέγας κληθήσεται». Δὲν ὠφελεῖ σὲ τίποτε ἡ διάγνωσι μιᾶς ἀσθενείας, ἄν δὲν προχωρήσουμε καὶ στὴν θεραπεία, διαφορετικὰ παίζουμε χαρτοπόλεμο.

Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σήμερα γιὰ τοὺς περισσοτέρους ἐκ τῶν κληρικῶν, μοναχῶν καὶ λαϊκῶν, εἶναι ἀκατανόητον, εἶναι τὸ θέμα τῆς κοινωνίας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς.

Ἡ λέξις ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ στὴ θεολογικὴ γλῶσσα τῶν Πατέρων εἶναι βαρυσήμαντη καὶ ἔχει σωτηριολογικὴ σημασία. Διὰ τὸ θέμα τῆς κοινωνίας, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς κάνει λόγο καὶ μᾶς παραγγέλλει νὰ φεύγουμε μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ψευδοποιμένες- λυκο-ποιμένες : «...ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὤν ποιμὴν, οὗ οὐκ εἰσὶ τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησι τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ. ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει, ὅτι μισθωτὸς ἐστὶ καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10, 12,13). Ὁ Κύριος, ἐξάλλου, ὅταν ζοῦσε ἐπὶ τῆς γῆς, μήπως εἶχε καμμία σχέσι, κοινωνία πνευματικὴ, μὲ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία, τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοὺς Γραμματεῖς, τοὺς Φαρισαίους καὶ Σαδδουκαίους τῆς ἐποχῆς του; Καὶ συνεχίζει ὁ Κύριος «… ἀλλ ὑμεῖς οὐ πιστεύετε, οὐ γὰρ ἐστὲ ἐκ τῶν προβάτων τῶν ἐμῶν (δέν ἀνήκουν ὅλα τὰ πρόβατα στὸν Χριστὸ), καθὼς εἶπον ὑμῖν, τὰ πρόβατα τὰ ἐμὰ τῆς φωνῆς μου ἀκούει, κἀγὼ γινώσκω αὐτὰ» (Ἰω. 10,26). Τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ γνωρίζουν τὴν φωνή Του, καὶ ἔχουν ἐντολὴ νὰ ἀκολουθοῦν μόνο τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένες καὶ ὄχι τοὺς ψευδοποιμένες ἤ λυκοποιμένες.καὶ συνεχίζει: ” ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων…ἀπὸ τῆς διδαχῆς αὐτῶν”(Ματθ. 16, 6-120. Ἡ κοινωνία μὲ τούς αἱρετικοὺς λειτουργεῖ, ὅπως ἡ ζύμη, ἡ ὁποία ζυμώνει ὅλον τὸ φύραμα εἴτε πρὸς τὸ καλὸ εἴτε πρὸς τὸ κακὸ. Καὶ ὁ Ἀπόστολος «Ὦ Τιμόθεε, τήν παρακαταθήκην φύλαξον, ἐκτρεπόμενος (φεύγοντας μακρυὰ, διακοπὴ κοινωνίας) τὰς βεβήλους κενοφωνίας καὶ ἀντιθέσεις τῆς ψευδωνύμου γνώσεως (τοῦ Οἰκουμενισμοῦ), ἥν τινὲς ἐπαγγελλόμενοι περὶ τὴν πίστιν ἐναυάγησαν (ὡδηγήθηκαν στὴν ἀπώλειαν).» ( Α Τιμ. 6, 20). Aὐτὴ τὴν διδασκαλία ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ καὶ ὁ Μέγας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας Φώτιος “ Πλάνη ποιμένων ναυάγιον τῶν κοινωνούντων αὐτοῖς” ( P.G: 102, 698). Ἡ Ὀρθόδοξος δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει ἐπικυρωθεῖ πολυμερῶς καί πολυτρόπως διὰ μέσῳ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὑποχρεωτικῆς ἀποδοχῆς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ οἱ ἐντολὲς. Δὲν ὑπάρχουν δυνητικοὶ κανόνες, (ἄν θέλω ἐφαρμόζω ἕναν κανόνα, ἄν θέλω δὲν τὸν ἐφαρμόζω), ὅπως δέν ὑπὰρχουν καὶ δυνητικὲς ἐντολὲς.

Περὶ δὲ τῶν συμπροσευχῶν ὁρίζουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες:  Ὁ ΞΕ’ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων π.χ. λέγει: « Eἴ τις Κληρικὸς, ἤ λαϊκὸς εἰσέλθοι εἰς συναγωγὴν Ἰουδαίων, ἤ αἱρετικῶν προσεύξασθαι, καθαιρείσθω καὶ ἀφοριζέσθω». Καὶ σχολιάζοντας ὁ Ζωναρᾶς λέγει « Mέγα ἁμάρτημα ὁ κανὼν ἡγεῖται…τὶς συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; Ἤ τὶς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου κατὰ τὸν μέγαν Ἀπόστολον;». (Πηδάλιον σ.84).

Ἐδῶ καὶ μία πεντηκονταετεία διερευνώντας κανεὶς τὴν πορεία τῶν λεγομένων Θεολογικῶν Διαλόγων, θὰ διαπιστώσει ὅτι ἀκολουθήθηκαν κινήσεις καὶ ἐπιλογὲς οἱ ὁποῖες ἦταν προαποφασισμένες μὲ προκαθορισμένα πλαίσια στὰ ὁποῖα ἔπρεπε νὰ κινηθοῦν, καὶ τὰ πλαίσια αὐτὰ δὲν ἦταν ἄλλα ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1962-65). Ὅλα αὐτὰ ἐκφράζονται διὰ μέσῳ, ΚΥΡΙΩΣ τῶν συμπροσευχῶν. καὶ ἐπιφέρουν τὴν μεγίστη ἀλλοίωσιν στὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ λαοῦ.

Κατόπιν ὅλων τούτων προκύπτουν τὰ ἑξῆς ἐρωτήματα :

α)  Ποία θὰ εἶναι ἡ στάσις τῆς ἰδίας ἀδελφότητος τῆς Ἱ. Μονῆς Διονυσίου; Καθότι ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἡγουμένου κοινωνεῖ ὁλόκληρη ἡ ἀδελφότητα, ποὺ σημαίνει, ὅ,τι πράττει ὁ Ἡγούμενος εἶναι σύμφωνος καἰ ὅλη ἡ ἀδελφότης, γιὰ αὐτὸ καὶ σὲ ὅλα τὰ ἔγγραφα τῆς Μονῆς ὑπογράφονται  “ καὶ οἱ σύν ἐμοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ”. Μνημονεύουν καθημερινὰ στὶς θ. λειτουργίες τὸ ὄνομά του, δέχονται τὴν εὐλογία του, κοινωνοῦν ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ συλλειτουργοῦν μαζὶ του. Αὐτὰ ὅλα δὲν εἶναι ἁπλᾶ τυπικὰ, εἶναι θέματα οὐσίας, διότι πρϋποθέτουν ταυτότητα πίστεως, δηλαδὴ ἡ ἀδελφότητα ἔχει τὴν ἴδια πίστι μὲ τὸν ἡγούμενο, ὅπως καὶ ἀντιθέτως. Ἡ πατερικὴ θεολογία ὁρίζει ὅτι ὁ “  ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ, καὶ αὐτὸς ἀκοινώνητός ἐστιν”,(Θεόδωρος Βαλσαμὼν). δηλαδὴ, ὅσοι κοινωνοῦν μέ αἱρετικοὺς μολύνονται διὰ τῆς κοινωνίας τους μὲ τοὺς αἱρετικοὺς τὴν ἴδια τήν αἵρεσι. Ὁ β’, κανὼν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου λέγει: “ ὁ τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον ἔστω”., διότι “ Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπί τῶν ἀδύτων  ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξαντο τοῦτο” (Ἁγιορειτῶν Πατέρων, ἐπιστολὴ πρός Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγον). Καθὼς ἐπίσης σοβαρὸ πρόβλημα προκύπτει καὶ στοὺς λαϊκοὺς ἀδελφοὺς, ποὺ θὰ φιλοξενοῦνται, διότι θὰ ἔχουν καὶ αὐτοὶ πρόβλημα μολυσμοῦ

β) Οἱ ἄλλοι Ἡγούμενοι καὶ οἱ λοιποὶ ἐν Χριστῷ συναγιορεῖτες μοναχοὶ, οἱ ὁποῖοι θὰ μεταβαίνουν στὴν Μονὴ, καὶ αὐτοὶ ἔχουντας ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζὶ τους, ἐμμέσως θὰ ἀποδέχονται καὶ τὴν συμπροσευχὴ του. Καὶ γενικῶς οἱ ἁγιορεῖτες, τὶ στάσι θὰ τηρήσουν; Θὰ συνεχίσουν νὰ ἀνέχονται αὐτὴ τὴν οἰκουμενιστικὴ πορεία τῆς Μονῆς, τὴν ὁποία ἀκολουθοῦν καί πολλὲς ἄλλες Μονὲς;.

γ) Βάσει τῶν ἀνωτέρω τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται πρὸς τὴν Ἱερὰ Κοινότητα εἶναι τὸ τὶ βούλεται νὰ πράξει. Τὸ πρέπον πρὸς τὰ ἱερὰ θέσμια τοῦ ἱεροῦ ἡμῶν τόπου εἶναι νὰ καλέσει σύγλησι ἐκτάκτου Συνάξεως πρὸς ταχείαν ἐπίλυσι τοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖον ἤδη συζητᾶται εὐρέως ἐντὸς καὶ ἐκτὸς ἁγίου ὄρους. Ὑπενθυμίζουμε ὅτι παλαιότερα ἡ αὐτὴ Ἱ.Κοινότης. ἔγραφε: Τὸ Ἅγιον Ὄρος διετήρησε ἀνέκαθεν τὴν αὐτοσυνειδησία του ὅτι παραμένει Χάριτι Χριστοῦ πιστὸς θεματοφύλακας τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου πίστεως, τὴν ὁποίαν οἱ θεοκήρυκες Ἀπόστολοι παρέδωσαν στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ θεοφόροι Πατέρες μας μὲ τὶς ἅγιες οἱκουμενικὲς Συνόδους διετήρησαν διὰ τῶν αἰώνων ἀπαραχάρακτη”. (Ὑπόμνημα  Ἁγίου Ὄρους, Ο.Τ., ἀρ. φ. 1801, 9 10 2009).

Τὸ ἅγιον ὄρος, ἐκτὸς ἀπὸ Ὁσίους καὶ ἀσκητὲς, ἀνέδειξε καὶ πλῆθος ὁσιομαρτύρων καὶ νεομαρτύρων. Ἡ ὑπεράσπισι μέχρι θανάτου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, συνόδευε πάντοτε τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ νηπτικοὺς ἀγῶνες τους, ἀφοῦ “ οὐδὲν ὠφελεῖ βίος δογμάτων διεστραμμένων” (ἅγιος χρυσόστομος).

Εὐχόμεθα ὁ Ἱερὸς ἡμῶν Τόπος, τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας, ποὺ τιμᾶ τόσο πολὺ ὅλος ὁ κόσμος, νὰ διαφυλάξει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη πίστι, ἐὰν θὲλουμε νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία, τὴν χάριν καὶ τὴν σκέπην τῆς, Κυρίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία, ὑπενθυμίζουμε, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ διωγμοῦ τοῦ ἑνωτικοῦ καὶ λατινόφρονος πατριάρχου Βέκκου ἐναντίον τῶν ἁγιορειτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παύσει νὰ τὸν μνημονεύουν, εἶπε ἐκεῖνα τὰ φοβερὰ λόγια:“ ἔρχονται οἱ ἐχθροὶ ἐμοῦ καὶ τοῦ Υἱοῦ μου”.

Ὡς Ἁγιορεῖτες, λοιπὸν, δὲν μᾶς ὠφελοῦν σὲ τίποτε οἱ ἑορτὲς καὶ οἱ πανηγύρεις πρὸς τὸν ἃγιον Κοσμᾶ τὸν Πρῶτον καὶ τούς Ὁσιομάρτυρες ἐπὶ Βέκκου, ἐὰν δὲν τοὺς μιμηθοῦμε καὶ στὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι καιρὸς, λοιπὸν Ὁμολογίας.

Ἕνας ἐκ τῶν συγχρόνων ἐναρέτων Γερόντων, ὁ Γέρων Σάββας ὁ Καψιαλιώτης, ἄνθρωπος, ποὺ συνδύαζε ἁρμονικὰ τὴν ἄσκησι μέ τὴν ὁμολογία, ἔλεγε χαρκτηριστικὰ καὶ ἐπιγραμματικὰ « Ἔχω ἔξι δεκαετίες στὸ Σχῆμα, θέλω νὰ εἶμαι σύμφωνος μὲ τὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Κοσμᾶ τὸν Πρῶτο, γιατὶ δύο δρόμοι ὑπάρχουν. Ὁ ἕνας ὁδηγεῖ στοὺς ἀφορισμένους καὶ τυμπανιαίους τῆς Λαύρας καὶ ὁ ἄλλος στὸ μαρτυρικὸ στεφάνι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ του Πρώτου».

Εὐχόμεθα σὲ ὅλους μας καλὴ φώτισι καὶ μετἀνοια.

Καλὴ ὁμολογία γιὰ νὰ ἔχουμε καὶ καλὴ ἀπολογία . Ἀμὴν.

Προηγούμενο άρθροΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ
Επόμενο άρθροΟΧΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ